Τις προάλλες κατέβηκα στον Πειραιά για να δω μία από τις πιο σκληρές ταινίες, ή αντίστροφα τρυφερές, στην ιστορία του σινεμά. Είχα χρόνια να δω Κισλόφσκι. Λίγο πριν πεθάνει το ’96, ήταν ο απόλυτος βασιλιάς του ευρωπαϊκού κινηματογράφου. Αλλά μετά το θάνατό του, κάπως ξεχάστηκε. Νόμιζα πως τον είχα ξεχάσει κι εγώ.
Φέτος όμως το καλοκαίρι, επανεκδόθηκαν δύο μέρη από το "Δεκάλογο" –οι εκτενείς τους εκδοχές–, μια σειρά ισάριθμων επεισοδίων που είχαν προβληθεί στην πολωνική τηλεόραση το ’89-’90.
Είδα λοιπόν μετά από χρόνια τη "Μικρή ιστορία για έναν έρωτα". Την είδα δύο φορές. Η εμπειρία ήταν συντριπτική. Μπορεί την πρώτη φορά, στο "Όασις", να παρέμεινα ψύχραιμος, αλλά η προβολή στον "Ζέφυρο", λίγες μέρες αργότερα, με διέλυσε. Τελικά, μάλλον δεν υπάρχει αγάπη. Κι αν υπάρχει, είναι άπιαστη.
Είναι εξαιρετικά δύσκολο να κάνεις μια τόσο απλή ταινία και, ταυτόχρονα, εξίσου βαθιά. Ειδικά στις μέρες μας. Αυτήν τη σκέψη έκανα, ένα απόγευμα που περπατούσα στα Ιλίσια. Δεν ήταν καμιά σπουδαία σκέψη. Αλλά την έκανα.
Έτσι, εκείνο το βράδυ πήρα την μπλε γραμμή και κατέβηκα στο Δημοτικό Θέατρο. Έφτασα νωρίτερα κι έκανα μια βόλτα στη γύρω περιοχή. Ήταν καθημερινή, αλλά είχε κόσμο. Ήταν η ώρα που έκλειναν τα μαγαζιά. Ήταν φθινόπωρο, αλλά το φθινόπωρο δεν είχε έρθει αληθινά.
Όταν μπήκα στην αίθουσα του "Σινεάκ", προβάλλονταν τα τελευταία λεπτά από το σίκουελ του "Τζόκερ". Η φωτεινότητα του προτζέκτορα φαινόταν κάπως "πεσμένη".
Αλλά μαζί με τη λανθασμένη εντύπωση που είχα, πως κανείς θεατής δεν βρισκόταν εκεί για να παρακολουθήσει την ταινία, σε συνδυασμό μάλιστα με τη μυρωδιά που ήταν μαζεμένη στον αέρα του χώρου, κάτι μεταξύ πούδρας και υγρασίας, αισθάνθηκα ένα πρωτόγνωρο είδος ανησυχίας και μαζί θαλπωρής, καθώς μου ήρθαν αναμνήσεις από παλαιότερες προβολές, στην Αθήνα ή στα πρώτα Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης στα οποία είχα παρευρεθεί, στα μέσα της δεκαετίας του ’90, πριν ανοίξουν οι Αποθήκες στο λιμάνι, όταν οι προβολές πραγματοποιούνταν σ’ εκείνες τις παλιές, κρύες κι ετοιμόρροπες αίθουσες, σπαρμένες στην πόλη, που επέτρεπαν όμως μια συνενοχή ανάμεσα στους θεατές, μια κρυφή επικοινωνία που πλέον δεν μπορεί να υπάρξει, τουλάχιστον με τον ίδιο τρόπο, στις γεμάτες αίθουσες του Φεστιβάλ.
Ακόμα περισσότερο, όμως, θυμήθηκα εκείνη τη χρονιά που έτρεχα σε διάφορες κινηματογραφικές αίθουσες, ακροβολισμένες στο Παρίσι ή στις παρυφές των προαστίων, για να δω καμιά ταινία του Κρις Μαρκέρ ή κάποιο αφιέρωμα στον Φασμπίντερ (και μετά η επιστροφή στη σοφίτα, σ’ ένα άδειο βαγόνι, μεσάνυχτα, με λίγο φόβο).
Θυμήθηκα επίσης ένα πρωινό που είχα χωθεί σε μια αίθουσα, κοντά στην πλατεία Ρεπιμπλίκ, για να δω τις ταινίες του Γιόχαν Φαν Ντερ Κέκεν που μόλις είχα ανακαλύψει. Τότε έβλεπα τους κινηματογράφους σαν προσωρινό καταφύγιο από την αληθινή ζωή και όχι όπως θα τους δουν οι αρχαιολόγοι του μέλλοντος: σαν πυραμίδες με χαραγμένες εικόνες, αντί για ιερογλυφικά.
Η αίθουσα του "Σινεάκ" μού φάνηκε τεράστια, σχεδόν αχανής. Και καθώς παρακολουθούσα, παρέα με καμιά δεκαριά άτομα, τη "Μικρή ιστορία για ένα φόνο", καθισμένος στο κόκκινο κάθισμά μου, συνειδητοποίησα πως είχαν διασωθεί στη μνήμη μου ελάχιστα πράγματα: το πρόσωπο του νεαρού δολοφόνου, ο ταξιτζής και η σκηνή του φόνου, αλλά όχι η μανία του Κισλόφσκι να την περιγράψει με κάθε λεπτομέρεια, όπως και την εκτέλεση δι’ απαγχονισμού του φονιά, λες και ήθελε να μας λυτρώσει από κάτι από το οποίο δεν πρόκειται ποτέ να λυτρωθούμε: από τον τρόμο του θανάτου.
Όταν τέλειωσε η ταινία, δεν σηκώθηκα μέχρι να πέσουν οι τίτλοι τέλους. Τα φώτα είχαν ανάψει, η αίθουσα αμέσως άδειασε και μετά είδα έναν ηλικιωμένο κύριο να έρχεται από το σημείο που βρισκόταν η οθόνη και να με πλησιάζει. Στην αρχή φοβήθηκα. Αλλά μετά διαπίστωσα πως το μόνο που ήθελε ήταν να κλείσει τον κλιματισμό που λειτουργούσε ακριβώς πίσω μου. Ανέβηκα τα σκαλιά, βγήκα στον πεζόδρομο κι έτρεξα να προλάβω το τελευταίο μετρό. Το βαγόνι ήταν άδειο. Αλλά δυστυχώς δεν έμενα πια σε σοφίτα. Δεν έμενα πουθενά.