Σύμφωνα με τα επίσημα στατιστικά του Φεστιβάλ των Καννών, στην ιστορία του θεσμού δεκατρείς Αμερικανοί σκηνοθέτες έχουν βραβευτεί με Χρυσό Φοίνικα. Εξ αυτών δύο γουχαΐστηκαν ηχηρά, ο Ντέιβιντ Λιντς το 1990 για την "Ατίθαση Καρδιά" και ο Κουέντιν Ταραντίνο το 1994 για το "Pulp Fiction". Ο τελευταίος, μάλιστα, δεν δίστασε να υψώσει το μεσαίο δάχτυλο σε μια παρευρισκόμενη που διαμαρτυρόταν έντονα, προτού παραλάβει το πολυπόθητο βραβείο. Αρκετά χρόνια μετά, παρότι δεν ξεσήκωσε "γηπεδικές" διαμαρτυρίες, το 2011 δίχασε σοβαρά η βράβευση του κορυφαίου, κατά τα άλλα, Τέρενς Μάλικ για το "Δέντρο της Ζωής". Όλοι, όμως, πανηγύρισαν, όταν νικητής του φετινού Χρυσού Φοίνικα ανακηρύχθηκε ο Σον Μπέικερ με το "Anora".
Η απονομή ήρθε ένα χρόνο προτού ο δημιουργός συμπληρώσει είκοσι πέντε χρόνια ενεργής δράσης, διάστημα στο οποίο, μεθοδικά, ανέπτυξε μια φιλμογραφία βασισμένη στον ανεπιτήδευτο ρεαλισμό και στις ιστορίες αφανών λαϊκών ηρώων που ο ίδιος αντιμετώπιζε ως ελαττωματικούς αγίους. Παράλληλα, όλο αυτό το διάστημα ο Μπέικερ δεν έκανε εκπτώσεις στο ύφος του, διατηρώντας μια υγιή απόσταση από οποιαδήποτε έννοια φήμης, ακόμα και όταν είδε το "Florida Project" να διεκδικεί το Όσκαρ β΄ ανδρικού ρόλου (Γουίλεμ Νταφόε). Τι έκανε αμέσως μετά; Παρέδωσε το πιο σκοτεινό φιλμ του ("Red Rocket"), όπως θα δούμε παρακάτω, ρισκάροντας να αποξενώσει μερίδα του κοινού που τον έμαθε μέσα από την προηγούμενη, τρυφερή όσο και μαζικά προσβάσιμη ταινία του. Έτσι, λοιπόν, όταν δεν "λόγκαρε" τίτλους στο δημοφιλές προφίλ του στο Letterboxd, ο 53χρονος από το Νιου Τζέρσι συνέχιζε να φαντάζει στις σινεφίλ συνειδήσεις ως σκηνοθέτης που ισορροπεί ιδανικά μεταξύ ανεξάρτητου, "ψαγμένου" αν θέλετε, και ευρείας απήχησης σινεμά, την ώρα που οι αφηγήσεις του παρέμεναν οικείες μεν, απροσδόκητες, πολύπλοκες, ακόμα και άβολες δε. Υπό αυτή την έννοια, στην Κρουαζέτ πολλοί ένιωσαν πως ο Χρυσός Φοίνικας πήγε σε "έναν από εμάς".
Χωρίς το "Anora" να είναι η σπουδαιότερη στιγμή του Μπέικερ, κακά τα ψέματα, η επικράτησή του στις Κάννες συνιστά ύψιστη δικαίωση για τον ίδιο. Ταυτόχρονα, επισφραγίζει την καλλιτεχνική αξία μιας φιλμογραφίας που υπηρετούσε πάντα το μη προνομιούχο και την πληθωρική κινηματογραφική ψυχαγωγία. Με έναν τρόπο, επίσης, μοιάζει να υπενθυμίζει ότι δημιουργοί σαν εκείνον –ανεξάρτητοι και ανθρωπιστές με την ουσιαστική έννοια του όρου– ολοένα και λιγοστεύουν, σε μια εποχή που το σινεμά έχει απεγνωσμένη ανάγκη από αυθεντικότητα.
Από τον πάτο στ’ αστέρια
Απόφοιτος της κινηματογραφικής σχολής του Πανεπιστημίου της Νέας Υόρκης, στα τέλη των 90s ο Μπέικερ ήταν κάθε άλλο παρά σίγουρος πως θα ακολουθούσε μια καριέρα στο χώρο του θεάματος. Η αμείλικτα ανταγωνιστική βιομηχανία, εξάλλου, δείχνει συχνότερα τα δόντια της στους νέους παρά καλωσορίζει το καινούργιο, έτσι και ο πτυχιούχος σκηνοθέτης, όπως οι περισσότεροι συμφοιτητές του, χρειάστηκε να κάνει ό,τι να ’ναι δουλειές για να επιβιώσει. Συγκεκριμένα, έχει δηλώσει πως εργαζόταν ως μοντέρ βίντεο για γάμους και εταιρείες, δίχως να διστάζει να βγάζει λεφτά ως "πειρατής". Σε συνέντευξή στο "Creative Independent" αναφέρει ότι στο σπίτι του είχε περίπου δέκα VCR για να αντιγράφει ταινίες σε κασέτες τις οποίες, έπειτα, πουλούσε για τα προς το ζην. Με αυτόν τον τρόπο επινόησε και έναν παράδοξο τρόπο να μη χάνει επαφή με τα τεκταινόμενα στο Χόλιγουντ. Κάπως έτσι κατάφερε όχι μόνο να χρηματοδοτήσει το ντεμπούτο του, τη μάλλον αποκηρυγμένη σήμερα καφρο-κωμωδία "Four Letter Words" (2000), αλλά και να πιάσει δουλειά στην "καμένη" σειρά "Greg the Bunny", όπου αντί για ηθοποιούς πρωταγωνιστούσαν ζωόμορφες κούκλες.
Η δημιουργική πλην όμως δύσκολη πρώιμη φάση του Μπέικερ οδήγησε στη συν-σκηνοθεσία με τον Σιχ Τσινγκ-Τσου του αποστομωτικού "Take Out" (2004). Ενός ψυχωμένου φιλμ για τους απανταχού μετανάστες δίχως χαρτιά, τους εργαζομένους οδηγούς-μεταφορείς φαγητού υπό αντίξοες συνθήκες (μην παραγγέλνετε λέμε άμα βρέχει), το οποίο έθεσε τις υφολογικές βάσεις για τις μετέπειτα δουλειές του. Δηλαδή, μια προσέγγιση με υλικά τη χειροποίητα ατημέλητη εικόνα και την ντοκιμαντερίστικη λογική που απηχεί το σινεμά βεριτέ, η οποία τοποθετεί στο επίκεντρο έναν ήρωα ο οποίος το μόνο που ζητάει είναι σεβασμό στην αξιοπρέπειά του.
Προλέτ κουλτ
Σε μια παρόμοια μοίρα βρίσκεται ο κεντρικός ήρωας του αγωνιώδους "Prince of Broadway" (2008): ένας πωλητής κάλπικων προϊόντων ρουχισμού από τη Δυτική Αφρική, ο οποίος βρίσκεται ξαφνικά να κρατά στην αγκαλιά του ένα βρέφος που η πρώην του ισχυρίζεται πως του ανήκει. Αυτό που ακολουθεί είναι ένας δαίδαλος πανικού και αβεβαιότητας, με περιστασιακά κωμικά διαλείμματα, καθώς ο πρωταγωνιστής, ένας άντρας δίχως ευθύνες περιτριγυρισμένος από απομιμήσεις, καλείται τώρα να διαχειριστεί μια αναμφισβήτητη αλήθεια και να ενηλικιωθεί απότομα. Αυτήν τη σχέση γονεϊκότητας με νεαρούς ανθρώπους που δεν μπορούν καλά καλά να συντηρήσουν τους εαυτούς τους, "παιδιά που γεννάνε παιδιά" που λέει κι ο στίχος, τη συναντάμε και στο γλυκόπικρο "Florida Project". Εκεί δεν βρισκόμαστε σε μια μητρόπολη, αλλά σε ένα αδιάφορο μοτέλ με φόντο την Ντίσνεϊλαντ όπου μια 22χρονη μητέρα παλεύει να αναθρέψει την κόρη της. Ο Μπέικερ δεν εξωραΐζει καταστάσεις, αλλά ούτε και υπερβάλλει περιγράφοντας τις κακουχίες που βιώνουν οι ήρωές του, υιοθετώντας μια ευαισθησία αντίστοιχη του ιταλικού νεορεαλισμού. Έτσι, παραδίδει μια ειλικρινή καταγραφή του αμερικανικού περιθωρίου, όπου η αναντίρρητη δυσκολία της καθημερινότητας, μια ρουτίνα ανυπέρβλητης αβεβαιότητας, αποκτά ένα ουσιώδες συναισθηματικό αντίβαρο στην αποδοχή της ανάγκης για συνύπαρξη.
Το σεξ είναι μια άλλη ιστορία
Γενικώς στη φιλμογραφία του Μπέικερ οι έννοιες του καλού και του κακού βρίσκονται σε διαρκή διάλογο, σαν μια υπενθύμιση πως κανείς δεν έχει την τέλεια ηθική πυξίδα και πως η ανθρώπινη ψυχή είναι γεμάτη αντιφάσεις. Πουθενά δεν αρθρώνεται ο παραπάνω προβληματισμός πιο έντονα απ’ ό,τι στις ταινίες του Αμερικανού δημιουργού που αφορούν τις σεξουαλικές σχέσεις και τη σεξεργασία. Στο γυρισμένο με iPhone "Tangerine", το πιο πλήρες έργο του σκηνοθέτη, ένας χωρισμός την παραμονή των Χριστουγέννων γίνεται αφορμή για ένα πληθωρικό πορτρέτο του αφανούς Χόλιγουντ και της τρανς κοινότητας, διαθέτοντας τη μεθυστική ενέργεια των σκορσεζικών "Κακόφημων Δρόμων". Το σεξ βρίσκεται στο φόντο σαν εκκρεμότητα και άλλοτε υπεισέρχεται σε γκρο πλάνο σαν άλλη μία κοινότοπη, μορφή εργασίας, όπως στο "Starlet" (2012) και το "Red Rocket" (2021). Στη μία περίπτωση, η ενασχόληση της κεντρικής ηρωίδας με το πορνό είναι δευτερευούσης σημασίας, ενώ στην άλλη ο πορνοστάρ του πρωταγωνιστή Σάιμον Ρεξ συνιστά μια αφορμή για το ψυχογράφημα μιας ζοφερής διαστροφής με τέτοια ενσυναίσθηση που μένεις άναυδος. Το φετινό "Anora" έρχεται να προστεθεί στην παραπάνω αντιστοιχία, αφού αφηγείται την ιστορία μιας μοντέρνας Σταχτοπούτας· Μιας στρίπερ (Μάικι Μάντισον) που βρίσκει τη δική της "κολοκύθα" συνάπτοντας γάμο - αστραπή με ένα Ρώσο πάμπλουτο γόνο προτού, φυσικά, όλα καταρρεύσουν. Διασκεδαστικό ως προς το χιούμορ του και με σαρωτικό ρυθμό, το "Anora" δεν απογοητεύει, αλλά ούτε και ξεσηκώνει δεδομένης της φούριας του. Ο Μπέικερ για πρώτη φορά μοιάζει να επαναλαμβάνεται, αλλά κυρίως να εξωτικοποιεί καταστάσεις, κάτι που αφήνει μια πικρή επίγευση αν αναλογιστούμε το νοιάξιμο με το οποίο κατασκευάζει διαχρονικά τους κόσμους του. Παράπονο που δεν αναιρεί τη συνολική αξία ενός πολύτιμου δημιουργού.
Περισσότερες πληροφορίες
Anora
Η Ανόρα, μια νεαρή σεξεργάτρια από το Μπρούκλιν, παντρεύεται παρορμητικά τον απερίσκεπτο γιο ενός Ρώσου ολιγάρχη. Μόλις, όμως, το μαθαίνουν οι γονείς του, καταφθάνουν επειγόντως στη Νέα Υόρκη για να ακυρώσουν το γάμο.