Εάν βγήκε μία είδηση από την απονομή των βραβείων του 65ου Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης (31/10-10/11), αυτή ήταν πως πρωταγωνίστησαν οι νέοι Έλληνες δημιουργοί που βρίσκονται στην πρώτη ή τη δεύτερη ταινία τους. Φυσικά, η παραπάνω εξέλιξη δεν αποτελεί κάτι το σπάνιο, αφού ιστορικά η διοργάνωση παίζει κομβικό ρόλο στην ανάδειξη των εγχώριων σκηνοθετών. Η επιβράβευση της δουλειάς τους, όμως, μέσω των χρυσών αγαλματιδίων, επιτρέπει ένα σύντομο σχόλιο για το τι να περιμένουμε στο μέλλον, αλλά και πού βρισκόμαστε στο παρόν, σε μια φάση όπου για ακόμα μια φορά, ενώ το ελληνικό σινεμά είναι καλλιτεχνικά φορμαρισμένο και εμπορικά έχει επανακτήσει την εμπιστοσύνη του σινεφίλ κοινού, πλέει σε πελάγη γραφειοκρατικής - κυβερνητικής αβεβαιότητας.
Το πένθος ενώνει
Ένας απροσδόκητος θεματικός συνδετικός κρίκος αρκετών φιλμ αποδείχθηκε η απώλεια και το πένθος, έννοιες που αποδόθηκαν με ποιοτικά διαφορετικούς τρόπους κάθε φορά. Στο "Arcadia" του Γιώργου Ζώη -spoiler alert- παίρνει τη μορφή μιας βαθιά υποβλητικής όσο και απρόσμενης ιστορίας φαντασμάτων, η οποία διαθέτει στοιχειωτικές αρετές και τους πρωταγωνιστές Αγγελική Παπούλια και Βαγγέλη Μουρίκη σε ένα άψογο ταίριασμα. Θα έχετε την ευκαιρία να τους απολαύσετε στη μεγάλη οθόνη, καθώς η ταινία πρόκειται να κυκλοφορήσει τους επόμενους μήνες. Από την άλλη, στο αισθητικά αποστομωτικό "Αγαπούσε τα Λουλούδια Περισσότερο", ο σκηνοθέτης Γιάννης Βεσλεμές ("Νορβηγία") αφενός παραδίδει ένα άρτιο δείγμα genre κινηματογράφησης, κάτι μεταξύ Μπερτράν Μαντικό ("Τα Άγρια Αγόρια") και Νίκο Νικολαΐδη ("Singapore Sling"), αφετέρου εδώ το πένθος αποκτά διαστάσεις βίαια εφιαλτικού bad trip, όπως γράφαμε τις προάλλες. Σε πιο γήινη διάσταση, στο "Κυνήγι" του Χρήστου Πυθαρά η απώλεια είναι κάτι το άβολο και το υπόκωφο που τρώει τα σωθικά του πρωταγωνιστή του, τον οποίο ενσαρκώνει ο μη επαγγελματίας ηθοποιός Γιάννης Μπελής, ο οποίος αξιοποιείται εντυπωσιακά. Την ίδια ώρα, η σκηνοθεσία κρατά χαμηλά τους τόνους, μεγεθύνει τα συναισθήματα και κερδίζει το στοίχημα, παρότι λείπουν οι δραματουργικές εκπλήξεις. Αξίζει να αναφερθεί, επίσης, πως γύρω από ένα ξαφνικό θάνατο περιστρέφεται, επίσης, το "Wishbone" της Πέννυς Παναγιωτοπούλου ("Δύσκολοι Αποχαιρετισμοί: Ο Μπαμπάς μου"). Έντεκα χρόνια μετά το "September", η σκηνοθέτρια επιστρέφει με την ιστορία ενός άντρα που καλείται να σταθεί στο ύψος των περιστάσεων όταν χάνει τον αδερφό του.
Παγίωση του ελληνικού νεορεαλισμού
Έχουμε αναφέρει συχνά στο παρελθόν πως εάν υπάρχει μια άτυπη τάση στο post-weird wave τοπίο του εγχώριου κινηματογράφου, αυτή παίρνει τη μορφή του ελληνικού νεορεαλισμού. Ενός βαθιά ανθρωποκεντρικού σινεμά κοινωνικού προβληματισμού, που διαδραματίζεται συνήθως μακριά από τα αστικά κέντρα, στο οποίο έρχεται να προστεθεί το "Κρέας" του Δημήτρη Νάκου. Όπως σχολίασε στην ανταπόκρισή του ο Χρήστος Μήτσης, στο ντεμπούτο του ο σκηνοθέτης εξελίσσει το ύφος που ανέδειξε στις μικρού μήκους του για να ψυχογραφήσει τους ανθρωπότυπους της ελληνικής επαρχίας θίγοντας "τα κρυμμένα μυστικά και τα διαχρονικά αδιέξοδά της. Αποδεικνύεται φέρελπις δημιουργός με ιδέες, αλλά όχι όλες τους απολύτως πετυχημένες". Το "Κρέας" έφυγε με τρία βραβεία από τη Θεσσαλονίκη, πριν λίγους μήνες έκανε παγκόσμια πρεμιέρα στο Τορόντο, και σύντομα θα βρεθεί στις μαρκίζες.
Πολύτιμη φρεσκάδα
Δύο ακόμα "πρωτάρηδες" ξεχώρισαν στην απονομή όπου, μάλιστα, μοιράστηκαν από τέσσερα βραβεία. Από τη μία, ο Κωστής Χαραμουντάνης παρέδωσε την πιο αυθεντική ελληνική ταινία για φέτος, το "Κιούκα Πριν το Τέλος του Καλοκαιριού". Το φιλμ δεν υπακούει στις συνηθισμένες αφηγηματικές συμβάσεις, επιλέγοντας με αυτοπεποίθηση να σμιλέψει ένα προσωπικό τρόπο ανάπτυξης της δράσης, ο οποίος βασίζεται στο συνειρμό, το ένστικτο, τη προσγειωμένη ποίηση μα πρωτίστως στην αθωότητα. Σχολιάσαμε διεξοδικά το πώς τα καταφέρνει, σημειώστε ωστόσο πως, εκτός απρόπτου, κυκλοφορεί το 2025 με το άνοιγμα των θερινών. Δε θα μπορούσε και διαφορετικά, άλλωστε… Από την άλλη, ο Ορφέας Περετζής μετά από δύο ντοκιμαντέρ δοκιμάζεται στη μυθοπλασία συστήνοντάς μας στη "Ριβιέρα". Ένα εκτυφλωτικό δράμα απότομης ενηλικίωσης που βάζει πολλά στο πιάτο του, από τη σεξουαλική αφύπνιση, τη μελαγχολία του χαμένου ελληνικού καλοκαιριού και των αποσιωπημένων αναμνήσεων μέχρι την αστική αποξένωση, με αποτέλεσμα να οδηγείται σε ένα αξιοπρόσεκτο, πλην παραφορτωμένο άθροισμα.
Αντίστοιχα, παρά τις περιστασιακές στιγμές θαλπωρής, γλυκήτητας και χειροπιαστής ευαισθησίας, συνδυαστικά με την ικανότητά τους να κατασκευάζουν ένα σπάνιο και αυθύπαρκτο σύμπαν, εγκλωβίζονται στις προθέσεις τους και αποδεικνύονται άνισα τόσο το "Ποτάμι" (Χάρης Ραφτογιάννης) όσο και οι "Μαλδίβες". Δύο ταινίες που, παρόλα αυτά, επιδεικνύουν ειλικρινή ευαισθησία και μεστές ερμηνείες από τους πρωταγωνιστές τους Μάκη Παπαδημητρίου και Αντώνη Τσιοτσιόπουλο, αντίστοιχα. Κλείνουμε με μια αναφορά στο αυτοσαρκαστικό "Killerwood" (Χρήστος Μασσαλάς), το οποίο σατιρίζει έξυπνα τις μονομανίες του ελληνικού κινηματογράφου, όπως γράψαμε σε ανταπόκρισή μας.
Διαβάστε όλα τα νεοτερα για το 65ο Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης εδώ.