Δε συμβαίνει πολύ συχνά σε ένα μεγάλο κινηματογραφικό φεστιβάλ, όπως οι 30ές Νύχτες Πρεμιέρας, να γεμίζουν ασφυκτικά οι δύο αίθουσες ενός σινεμά που προβάλλει ταυτόχρονα ένα νέο, φεμινιστικών ανησυχιών, επιθετικό body horror όπως το "Substance" της Κοραλί Φαρζά ("Revenge"). Με ελληνικό τίτλο "Το Ελιξίριο της Νιότης" (κυκλοφορεί 31/10), η ταινία έφτασε στην Αθήνα με τη φήμη της πιο ακραίας παραγωγής της χρονιάς, το βραβείο σεναρίου στις Κάννες και την υπόσχεση πως όποιος την παρακολουθήσει σε σκοτεινή αίθουσα θα έχει να το λέει για καιρό. Συμπτωματικά, η τελευταία φορά που ένας αντίστοιχου ύφους τίτλος προκάλεσε ντόρο ήταν το 2021, ξανά στις Νύχτες Πρεμιέρας, όταν παρουσιάστηκε το σαφώς τολμηρότερο και πιο σύνθετο "Titane" (Ζουλιά Ντικουρνό), ο τότε κάτοχος του Χρυσού Φοίνικα. Με δεδομένο το σούσουρο, λοιπόν, θα είχε ενδιαφέρον να γνωρίζαμε εκ των προτέρων ποιες ήταν, εάν υπήρχαν, οι προσδοκίες του κοινού που έκατσε στα νέα καθίσματα του Δαναού την περασμένη Παρασκευή (4/10). Πάντως όλοι βγήκαμε αμέσως μετά στην Πανόρμου αποσβολωμένοι.
Η σοκαριστική δύναμη του "Substance" είναι αδιαπραγμάτευτη, κυρίως χάρη σε σκηνές τέτοιας έντασης και αλλόκοτης σαρκικής βίας που ανταγωνίζονται ευθέως το υπερηχητικό "Society" (1989) του Μπράιαν Γιούζνα, με ολίγη από την κωμική παραδοξότητα του Τέρι Γκίλιαμ ("Μπραζίλ", "Φόβος και Παράνοια στο Λας Βέγκας"). Η Φαρζά κλείνει το μάτι στους παραπάνω, αλλά και στο o "Θάνατος σου Πάει Πολύ" (Ρόμπερτ Ζεμέκις, 1992), τον "Άνθρωπο Ελέφαντα" (Ντέιβιντ Λιντς, 1980), το "Carrie" (Μπράιαν ντε Πάλμα, 1976) και πολλά ακόμα, καθώς αφηγείται την ιστορία της Ελίζαμπεθ Σπαρκλ (Ντέμι Μουρ), μιας κορυφαίας και βραβευμένης με Όσκαρ ηθοποιού η οποία στα πενήντα της κάνει καριέρα παρουσιάζοντας μια επιτυχημένη εκπομπή αεροβικής, λίγο-πολύ όπως η Τζέιν Φόντα τη δεκαετία του ‘80. Η ζωή της ανατρέπεται, ωστόσο, όταν διαπιστώνει πως εν αγνοία της η εταιρεία παραγωγής αναζητά μια πολύ νεαρότερή της γυναίκα για να την αντικαταστήσει αφού εκείνη, πια, "γέρασε". Σε απόγνωση, η Ελίζαμπεθ αποφασίζει να δοκιμάσει ένα μυστηριώδη ορό ο οποίος δημιουργεί μια αυθύπαρκτη, νεαρότερη εκδοχή της με το όνομα Σου (Μάργκαρετ Κουάλεϊ), ελπίζοντας πως έτσι θα μπορέσει να κρατήσει τη δουλειά της.
Το αφηγηματικό πλαίσιο στο οποίο ένα τεχνούργημα με "μαγικές" ιδιότητες είναι ικανό να αλλάξει εξ ολοκλήρου τον άνθρωπο, προς το καλύτερο ή το χειρότερο, έχοντας δεδομένη ημερομηνία λήξης (η διάρκεια ζωής της Σου είναι οι επτά μέρες, προτού χρειαστεί "ανανέωση"), συνιστά μια από τις πιο οικείες πλοκές των δυτικών παραμυθιών, είτε μιλάμε για λαϊκές παραδόσεις είτε για τη λογοτεχνία (χαρακτηριστικό παράδειγμα το "Δρ. Τζέκιλ και Κύριος Χάιντ" του Ρόμπερτ - Λούις Στίβενσον). Στα χέρια της Φαρζά, όμως, υιοθετείται με σκοπό την ανάδειξη ενός τραύματος άρρηκτα συνδεδεμένου με την κοινή εμπειρία των θηλυκοτήτων. Δηλαδή, την επώδυνη καταπίεση που συνοδεύει η ανάγκη ανταπόκρισης σε μια μονίμως προσδοκώμενη εικόνα τελειότητας, ει δυνατόν νεανικής, με τους όρους που την αντιλαμβάνεται το ετεροκανονικό ανδρικό βλέμμα. Ένα δυσβάσταχτο ψυχολογικό βάρος, εν πολλοίς άγνωστο για έναν άντρα, ο οποίος σπανίως -αν όχι ποτέ- έρχεται αντιμέτωπος με ατιμωτικά σχόλια για το σώμα του, τα χαρακτηριστικά του προσώπου του ή την ικανότητά του να διατηρήσει την επαγγελματική πορεία του στο χώρο του θεάματος μετά τα πενήντα. Υπό αυτό το πρίσμα, το cast του "Substance" είναι ευστοχότατο. Η Μουρ βίωσε χειροπιαστό σεξισμό όταν εκτοξεύτηκε η δημοφιλία της στα ‘90s, με αφορμή ρόλους σε φιλμ όπως τα "Striptease" (Άντριου Μπέργκμαν, 1996) και "Η Επίλεκτη" (Ρίντλεϊ Σκοτ, 1997), ενώ η Κουάλεϊ είναι ένα από τα πιο ανερχόμενα ονόματα στο Χόλιγουντ, έχοντας συνεργαστεί με κορυφαία ονόματα σκηνοθετών όπως οι Κουέντιν Ταραντίνο ("Κάποτε στο… Χόλιγουντ"), Κλερ Ντενί ("Stars at Noon"), Γιώργος Λάνθιμος ("Poor Things", "Kinds of Kindness") και Ίθαν Κόεν ("Drive-Away Dolls").
Έτσι, η δίκαια αντιπατριαρχική θέση εκκίνησης του "Substance" προσδίδει μεθυστική ορμή, αλλά και οργή, στην ταινία, μέχρις ότου κάνουν την εμφάνισή τους οι ίδιες σκηνοθετικές αδυναμίες που οδήγησαν το "Revenge" στον εκτροχιασμό. Σε επίπεδο αφήγησης, λαμβάνοντας κιόλας υπόψη τη γνώριμη σεναριακή συγκυρία, τίποτα απρόβλεπτο ή μη αναμενόμενο δε λαμβάνει χώρα για σημαντική ποσότητα δραματουργικού χρόνου. Παράλληλα, όσο σωστό και εάν είναι, που είναι, το μοναδικό επιχείρημα της Φαρζά ("το ανδρικό βλέμμα είναι μια παγίδα από την κόλαση") επαναλαμβάνεται ξανά και ξανά με τέτοια απλοϊκότητα (εμμονή με το σώμα) και περιττές επεξηγήσεις, ώστε προδίδεται η συνολική επιφανειακότητα του αφηγήματος. Κάτι που επαληθεύεται από τη στάση που κρατά η Φαρζά απέναντι στις ηρωίδες της. Παρότι σε πρώτο επίπεδο είναι ξεκάθαρο γιατί η Ελίζαμπεθ αποφασίζει να δοκιμάσει το ελιξίριο, επί της ουσίας δε γνωρίζουμε τίποτα παραπάνω για εκείνη. Πρόκειται για ένα χαρακτήρα δίχως επιθυμίες, απωθημένα, παρορμήσεις, κοινώς χωρίς ένα στοιχειώδη ψυχοσυναισθηματικό κόσμο. Αντίστοιχα η Σου, τη μόνη φορά που επιδεικνύει πρωτοβουλία είναι στη διεκδίκηση σεξ, αλλά όχι ως απόρροια αυθόρμητης, δικής της ερωτικής επιθυμίας όσο ως συνέπεια της επιτέλεσης του ρόλου της, δηλαδή ενός λιβιδινικού αντικειμένου του πόθου και μόνο.
Ακόμα και εάν διερευνηθεί η ανάγνωση που θέλει τις δυο τους θύματα μιας βαθιά ριζωμένης και αδιόρατα απλωμένης στο υποσυνείδητο καταπίεσης, με αποτέλεσμα να αγνοούν το ναρκισσισμό τους όπως επίσης τη μετατροπή τους σε τέρας (διόλου τυχαία επιλογή λέξης), εδώ μπαίνει εμπόδιο μία ακόμα ελαττωματική σκηνοθετική επιλογή. Το "Substance" εκτός από τους κανόνες του body horror οικειοποιείται, εύλογα, εκείνους της εξωφρενικής κωμωδίας με στοιχεία camp, σε μια απόπειρα εξισορρόπησης της σοβαρότητας με μια απελευθερωτική ελαφρότητα. Συνδυασμός που δουλεύει, μέχρις ότου η προσοχή στραφεί περισσότερο στα άκρα στα οποία φτάνουν να παραμορφώνονται, εσωτερικά και εξωτερικά, η Ελίζαμπεθ και η Σου, παρά στο γιατί φτάνουν σε αυτό το σημείο. Χωρίς σαφείς προθέσεις και διακυβεύματα, καταλήγουν να γίνονται καρικατούρες του εαυτού τους και ενώ αρχικά τα αστεία προκύπτουν από την παραφροσύνη που τις περιτριγυρίζει, εν τέλει καταλήγουν να είναι εκείνες το ανέκδοτο. Είναι ενδεικτικό πως στην προβολή του Δαναού, κατά τη διάρκεια της παροξυσμικής τελευταίας σεκάνς όπου ο χαρακτήρας της Μουρ έχει οδηγηθεί σε ακραία ψυχική οδύνη, η φρικώδης σωματική μεταβολή της ήταν αφορμή για δυνατό γέλιο. Ομολογουμένως το κοινό δε θα μπορούσε να αντιδράσει διαφορετικά μπροστά στην αδέξια, αμφίσημη προσέγγιση της Φαρζά για ένα ακόμα, τελευταίο, λόγο.
Αν και φαινομενικά σκοπός του "Substance" είναι η καταγγελία, παραδόξως στο φινάλε στρέφεται ενάντια στις ίδιες τις ηρωίδες του. Αντί για μια κάποια λύτρωση, μωλωπιασμένη χειραφέτηση ή έστω αφορμή για κάτι καινούριο, ας πούμε μένει τελείως ανεξερεύνητη η δυνατότητα του ελιξιρίου να χρησιμεύσει ως εργαλείο ανατροπής, δίνεται η εντύπωση πως η Ελίζαμπεθ και η Σου είναι άξιες της μοίρας τους. Διότι ποιον ακριβώς εξυπηρετεί η πλήρης φθορά τους στο σημείο της εξευτελιστικής ήττας; Ταυτόχρονα, ίσως κατά λάθος, δαιμονοποιείται εκ νέου το όχι νεανικό γυναικείο σώμα, αφού εξισώνεται με υπαρξιακή καταδίκη. Κλείνοντας, για να μνημονεύσουμε ξανά το "Titane" ρισκάροντας να αδικήσουμε και τις δύο ταινίες, τουλάχιστον στην περίπτωση της Ντικουρνό το ξεπέρασμα των ορίων και οι δοκιμασίες της πρωταγωνίστριας είχαν ως στόχο την κατασκευή ενός ρηξικέλευθου μέλλοντος, γεμάτου υποσχέσεις, αλλά και αγωνία. Εδώ συντελείται μια επιστροφή στην αφετηρία, δίχως ελπίδα και με τη βεβαιότητα ότι σύντομα ένα νέο αστέρι θα βρεθεί να κάνει αεροβική στην οθόνη της τηλεόρασης.