Τον περασμένο Αύγουστο έτυχε να βρίσκομαι στο Δουβλίνο, όπου έπρεπε να ψάξεις με το κυάλι για να βρεις κάποιο μπαρ που δεν έπαιζε τους Ολυμπιακούς Αγώνες. Σε ένα από αυτά και με φόντο έναν αγώνα στίβου, ο ντόπιος φίλος που με φιλοξενούσε μοιράστηκε μαζί μου μια πολύ πρόσφατη ιστορία. Έπινε τις μπύρες του σε μια παμπ, όταν στην ανακήρυξη του ιρλανδικού εθνικού ύμνου, εξαιτίας μιας απονομής μεταλλίου, ένας γνωστός του από το Μπέλφαστ σηκώθηκε και άρχισε να γιουχάρει. Απορημένοι παρά αποσβολωμένοι, ως δια μαγείας οι παρευρισκόμενοι αντέδρασαν ψύχραιμα, του είπαν να χαλαρώσει και τον κέρασαν μια Guinness, σε μια κλασική επίδειξη δουβλινέζικης φιλίας. Ο τύπος μπορεί να ήταν γραφικός, ίσως και λιγάκι σουρωμένος, η αντίδρασή του, ωστόσο, είναι ενδεικτική του διαχωρισμού που εξακολουθεί να υπάρχει μεταξύ Βορρά και Νότου στο νησί. Μπορεί να έχουν περάσει 26 χρόνια από τη Συμφωνία της Μεγάλης Παρασκευής και η περίοδος των Ταραχών να βρίσκεται δεκαετίες μακριά πια, όμως, οι ουλές από τα παλιά τραύματα παραμένουν εμφανείς.
Εξ ου και συνιστά απόφαση με χειροπιαστό ρίσκο να αποφασίζεις, σήμερα, να σχηματίζεις μια μπάντα που τραγουδά χιπ χοπ στα ιρλανδικά, γλώσσα περίπου απαγορευμένη στον τόπο σου, μένοντας στο αφιλόξενο Δυτικό Μπέλφαστ. Οι Kneecap όχι απλά το έκαναν, αλλά γύρισαν μια ομώνυμη ταινία για τις ζωές τους, κατάφεραν να έχουν τον Μάικλ Φασμπέντερ στην παραγωγή και στις αρχές του καλοκαιριού να κυκλοφορήσουν ένα σπουδαίο δίσκο ("Fine Art"). Από τότε μέχρι σήμερα περιοδεύουν ανά τον κόσμο τραγουδώντας για τις κραιπάλες, τη μητροπολιτική βία και την αποικιοκρατική καταπίεση, υιοθετώντας μια εξεγερσιακή συμπεριφορά που σπανίζει επικίνδυνα στο σύγχρονο μουσικό τοπίο. Όλα αυτά, διατηρώντας μια ζηλευτή ισορροπία ανάμεσα στη σοβαρότητα και το χαβαλέ, κάτι που αποδεικνύεται στο κινηματογραφικό "Kneecap", τη με διαφορά πιο διασκεδαστική ταινία της χρονιάς.
Για όλα αυτά είχα την ευκαιρία να συζητήσω μέσω Zoom με τα μέλη του συγκροτήματος, τους Móglaí Bap, Mo Chara και DJ Próvaí, κουβέντα που έγινε με τον πρώτο να τρώει το καρπούζι του και τον τελευταίο φορώντας τη χαρακτηριστική τρικολόρ μπαλακλάβα του, στα χρώματα της ιρλανδικής σημαίας. Εγώ συνέχισα να πίνω τον καφέ μου, προστατεύοντας τον επαγγελματισμό της περίστασης.
Έχω την εντύπωση πως από την αρχή του 2024 βρίσκεστε σε διαρκή αναβρασμό. Πρώτα η περιπετειώδης πρεμιέρα της ταινίας στο Σάντανς, μετά η κυκλοφορία του "Fine Art" και έκτοτε μια εκτεταμένη περιοδεία για την προώθηση του δίσκου. Έχετε προλάβει καθόλου να μεταβολίσετε την επιτυχία σας, αλλά και όλα όσα έχετε ζήσει αυτούς τους μήνες;
Καθόλου στην πραγματικότητα. Αυτό, όμως, δεν σημαίνει ότι δεν απολαμβάνουμε τα πράγματα που μας συμβαίνουν, γιατί μερικά από αυτά δεν θα τολμούσαμε ποτέ να τα φανταστούμε, όπως το ότι κερδίσαμε το βραβείο κοινού στο Σάντανς, ότι εμφανιστήκαμε στην εκπομπή του Τζίμι Φάλον, ότι κάναμε τις πιο μεγάλες συναυλίες μας έως τώρα ή ότι πρόσφατα ο Έλτον Τζον μας συμπεριέλαβε στο podcast του [σ.σ.: "Rocket Hour"]. Μας έχει δοθεί η ευκαιρία να γνωρίσουμε κι άλλους τέτοιους ανθρώπους, καλλιτέχνες που θαυμάζαμε μεγαλώνοντας, έτσι συχνά βρισκόμαστε σε κάτι σουρεαλιστικές παρέες. Έπειτα, μέσα σε όλη την τρέλα υπάρχουν στιγμές ηρεμίας. Για παράδειγμα, όταν ήμασταν στη Γιούτα, κάναμε σκι για πρώτη φορά στη ζωή μας! Στην τελική αυτά είναι που μετράνε, γιατί αν παρασυρθείς από τη φούρια της συγκυρίας ξεχνάς να εκτιμάς το τι έχεις. Επιπλέον, αν πρέπει να είμαστε τελείως ειλικρινείς, κάποιες φορές θέλουμε απλά να πέσουμε για ύπνο.
Ξέρω ότι η επόμενη ερώτησή μου είναι τελείως κλισέ, αλλά, αλήθεια, δεν χωράει ο νους μου το πώς ξεκινάς καν να σκέφτεσαι "α, πώς θα ήταν να γύριζα μια ταινία για το συγκρότημά μου";
Ούτε εμείς το διανοηθήκαμε ποτέ! Όλα ξεκίνησαν από μια ιδέα του σκηνοθέτη Ριτς Πέπιατ, με τον οποίο γνωριζόμασταν, αλλά στην πορεία διαπιστώσαμε πως ψηνόταν σοβαρά να γυρίσει μια ταινία με εμάς. Μας έπεισε τόσο για τις προθέσεις όσο και για το όραμά του, χώρια που ήξερε ήδη πώς να λύσει πολλά ζητήματα παραγωγής για τα οποία εμείς δεν είχαμε ιδέα. Αφού, λοιπόν, μας ξεκαθαρίστηκε πως είναι σοβαρός, πειστήκαμε να μπούμε φουλ σε αυτήν τη διαδικασία. Ακόμη, εκτιμήσαμε ότι διέκρινε πως έχουμε κάτι να πούμε. Όχι μόνο εξαιτίας των προσωπικών ιστοριών μας, του πώς μεγαλώσαμε και της μουσικής μας, αλλά και επειδή κατάλαβε πόσο σημαντικό είναι το γεγονός ότι μιλάμε ιρλανδικά. Γενικά, δεν υπάρχουν πολλές σύγχρονες πολιτισμικές καταγραφές νέων ανθρώπων που γνωρίζουν τη γλώσσα και τη χρησιμοποιούν σαν πρώτη τους. Αυτό για εμάς δίνει ακόμα μεγαλύτερη ουσία στο όλο εγχείρημα. Υπό αυτήν την έννοια, έχει πολύ ενδιαφέρον να βλέπουμε πώς το κοινό από διαφορετικές γωνίες του κόσμου βρίσκει κάτι από τον εαυτό του παρακολουθώντας την ταινία, ακόμα και εάν δεν έχει ιδέα τι συμβαίνει στην Ιρλανδία. Πιστεύουμε πως σε αυτό υπήρξε καθοριστική η επιλογή να αντιμετωπίσουμε τους χαρακτήρες μας σαν τρεις ισότιμους πρωταγωνιστές. Γιατί έτσι η πλοκή του καθενός προσφέρει πολλές ευκαιρίες ταύτισης ή σύνδεσης των θεατών με εναλλακτικές καταστάσεις οι οποίες, ίσως, φανούν γνώριμες.
Μία από αυτές είναι και η κουλτούρα του δρόμου, η οποία δεν έχει τεράστια διαφορά από την Ελλάδα. Σε αυτό το πλαίσιο, προσωπικά εκτίμησα πόσο ανεπιτήδευτα απεικονίζεται η λαϊκότητα στο "Kneecap". Αναρωτιέμαι, λοιπόν, αν βρισκόταν μεταξύ των προτεραιοτήτων σας κατά τη διάρκεια της παραγωγής.
Όλοι μας μεγαλώσαμε σε οικογένειες της εργατικής τάξης, οπότε προέκυψε τελείως οργανικά. Φυσικά, υποδυόμαστε μια μυθοπλαστική εκδοχή του εαυτού μας, αλλά το κομμάτι της κοινωνικής καταγωγής μας ήταν πολύ σημαντικό να διατηρηθεί. Από την άλλη, οι περισσότερες ταινίες που αφορούν νεαρούς άντρες λαϊκών καταβολών, συνήθως τους εμφανίζουν σαν αξιαγάπητους βλαμμένους, χωρίς εγκεφαλικά κύτταρα, που κυκλοφορούν σαν βούρλα. Σίγουρα, αυτό ήταν κάτι που θέλαμε να αποφύγουμε. Παρομοίως, ήμασταν προσεκτικοί ούτως ώστε να μη μετατραπούν οι χαρακτήρες μας σε κήρυκες που δασκαλεύουν το κόσμο για τη σημασία της ιρλανδικής γλώσσας. Γιατί στο Βορρά δεν είναι καθόλου εύκολο να αποκτήσεις πρόσβαση σε αυτήν, στα περισσότερα μέρη δεν υπάρχουν καν σχολεία που να τη διδάσκουν. Για αυτό το λόγο, έχουμε απόλυτη επίγνωση του προνομίου που απολαμβάνουμε έχοντας ανατραφεί σε μια περιοχή όπου οριακά ήταν η καθομιλουμένη.
Αλήθεια, έχετε γνώση εάν εξαιτίας σας έχει αναθερμανθεί το ενδιαφέρον για τα ιρλανδικά;
Ναι, επικοινωνούν συχνά μαζί μας άνθρωποι για να μοιραστούν πως έχουν ξεκινήσει μαθήματα. Πρόσφατα, ένας παλιός φίλος μας είπε ότι είδε την ταινία και αποφάσισε να στείλει το παιδί του σε ιρλανδικό σχολείο. Επίσης, μάθαμε ότι την τελευταία διετία είναι η πιο δημοφιλής γλώσσα στο Duolingo! Είναι απίστευτο.
Στο "Fine Art" συμμετέχουν μερικοί από τους καλύτερους εν ενεργεία Ιρλανδούς καλλιτέχνες, όπως η Ράντι Πιτ των Lankum και ο Γκράιαν Τσάτεν των Fontaines D.C. Ποια είναι η σύνδεση που νιώθετε μαζί τους;
Η Ιρλανδία είναι ένα μικρό μέρος, άρα, θέλοντας και μη, όλοι οι μουσικοί γνωρίζονται μεταξύ τους και κινούνται στους ίδιους κύκλους. Οπότε, ακόμα και εάν ανήκουμε σε τελείως διαφορετικά είδη, όπως συμβαίνει με τους Lankum και τους Fontaines D.C., υπάρχει αμοιβαίος σεβασμός και εκτίμηση, διότι βλέπεις ότι ο άλλος κάνει κάτι αυθεντικό. Μάλιστα, θα τολμούσαμε να πούμε ότι στη δική μας σκηνή δεν υπάρχει ο ανταγωνισμός που βλέπεις αλλού, όπως στο Λονδίνο. Εδώ είμαστε όλοι κομπλέ, παρόλο που αυτοί τραγουδούν στα αγγλικά. Εκείνο που μας εντυπωσιάζει είναι το πώς ο καθένας μας πια κοιτάει στο παρελθόν του και ενσωματώνει τις ρίζες του στη μουσική που παράγει. Το νιώθεις από την εκφορά των στίχων, το τι τους εμπνέει και το πώς φέρονται. Μπορεί να μην ακούγεται σπουδαίο, αλλά δεν πάει πολύς καιρός από την εποχή που πολλοί Ιρλανδοί τραγουδούσαν με αμερικάνικη ή αγγλική προφορά για να μη φανεί η καταγωγή τους. Να, σαν τους U2, οι οποίοι δεν έχουν τίποτα ιρλανδικό πάνω τους, παρότι κατάγονται από το νησί.
Δεν θα μπορούσα να συμφωνήσω περισσότερο. Συν τοις άλλοις, δεν θα τολμούσαν να μιλήσουν ποτέ ανοιχτά για κανένα από τα πολιτικά ζητήματα που θίγετε σε κάθε δημόσια τοποθέτησή σας.
Είναι λίγο περίπλοκο αυτό το θέμα. Γιατί, ΟΚ, από όταν ξεκινήσαμε να φτιάχνουμε μουσική μαζί, ξέραμε πως εφόσον επιλέγουμε να γράφουμε τραγούδια στα ιρλανδικά, είτε μας αρέσει είτε όχι, υιοθετούμε ήδη μια πολιτική θέση με δεδομένη την ιστορία του τόπου μας. Την ίδια στιγμή, δεν θα μας άρεσε να εξελιχθούμε σε μια μπάντα που εξαντλείται στον κοινωνικό σχολιασμό και το διδακτισμό. Αλλά, εάν το γεγονός πως έχουμε ένα ακροατήριο μπορεί να αποδειχθεί ωφέλιμο ώστε κάποιος να μάθει περισσότερα για μια αδικία και να αλλάξει γνώμη γι’ αυτήν, μας είναι πολύτιμο. Όπως στην περίπτωση της Παλαιστίνης, ένα ζήτημα εξαιρετικής σημασίας για εμάς, για το οποίο μιλάμε συνέχεια. Δες τι γίνεται εκεί, πώς είναι δυνατόν να μην πούμε τίποτα; Με το χέρι στην καρδιά, θα θέλαμε όσο τίποτα να μην πολιτικοποιούμε τα πάντα, δεν θα είχαμε τίποτα καλύτερο από το να μην αναφερόμαστε κάθε βράδυ, σε όλες τις συναυλίες μας, στο παλαιστινιακό. Εφόσον, όμως, η γενοκτονία συνεχίζεται, δεν γίνεται να μένουμε αμέτοχοι. Όσο κι αν, στο τέλος της ημέρας, είμαστε απλώς τρεις τυχαίοι τύποι με άποψη. Πάντως, είναι πολύ ενθαρρυντικό ότι όλα τα ιρλανδικά συγκροτήματα έχουν στηρίξει την Παλαιστίνη. Εκτός, βέβαια, από τον Μπόνο…
Επιστρέφω στην ταινία. Είμαι απολύτως βέβαιος πως η συνεργασία σας με τον Μάικλ Φασμπέντερ ήταν άψογη και όλα αυτά. Όμως, θα ήθελα να μάθω περισσότερα γύρω από τους γυναικείους χαρακτήρες, διότι ομολογώ πως μου φάνηκαν πολύ πιο ενδιαφέροντες.
Χαιρόμαστε που το λες γιατί, ναι, το να έχεις ένα όνομα σαν τον Φασμπέντερ σε μια ταινία έχει τρομακτικά οφέλη. Ωστόσο, ειδικά μιλώντας για μια ανεξάρτητη παραγωγή, ένα διάσημο όνομα έχει την τάση να επισκιάζει όλα τα υπόλοιπα. Στην περίπτωσή μας, ευτυχώς, οι υπεύθυνοι του κάστινγκ έκαναν τρομερή δουλειά και μας πλαισίωσαν με άψογες ηθοποιούς. Ακολούθως, ενσαρκώνουν ηρωίδες με πραγματικό βάθος και ουσιώδη διακυβεύματα, δεν υπάρχουν απλά για να υπάρξουν στο φιλμ ως "γυναίκες". Από την περίοδο των Ταραχών οι θηλυκότητες βρίσκονται στο προσκήνιο στην Ιρλανδία, έτσι θα ήταν τεράστιο λάθος μας να μην τις εντάξουμε με τη δέουσα προσοχή.
Ένα από τα πράγματα που δε γνώριζα καθόλου, αφορά τα raves που βλέπουμε στην αρχή της ταινίας.
Πρόκειται για ένα κομβικό κομμάτι της αντεργκράουντ εμπειρίας στη Βόρεια Ιρλανδία, το οποίο έχει αποκτήσει το δικό του μύθο χάρη στο ντοκιμαντέρ "Dancing on Narrow Ground: Youth & Dance in Ulster" που υπάρχει στο YouTube. Το έχουμε σαμπλάρει κιόλας στο δίσκο. Αυτό που το κάνει ξεχωριστό είναι το γεγονός ότι δείχνει πώς, στο Μπέλφαστ, οι κοινότητες προτεσταντών και καθολικών μπόρεσαν να συνυπάρξουν ειρηνικά χάρη στα raves που γίνονταν σε κάτι άκυρα δάση. Αυτές ήταν οι πρώτες φορές που μια γενιά η οποία έζησε τις Ταραχές και είχε τραυματιστεί από αυτές, άρχιζε να αλλάζει την αντίληψή της γύρω από το διαχωρισμό, αλλά και να διεκδικήσει κάτι καινούριο μέσα από τη συνύπαρξη. Τα πάρτι αυτά δε, βοήθησαν στο να ξεπεραστούν πολλά στερεότυπα που υπήρχαν και για τις δύο μεριές, αφού δεν είχαν άλλη ευκαιρία να ανακατευτούν μεταξύ τους. Ούτε και να χορέψουν παίρνοντας έκσταση εδώ που τα λέμε.
Άφησα τη σημαντικότερη ερώτησή μου για το τέλος. Στο "Kneecap" σάς βλέπουμε σε μπόλικες βραδιές κραιπάλης, για να το θέσω απλά. Η απορία μου, λοιπόν, αλλά και κάτι που ταλανίζει και εμένα προσωπικά εδώ και καιρό είναι μία: έχετε βρει κάποιο αντίδοτο στο χανγκόβερ;
(γέλια) Άλλο ένα ποτό! Εναλλακτικά, πέσε με όλη σου τη δύναμη στη θάλασσα. Δεν ξέρω τι θερμοκρασία έχει το νερό στην Ελλάδα, αλλά εδώ είναι τόσο κρύο που θα σε ισιώσει αμέσως. Τρίτη επιλογή, μείνε κάπου οριζοντιωμένος για όση περισσότερη ώρα μπορείς. Άμα είχαμε σίγουρη απάντηση, πάντως, τώρα θα ήμασταν εκατομμυριούχοι…
Περισσότερες πληροφορίες
Kneecap
Στο Μπέλφαστ της δεκαετίας του 2010, ένας καθηγητής ιρλανδικών και δύο νεαροί μικροέμποροι ναρκωτικών αποφασίζουν να συγκροτήσουν μια χιπ χοπ μπάντα, η οποία θα ραπάρει στα γαελικά.