Το 1922, ο Φ. Β. Μουρνάου με το "Nosferatu" δεν σκηνοθέτησε απλώς ένα αριστούργημα του βωβού κινηματογράφου· εισήγαγε έναν ρηξικέλευθο τρόπο απεικόνισης του τρόμου. Ο Γερμανός εξπρεσιονιστής, βασισμένος (χωρίς έγκριση!) στον "Δράκουλα" του Μπραμ Στόκερ, έθεσε τα θεμέλια ενός ολόκληρου genre και, παράλληλα, σύνθεσε εικόνες που, έναν αιώνα και κάτι μετά, εξακολουθούν να στοιχειώνουν με αμείωτη ισχύ. Το 1979, ο συμπατριώτης του Βέρνερ Χέρτζογκ επιχείρησε με τη σειρά του να αποδώσει με δικούς του όρους το μύθο του βρικόλακα που έρχεται να στοιχειώσει την Ευρώπη, παραδίδοντας ένα εγκεφαλικό όσο και υποβλητικό φιλμ με εμβληματικούς πρωταγωνιστές (Κλάους Κίνσκι, Ιζαμπέλ Ατζανί, Μπρούνο Γκαντζ). Τώρα, σε αυτό το κλειστό κλαμπ έρχεται να προστεθεί ο Ρόμπερτ Έγκερς. Ο σκηνοθέτης που ευθύνεται εν μέρει για τη horror επαναφορά της τελευταίας δεκαετίας ("The Witch", "Ο Φάρος"), παραδίδει έναν μοντέρνο "Νοσφεράτου" με ποιότητες εφιάλτη, γνήσιου ρομαντισμού και σεβασμού στη λαογραφική παράδοση. Ο Έγκερς δεν δημιουργεί ένα τυπικό ριμέικ, ούτε αναμασά γοτθικά κλισέ, αλλά αντιμετωπίζει το υλικό του ως μια παραβολή για τη μάχη ανάμεσα στον ορθολογικό και τον μεταφυσικό-αποκρυφιστικό τρόπο σκέψης. Συνοδοιπόροι του, η Λίλι-Ρόουζ Ντεπ στο ρόλο της Έλεν που μπαίνει στο στόχαστρο του Κόμη Ορλόκ (Μπιλ Σκάρσγκαρντ), ο Νίκολας Χουλτ ο οποίος υποδύεται το σύζυγό της Τόμας, ο Άαρον Τέιλορ-Τζόνσον που ενσαρκώνει έναν πολύτιμο φίλο και ο Γουίλεμ Νταφόε, ο οποίος εμφανίζεται ως ένας ιδιότυπος Βαν Χέλσινγκ. Έγκερς, Ντεπ, Νταφόε και Χουλτ μίλησαν στο "α" με αφορμή την κυκλοφορία του "Νοσφεράτου" και μοιράστηκαν τα πάντα γύρω από την παραγωγή.
Κύριε Έγκερς, αν δεν κάνω λάθος, το "Νοσφεράτου" του Μουρνάου σας είχε συναρπάσει από όταν ήσασταν παιδί. Μάλιστα, κάποτε το είχατε μεταφέρει και στο θέατρο. Αλήθεια, έχετε αναρωτηθεί ποτέ τι είναι αυτό που σας έλκει στη συγκεκριμένη ιστορία;
Ρόμπερτ Έγκερς: Είναι, ειλικρινά, πολύ δύσκολο να απαντήσω… Είναι όμως γεγονός πως η ταινία είχε τεράστια επίδραση πάνω μου. Το πρώτο που μου έκανε εντύπωση ήταν η ερμηνεία του Μαξ Σρεκ και έπειτα το πώς ο Μουρνάου αφηγήθηκε την ιστορία του Δράκουλα σαν να ήταν παραμύθι. Στην πορεία, βέβαια, άρχισα να μαθαίνω όλο και περισσότερα για τον αποκρυφισμό και τη βαμπιρική μυθολογία της Ανατολικής Ευρώπης του 19ου αιώνα, όπως και για τις προόδους στην ιατρική και τη μελέτη της υστερίας που συνέβαιναν παράλληλα. Κοινώς, το "Νοσφεράτου" κάλυπτε πολλά από τα ενδιαφέροντά μου, έτσι το να γυρίσω μια δική μου εκδοχή αποτέλεσε το ιδανικό πλαίσιο για να εξερευνήσω θεματικές που ανέκαθεν κινητοποιούσαν τη φαντασία μου και με εξίταραν καλλιτεχνικά.
Άραγε συμμετείχε κανείς από την παράσταση στην ταινία;
Ρ.Ε.: Πολύ καλή ερώτηση, αλλά όχι. Ωστόσο, πάνω στο τζάκι του Όρλοκ υπάρχουν δύο ιππότες που μοιάζουν με αγάλματα. Ένα από αυτά ζωντανεύει και αρχίζει να κινείται. Στην πραγματικότητα, τους υποδύθηκαν τα δίδυμα αδέρφια μου!
Το φιλμ του ’22 αισθητικά είναι άρρηκτα συνδεδεμένο με τον εξπρεσιονισμό, αλλά η δική σας απόπειρα επιδεικνύει ένα πολυσυλλεκτικό ύφος. Αν θέλετε, μιλήστε μας λίγο για το πώς προσεγγίσατε την κινηματογράφηση.
Ρ.Ε.: Παρότι εργαστήκαμε κοπιωδώς για να πετύχουμε έναν ακριβή, προσεγμένο και άψογο φωτισμό, επιλέξαμε να έχουμε ως γνώμονα τις πηγές φωτός που θα χρησιμοποιούσαμε εάν είχαμε τη δυνατότητα να βρισκόμαστε στον τόπο και το χρόνο στον οποίο τοποθετείται το σενάριο. Έτσι, στις σκηνές του Βίσμπουργκ μιμηθήκαμε το φως των κεριών και των λυχνιών, ενώ στις ενότητες της Τρανσυλβανίας φωτίσαμε μόνο με κεριά και σεληνόφως. Γι’ αυτό θα προσέξατε ότι τα πλάνα είναι σχεδόν ασπρόμαυρα, αλλά όχι απόλυτα, όπως ακριβώς αντιλαμβάνεται και το μάτι τον νυχτερινό ουρανό.
Κυρία Ντεπ, στην ταινία σάς βλέπουμε σε πολλές, πραγματικά ανατριχιαστικές σκηνές. Πώς ήταν για εσάς ως διαδικασία;
Λίλι-Ρόουζ Ντεπ: Πολύ έντονες, όμως, ήμουν προετοιμασμένη ψυχολογικά, διότι γνώριζα εκ των προτέρων πως θα αποτελούσαν σημαντικό κομμάτι του γυρίσματος. Μαζί με τον Ρόμπερτ δουλέψαμε εντατικά για να καθορίσουμε από κοινού πώς θα γυρίζονταν, με τη βοήθεια, επίσης, ενός ειδικού στην κινησιολογία. Μαζί βρήκαμε τον τρόπο, όχι μόνο να σωματοποιηθεί το ψυχικό άλγος της Έλεν, αλλά και το πώς θα αντεπεξέλθω ερμηνευτικά στη δυσκολία των συγκεκριμένων σκηνών, καθώς ήταν εξαιρετικά απαιτητικές τεχνικά. Με την ευκαιρία, οφείλω να εκφράσω την ευγνωμοσύνη μου στην ομάδα της παραγωγής, γιατί με στήριξαν κάθε λεπτό χωρίς περιστροφές, αναγνωρίζοντας πόσο κουραστικές μπορεί να γίνονταν ενίοτε οι λήψεις.
Μιας και το αναφέρατε, δεν μπορώ να προσπεράσω ένα στιγμιότυπο όπου βρίσκεστε με την πλάτη στην κάμερα, αλλά από το πώς κινείστε αδιόρατα φαίνεται σαν κάτι να σας καταβάλλει και να σας στοιχειώνει εκείνη τη στιγμή.
Λ.Ρ.Ν.: Κατάλαβα ακριβώς σε τι αναφέρεστε και το εκτιμώ βαθιά που το παρατηρήσατε. Παρότι ομολογουμένως είναι κάτι σχετικά αμελητέο σεναριακά, για την εξέλιξη του χαρακτήρα μου σημαίνει πολλά. Κατά κάποιον τρόπο ολοκληρώνεται η μετατροπή της σε κάτι βλοσυρό που την κυριεύει, σαν η εσωτερική πάλη που έδινε για να αμυνθεί μέχρι εκείνη τη στιγμή να καταρρέει. Στο μυαλό μου, αν αυτά που βιώνει συνέβαιναν σήμερα θα τα αντιμετωπίζαμε τελείως διαφορετικά. Θα είχε πρόσβαση σε ψυχολογική υποστήριξη για παράδειγμα, θα υπήρχαν περισσότεροι άνθρωποι που θα την καταλάβαιναν, δεν θα ένιωθε τόσο μόνη. Ωστόσο, για να επιστρέψω στο σχόλιό σας, δεν θα κατάφερνα να αποδώσω στο βάθος που επιθυμούσα το ρόλο, εάν δεν έκανα πολύμηνες και εξαντλητικές πρόβες. Χρειάστηκε να επενδύσω πολύ χρόνο και υπομονή ώστε να μάθω να στέκομαι σωστά, να αναπνέω εύστοχα, να κρατάω δυνάμεις, να προστατεύω την ψυχολογία μου και πολλά ακόμα, τα οποία με προετοίμασαν κατάλληλα για τη συνέχεια. Αντιλαμβάνομαι πως μπορεί να μην ακούγεται σαν κάτι σπουδαίο, όμως, όταν πρέπει να παίξεις φορώντας κορσέ, εντρυφώντας σε αρνητικά συναισθήματα κ.λπ., οι προκλήσεις αυξάνονται κατακόρυφα.
Πώς θα σχολιάζατε τη σχέση της με τον Κόμη Όρλοκ;
Λ.Ρ.Ν.: Την αντιμετώπισα σα μια μεταφορά για όλα όσα κάνουν Έλεν να νιώθει ντροπή. Γιατί ταυτόχρονα έλκεται, αλλά και νιώθει αποστροφή για εκείνον. Για αυτό το λόγο ζώνεται από ενοχές που την απομονώνουν από τους υπόλοιπους και αδυνατεί να συμφιλιωθεί με τον εαυτό της.
…όχι πως τα πράγματα ήταν πολύ ευκολότερα για εσάς κ. Χουλτ.
Νίκολας Χουλτ: Πράγματι! Αυτό που προσωπικά έχω να θυμάμαι είναι το πόσο μαγικά δείχνουν τα πλάνα που γυρίστηκαν στην Τρανσυλβανία, παρά το γεγονός πως, στην ουσία, απεικονίζουν την κατάδυση του Τόμας στο έρεβος. Τα σκηνικά είχαν κατασκευαστεί με τόση προσοχή και επιμέλεια, που ενέτειναν την αίσθηση πως αυτός ο άντρας δεν οδεύει απλώς προς κάτι επικίνδυνο, αλλά έλκεται μοιραία από το σκότος. Ας πούμε, τη στιγμή που καταφθάνει η άμαξα και επιβιβάζομαι, δίνεται η εντύπωση πως αιωρούμαι. Στην πραγματικότητα βρισκόμουν πάνω σε ένα μηχανισμό, παρ’ όλα αυτά, μοιάζει σαν κάτι αόρατο να με τραβάει προς τα μέσα, σαν να μην είχα καμία άλλη επιλογή.
Νιώσατε την ανάγκη να δείτε ξανά τις παλαιότερες ταινίες προτού ξεκινήσετε τη δουλειά για τον Έγκερς;
Λ.Ρ.Ν.: Εγώ ναι! Ο Ρόμπερτ θα έκανε κάτι τελείως διαφορετικό, αλλά ως σινεφίλ είχα πολλή όρεξη να βυθιστώ ξανά σε αυτό το σύμπαν. Επομένως, τις παρακολούθησα και μόνο για την ψυχαγωγία που προσφέρουν όντας σπουδαία φιλμ. Δεν μπορώ να μη μείνω άναυδη, για παράδειγμα, με την ερμηνεία της Ιζαμπέλ Ατζανί, τη λατρεύω. Μου φαίνεται αδιανόητο πως έχουμε παίξει τον ίδιο ρόλο. Πώς ήταν για εσένα, Νίκολας;
Ν.Χ.: Κι εγώ, κι εγώ. Είμαι μεγάλος θαυμαστής των εκδοχών του Μουρνάου και του Χέρτζογκ, οπότε αυτήν τη φορά έδωσα περισσότερη προσοχή στα τεχνικά κομμάτια, πώς στήθηκαν τα κάδρα, πώς εξελίσσεται το μοντάζ, σε μια απόπειρα να αντιληφθώ τη δημιουργία τους λίγο βαθύτερα. Είναι μια διαδικασία που σου προκαλεί έμπνευση, άρα είναι χρήσιμη έτσι κι αλλιώς.
Από τη μεριά σας, κ. Νταφόε, πώς θα ορίζατε το σκηνοθετικό στιλ του Ρόμπερτ Έγκερς;
Γουίλεμ Νταφόε: Εικαστικά πανέμορφο, εκλεπτυσμένο, με αντισυμβατικό μοντάζ, βασισμένο σε εκτεταμένη έρευνα, δουλεμένο μέχρι την τελευταία λεπτομέρεια και ελπίζω με καλούς ηθοποιούς. (γέλια) Επιπλέον, μας φέρνει σε επαφή με ιστορίες από μια αλλοτινή εποχή οι οποίες, όμως, συνδέονται με το σήμερα. Μέχρι στιγμής έχουμε δουλέψει τρεις φορές με τον Ρόμπερτ, αλλά θα ήθελα πολύ να συνεργαστούμε ξανά. Το απολαμβάνω τρομερά γιατί σου δίνει διασκεδαστικά πράγματα να ερμηνεύσεις και, ταυτόχρονα, σε εισάγει σε έναν κόσμο τόσο πληθωρικό που μαθαίνεις να ψηλαφείς καινούργιες σκέψεις και συναισθήματα. Αυτό είναι, κιόλας, που με ενδιαφέρει ως ηθοποιό, να έρχομαι σε επαφή με καταστάσεις που βρίσκονται μακριά από τις προσωπικές μου εμπειρίες. Θα ήθελα να προσθέσω πως ο Ρόμπερτ είναι παντού στο σετ και έχει λόγο για το παραμικρό. Τίποτα δεν είναι διακοσμητικό, τα πάντα αποτελούν λειτουργικό κομμάτι του συνεκτικού οράματός του, οπότε δεν χρειάζεται να προσπαθήσεις για να παίξεις, απλώς το ζεις.
Ωστόσο, παλαιότερα ενσαρκώσατε και εσείς τον Μαξ Σρεκ στη "Σκιά του Βρικόλακα". Πως νιώθετε με την επιστροφή σε αυτό το σύμπαν;
Γ.Ν.: Πράγματι το έχω κάνει, αλλά ξέρετε, οι ταινίες μεταξύ τους, όπως και οι προθέσεις αποπίσω τους, είναι τόσο διαφορετικές… Σε κάθε περίπτωση, η αφετηρία είναι πως αγαπώ πολύ την ταινία του Μουρνάου, την οποία, φυσικά, γνώριζα πολύ πριν τη "Σκιά". Και δανείστηκα πάρα πολλά στοιχεία από αυτήν όταν ήρθε η ώρα να παίξω τον Μαξ. Ακόμη, επειδή φορούσα μάσκα μαζί με πολύ μακιγιάζ, η όλη εμπειρία μου θύμισε πόσο πολύ αλλάζεις σαν ηθοποιός κρύβοντας ή μεταβάλλοντας τα χαρακτηριστικά σου. Η μεταμφίεση σου δίνει μια ισχυρή ώθηση καθώς προσποιείσαι, κινείσαι διαφορετικά, μιλάς διαφορετικά, νιώθεις διαφορετικά, καταλήγεις να παίρνεις ενστικτώδεις αποφάσεις που δε θα σου περνούσαν ποτέ από το μυαλό. Όλα βρίσκονται στη φαντασία σου.
Από την άλλη, όταν ο Ρόμπερτ με προσέγγισε δεν κουβεντιάσαμε καθόλου το ενδεχόμενο να επαναλάβω τον ίδιο ρόλο. Αντιθέτως, κατευθείαν μου μίλησε για το φανταστικό χαρακτήρα που κατέληξα να υποδύομαι, τον οποίο, γνωρίζοντάς τον, είμαι βέβαιος πως θα ήθελε να ενσαρκώσει ο ίδιος εάν μπορούσε.
Πώς θα περιγράφατε τη συνεργασία σας με το υπόλοιπο cast;
Γ.Ν.: Την απόλαυσα γιατί όλοι τους είναι φουλ πωρωμένοι, οπότε ήμουν και εγώ ενθουσιασμένος. Μου έκανε εντύπωση πως ηθοποιοί όπως ο Νικ και ο Άαρον που είναι νέοι ηλικιακά, διαθέτουν μεγάλη εμπειρία ως ερμηνευτές. Έπειτα, σκεφτόμουν νωρίτερα προτού σας συναντήσω πως δεν υπάρχει ούτε ένας στη διανομή των ρόλων που να είναι αντιπαθής. Ο Ρόμπερτ έφτιαξε μια τέλεια ομάδα και το αναφέρω αυτό γιατί δε συμβαίνει πολύ συχνά μέχρι και ο τελευταίος συνάδελφός σου να είναι εντάξει σαν άνθρωπος πέρα από ταλαντούχος στη δουλειά του.
Μία από τις κομβικές θεματικές της αφήγησης αφορά τη μάχη ανάμεσα στην επιστήμη και τις μεταφυσικές πτυχές του κόσμου. Η μία πλευρά αφορά τη λογική και το μέλλον, η άλλη την παράδοση και το συναίσθημα. Πού πιστεύετε πως βρισκόμαστε σήμερα; Έχουμε χάσει επαφή με ό,τι μπορεί να υπάρχει πέρα από τα στενά όρια του ορθολογισμού;
Ρ.Ε.: Προσπαθώ να βρω μια απάντηση στα ερωτήματα που θέτετε μέσω των ταινιών μου. Το πρόβλημα είναι πως, αν αρχίσεις να πιστεύεις ότι κάτι άλλο, μυστικιστικό κι απόκρυφο υπάρχει εκεί έξω, πολύ γρήγορα το ενστερνίζεσαι. Γι’ αυτό και εγώ επιλέγω να κάνω τις πνευματικές εξερευνήσεις μου στην ασφάλεια του κινηματογράφου, γιατί διαφορετικά θα κατέληγα σε κάποιο ψυχιατρείο. (γέλια)
Πάντως, η απεικόνιση του Νοσφεράτου εδώ έχει ποιότητες αυθεντικού, πρωτόλειου ρομαντισμού πιστού στις παραδοσιακές λαϊκές αφηγήσεις.
Ρ.Ε.: Όντως, γιατί θέλαμε να δημιουργήσουμε κάτι καινούργιο, τιμώντας ταυτόχρονα όσα έχουν προηγηθεί. Δηλαδή, να μη μοιάζει με τον Δράκουλα του Φρανκ Λανγκέλα, ο οποίος φοράει απλώς ένα κοστούμι, αλλά να είναι ένα ζωντανό πτώμα, ένα πειστικό, απειλητικό βαμπίρ, που απηχεί εκείνο του Σρεκ. Η εμφάνιση του Νοσφεράτου σμιλεύτηκε από εμένα, το σχεδιαστή των προσθετικών Ντέιβιντ Γουάιτ και τον Φλορίν Λαζαρέσκου, έναν ακαδημαϊκό εξειδικευμένο στην τρανσυλβανική παράδοση. Αποδείχθηκε καθοριστικός για το τελικό αποτέλεσμα, αφού έκανε καίριες διορθώσεις που πρόσθεσαν ποιοτικές λεπτομέρειες στη δουλειά μας. Για παράδειγμα, επισήμανε πως τα στριγκόι [σ.σ.: πνεύματα που επιστρέφουν στη ζωή] είναι κοκκινοπρόσωπα, έτσι φροντίσαμε στα κοντινά πλάνα του Νοσφεράτου να υπάρχει αίμα στο δέρμα για να δίνεται η εντύπωση πως έχει μόλις τραφεί.
Το παρελθόν, εν τω μεταξύ, αποτελεί σταθερό σημείο αναφοράς στη φιλμογραφία σας.
Ρ.Ε.: Από παιδί, μου αρέσει όσο τίποτα να μαθαίνω για το παρελθόν, γιατί με βοηθάει να καταλαβαίνω καλύτερα πού βαδίζουμε και το ποιοι είμαστε σαν ανθρωπότητα. Το ευχαριστιέμαι τόσο που πιστεύω πως αν δε γινόμουν σκηνοθέτης θα ήμουν αρχαιολόγος. Για να απαντήσω, όμως, πιο συγκεκριμένα, θεωρώ ότι είναι ευκολότερο να κάνεις τρομακτικές ταινίες τοποθετώντας τες σε ένα περιβάλλον όπου ο κόσμος πίστευε ότι υπάρχουν μάγισσες, βρικόλακες κ.ο.κ. Ειδικά εάν μιλάμε για το σινεμά του τρόμου, το οποίο σε σημαντικό βαθμό βασίζεται σε λαϊκές παραδόσεις, μύθους και θρύλους. Η αναβίωση της δημοφιλίας του είδους που βιώνουμε τα τελευταία χρόνια το αποδεικνύει.
Αναρωτιέμαι, με δεδομένη τη σοβαρή ατμόσφαιρα του γυρίσματος, υπήρχε καθόλου περιθώριο για πλάκα, ώστε να αποφορτιστείτε κιόλας;
Ν.Χ.: Το αστείο είναι πως κατά τη διάρκεια της παραγωγής θυμάμαι να σκέφτομαι ότι δεν θα έχουμε απολύτως τίποτα αστείο να μοιραστούμε με τον Τύπο, διότι όλοι ήμασταν υπερβολικά αφοσιωμένοι στη δουλειά. Δεν υπονοώ πως δεν υπήρχαν στιγμές χαλάρωσης, ίσα ίσα, κάναμε βόλτες στην Πράγα, ξεκουραζόμασταν μαζί κ.ο.κ. Απλώς επειδή έπρεπε ο καθένας να δίνει τον καλύτερο εαυτό του συνέχεια, δεν προέκυπταν εύκολα οι συνθήκες να κάνουμε χαβαλέ.
Λ.Ρ.Ν.: Το πολύ πολύ κάποιος να πέταγε κάποιο ανέκδοτο στο άκυρο… (γέλια)
Περισσότερες πληροφορίες
Νοσφεράτου
Φιλόδοξος υπάλληλος σε μεσιτικό γραφείο, ο Τόμας Χάτερ ταξιδεύει από το Βίσμποργκ στην Τρανσυλβανία για να συναντήσει τον μυστηριώδη κόμη Όρλοκ. Ένα απέθαντο βαμπίρ, το οποίο στοιχειώνει τα όνειρα της γυναίκας του Τόμας, Έλεν.