Από τον περσινό Μάιο, όταν το "Όλα Όσα Φανταζόμαστε Ως Φως" (Παγιάλ Καπάντια) απέσπασε το Μεγάλο Βραβείο της Επιτροπής στις Κάννες, το σούσουρο γύρω από το κοινωνικό δράμα της Ινδής σκηνοθέτριας ήταν αποθεωτικό. Οι ενθουσιώδεις αντιδράσεις συνεχίστηκαν αμείωτες τους επόμενους μήνες και σύντομα άρχισαν να αποδίδουν καρπούς. Critics Choice, Χρυσές Σφαίρες, BAFTA έδωσαν τουλάχιστον μία υποψηφιότητα στην ταινία, κάτι που όλα δείχνουν πως πρόκειται να συμβεί και στα προσεχή 97α βραβεία Όσκαρ. Λίγο πριν την ελληνική πρεμιέρα στις 23 Ιανουαρίου είδαμε το φιλμ και μπορούμε με βεβαιότητα να πούμε πως πρόκειται για την πρώτη σπουδαία κινηματογραφική στιγμή της χρονιάς.
Αφοπλιστική ειλικρίνεια
Στη δεύτερη μεγάλου μήκους της, η Καπάντια τιμά την παράδοση του εκτός Μπόλιγουντ ινδικού σινεμά, το οποίο διαχρονικά αφουγκράζεται τα υπαρξιακά αδιέξοδα των λαϊκών τάξεων μέσα από αφηγήσεις αβίαστου ρεαλισμού. Όπως αντίστοιχα οι Σατγιαζίτ Ράι ("Το Τραγούδι του Δρόμου"), Μαές Μπατ ("Saaransh") και Μίρα Νάιρ ("Salaam Bombay!") πριν από εκείνη, η 39χρονη δημιουργός φέρνει στο προσκήνιο τα σύγχρονα άγχη των συμπατριωτών της επιχειρώντας να τα επουλώσει. Εν προκειμένω, οι θεματικές που την απασχολούν ξεδιπλώνονται μέσα από τη σχέση δύο συγκατοίκων, της Πράμπα (Κάνι Κουσρούτι) και της Ανού (Ντίβια Πράμπα), οι οποίες εργάζονται ως νοσηλεύτριες σε νοσοκομείο της Βομβάης. Η μία προσπαθεί να συμφιλιωθεί με τη μοναξιά της καθώς ο σύζυγός της έχει μεταναστεύσει στο εξωτερικό, ενώ η άλλη επιχειρεί να κρατήσει μυστική τη σχέση με τον άντρα που έχει ερωτευτεί, καθώς δεν έχουν παντρευτεί, αλλά ούτε και μοιράζονται την ίδια θρησκεία. Δύο "ελαττώματα" που συνιστούν ανάθεμα στην ινδική πραγματικότητα όπως την απεικονίζει η ταινία, μια επιπρόσθετη πτυχή στην πολυπρόσωπη καταπίεση που βιώνουν οι δύο ηρωίδες. Οι οποίες, με τη σειρά τους, προέρχονται από διαφορετικές νοοτροπίες ζωής. Από τη μία, τη συντηρητική - επιφυλακτική που διστάζει να παραβεί τις επιβαλλόμενες ηθικές επιταγές, από την άλλη την ελευθεριακή - ασυμβίβαστη που γνωρίζει πως έχει το δίκαιο με το μέρος της γιατί πολύ απλά, δεν ήταν ποτέ λάθος.
Η βοή της μητρόπολης
Βέβαια, εκείνο που κάνει ξεχωριστό το "Όλα…" δεν είναι τόσο οι σεναριακές ιδέες, εξάλλου ο arthouse κινηματογράφος βρίθει από καθημερινούς ήρωες εγκλωβισμένους σε συναισθηματικό τέλμα, όσο η προσέγγιση της Καπάντια. Με προτεραιότητα τον ανθρωπισμό και τοποθετώντας την πολιτική καταγγελία στο φόντο της αφήγησής της, εκεί όπου βρίσκονται οι υπερμεγέθεις ουρανοξύστες των μοντέρνων Ινδών αστών, η σκηνοθέτρια εμβαθύνει στα κόστη της μητροπολιτικής αποξένωσης ψηλαφώντας τα απωθημένα της Πράμπα και της Ανού. Πρωτίστως, την απουσία ρομαντικής επαφής και σεξουαλικής εκτόνωσης που φορτίζουν το καθημερινό άλγος τους, τα οποία μένουν ανικανοποίητα λόγω ενός ασφυκτικού κοινωνικού πλαισίου και όχι μιας προσωπικής πρωτοβουλίας. Ως γυναίκες στη σύγχρονη Βομβάη συμπεριφέρονται σα να βρίσκονται υπό διαρκή παρακολούθηση και μόνιμο έλεγχο, με τις προσωπικές επιλογές να γίνονται υπόλογες σε δημόσια κρίση. Οι πρωταγωνίστριες βρίσκονται πολύ συχνά σε κοινή θέα, κινούνται αποκλειστικά με τα μέσα μαζικής μεταφοράς, σε χώρους γενικώς που τα τελευταία χρόνια οι Ινδές έχουν υποστεί φρικτές κακοποιήσεις. Μοιαζει έτσι, εξαιρετικά διακριτικά, η Καπάντια να επιδιώκει να εξαγνίσει αυτά τα πεδία, να επανακτήσει την οικουμενικότητά τους και ταυτόχρονα να αναδείξει την εγγενή λαϊκότητά τους. Ο τρόπος που σκιαγραφούνται οι διαπολιτισμικές σχέσεις μεταξύ των χαρακτήρων έχει κοινή συνισταμένη την (εργατική) ταξική καταγωγή τους, η οποία διόλου τυχαία είναι εκεί που, τελικά, υπερισχύει των όποιων διαφορών τους.
Ανοιχτοί ορίζοντες
Το πρόβλημα με ταινίες όπως αυτή είναι πως καταλήγουμε να συζητάμε πολύ σοβαρά για εκείνες, ενώ στην πραγματικότητα αυτές δε ζητούν τίποτα άλλο από εμάς παρά να αφεθούμε. Χωρίς να αναιρείται πως η Καπάντια γνωρίζει άριστα πόσο μείζονα είναι όλα όσα ζητήματα την απασχολούν έμμεσα στο φιλμ, ωστόσο, νοιάζεται εξίσου στο να παράξει ένα ανεπιτήδευτα ποιητικό φιλμ για καθημερινούς ανθρώπους. Τα πλάνα της μοιάζουν με χάδια αφού σφύζουν από φροντίδα, ειδικά στις σκηνές όπου οι ηρωίδες της προσέχουν και αφιερώνονται η μία στην άλλη. Η προσμονή για ένα άγγιγμα, η υπόσχεση για ένα αντάμωμα και ενδιάμεσα οι ανεπαίσθητες χειρονομίες που όμως είναι ικανές να κλονίσουν, δημιουργούν μια μεθυστική αύρα στην ταινία με αποτέλεσμα να στέκεται σε τέλεια ισορροπία μεταξύ πλήρωσης και αναβολής. Πολύτιμα συμπληρώματα οι μπλε αποχρωσεις των κάδρων που εντείνουν τη μελαγχολία, συνδυαστικά με τις ενορχηστρώσεις για πιάνο της μοναχής από την Αιθιοπία, Emahoy Tsegué-Maryam Guèbrou, η οποία πλέον μπορεί να πάψει να θεωρείται "κοινό μυστικό" μεταξύ των ακαδημαϊκών μουσικόφιλων που διαβάζουν Wire. Συνοψίζοντας, το "Όλα Όσα Φανταζόμαστε ως Φως", μα τι υπέροχος τίτλος, αποτελεί σινεμά σπάνιων ποιοτήτων που κάνει χειροπιαστή την υπερβατικότητα που ψάχνουμε στη ζωή. Κι αν έχετε ακόμα αμφιβολίες, κλείνουμε το κείμενο με μια από τις ομορφότερες φράσεις που ακούγονται στο φιλμ: "Σου στέλνω φιλιά μέσα από τα σύννεφα. Μόλις βρέξει, τα χείλη μου θα αγγίξουν τα πάντα".
Περισσότερες πληροφορίες
Όλα Όσα Φανταζόμαστε ως Φως
Ένα απροσδόκητο δώρο από τη Γερμανία θα γίνει η αφορμή να εκδηλώσουν τις πραγματικές επιθυμίες τους τρεις νοσοκόμες διαφορετικών ηλικιών και αντιλήψεων, οι οποίες προσπαθούν να βάλουν σε τάξη τη ζωή τους στο σύγχρονο, θορυβώδες και χαοτικό Μουμπάι.