Με τη συνηθισμένη φόρα που γεμίζει κάθε φορά τις αίθουσές του ξεκίνησε και το φετινό διεθνές φεστιβάλ της συμπρωτεύουσας, το οποίο σήκωσε αυλαία την Πέμπτη 31/10 με τη βιογραφική "Maria" του Πάμπλο Λαραΐν. Ο σκηνοθέτης της και η πρωταγωνίστριά της Αντζελίνα Τζολί δεν μπόρεσαν να παραβρεθούν, σε αντίθεση με τους συντελεστές της "Επιστροφής", τους λαμπρότερους προσκεκλημένους της φετινής διοργάνωσης. Ο Βρετανός Ρέιφ Φάινς και η Γαλλίδα Ζιλιέτ Μπινός πρωτοσυναντήθηκαν επί οθόνης στα "Ανεμοδαρμένη Υψη" (1992) του Πίτερ Κοσμίνσκι και κατόπιν στον "Άγγλο Ασθενή" (1996). Η τρίτη τους φορά είναι στην τελευταία ταινία του Ουμπέρτο Παζολίνι ("Για Πάντα Κοντά σου"), μια πιστή όσο και ενδιαφέρουσα διασκευή των τελευταίων ραψωδιών της "Οδύσσειας" την οποία ήρθαν για να παρουσιάσουν στην Θεσσαλονίκη. Έτσι, πρώτα παραβρέθηκαν στην προβολή του οσκαρικού love story του Άντονι Μινγκέλα, όπου τιμήθηκαν με τον Χρυσό Αλέξανδρο, μίλησαν ειλικρινά συγκινημένοι ο ένας για τον άλλον και αποκάλυψαν τις ελληνικές επιρροές τους. Ο Φάινς αναφέρθηκε στον Όμηρο και στους αρχαίους τραγικούς, με την Μπινός να εκπλήσσει όλους αναφέροντας: "Οι ουρανοί και οι θάλασσές σας είναι μια έμπνευση στη ζωή μου, στις ζωές όλων μας. Οι σκέψεις και οι λέξεις σας, μέσω του Σοφοκλή, του Ομήρου, των αρχαίων φιλοσόφων σας και των αγίων σας, ειδικά του Αγίου Παΐσιου, τροφοδοτούν τη διαδρομή μου".
Στη χώρα μας συνεχίζουμε βέβαια να φιλοσοφούμε, καθώς την κληρονομιά των αρχαίων ημών προγόνων ακολουθούν και πολλοί σύγχρονοί μας. Ανάμεσά τους και ο Στράτος Τζίτζης ("Η Αγάπη Είναι Ελέφαντας", "Σώσε με"), ο οποίος χωρίς να αναζητά credit ακαδημαϊκού στοχαστή έχει εκδώσει το δοκιμιακό "Έχω κάτι να πω...", το οποίο τον ενέπνευσε για την ομότιτλη ταινία. Σ' αυτήν ο Στράτος Τζίτζης σκηνοθετεί τον Αντίνοο Αλμπάνη, ο οποίος υποδύεται τον... Σταύρο Τζίτζα, κινηματογραφικό δημιουργό ο οποίος θέλει να εκδώσει τις φιλοσοφικές σκέψεις του. Η αυτοαναφορά είναι υπερβολική, αλλά γουστόζικη, τα μετα-σχόλια άνισα, το κωμικό τέμπο εύρυθμο, οι ερμηνείες ασυντόνιστες μεταξύ τους (ο Αλμπάνης, πάντως, έχει δουλέψει πολύ να φτιάξει έναν πειστικό χαρακτήρα) και ο αυτοσαρκασμός άλλοτε πετάει σπίθες, όπως στο ξεκαρδιστικό φινάλε, κι άλλοτε "καταπίνει" τη σάτιρα, κάνοντας τις περιπέτειες του ήρωα να μοιάζουν με παιδιαρίσματα ενός αφελή αμπελοφιλόσοφου.
Αφελής είναι και ο πρωταγωνιστής (Γιάννης Νιάρρος) του "Brando With a Glass Eye", σκηνοθετικό ντεμπούτο του Αντώνη Τσώνη. Ένας ηθοποιός της (δικής του) Μεθόδου, ο οποίος οργανώνει με τον αδελφό του μια ληστεία, στην οποία τραυματίζεται ένας περαστικός. Θύτης και θύμα θα γίνουν τελικά φίλοι, αλλά η ταινία δεν ξεκαθαρίζει μέχρι τέλους το αφηγηματικό στιλ και τις δραματικές προθέσεις της, τσιμπολογώντας σινεφίλ αναφορές (από το φιλμ νουάρ ως τον Κασσαβέτη) και αναδεικνύοντας τη νυχτερινή Αθήνα ως τη μόνη ενδιαφέρουσα ηρωίδα αυτού του ημιτελούς σινε-σχολίου περί ζωής και τέχνης, αναπαράστασης και πραγματικότητας.
Πιο προσγειωμένος, ο Χρήστος Πυθαράς ("Ευτυχία") κρατά χαμηλούς τόνους, διηγείται με αποτελεσματική λιτότητα και σεναριογραφεί με στοχευμένη οικονομία. Το "Κυνήγι" του, ιστορία ενός μοναχικού μεσήλικα (ο ερασιτέχνης Γιάννης Μπελής) ο οποίος προσπαθεί να προσανατολιστεί όχι μέσα στο δάσος, στο οποίο αισθάνεται σαν στο σπίτι του, αλλά σε μια αστική ζούγκλα όπου τα ζώα ειναι οι φίλοι του και οι άνθρωποι οι εχθροί του. Ο Πυθαράς νιώθει το αδιέξοδό του, αλλά δεν το μεγαλοποιει ούτε το στιλιζάρει. Το περιγράφει με ορθογραφημένη, αν και μάλλον υπερβολική απλότητα, σε ένα περιορισμένων κινηματογραφικών διαστάσεων (ψυχολογικό και κοινωνικό) δράμα το οποίο γνωρίζει πολύ καλά τα όριά του.