Δεύτερη χρονιά φέτος που με βρίσκει να επισκέπτομαι την Πάτρα στα μέσα του Σεπτέμβρη με σινεφίλ αφορμή: το Φεστιβάλ Γερμανόφωνου Κινηματογράφου Kinofest, που παρουσίαζε την πέμπτη (τρίτη σε φυσικό χώρο) εκδοχή του επιστρέφοντας στα γνώριμα λημέρια του Castro Clauss. Για πέντε ημέρες (18-22/9), η γιορτή του γερμανόφωνου σινεμά κατέλαβε τον προαύλιο χώρο του οινοποιείου με μία μεγάλη οθόνη προβολής και μας περίμενε (κυριολεκτικά) με ένα ποτήρι κρασί στο χέρι, κόντρα στις καιρικές αντιξοότητες. Οι βροχές της προηγούμενης εβδομάδας, παρότι δεν εμπόδισαν στην πραγματικότητα τις προβολές, αποθάρρυναν τις δύο πρώτες μέρες μέρος του κοινού που σκόπευε να ανηφορίσει στο κτήμα λίγο έξω από το κέντρο της Πάτρας· από την Παρασκευή, όμως, που φτάσαμε εμείς στο χώρο, τα σύννεφα είχαν αναχωρήσει και οι προβολές όπως και πέρσι γέμισαν σχεδόν εξ’ ολοκλήρου. Άλλωστε, να σημειώσουμε πως παρά το μέγεθος της πόλης, αυτή τη στιγμή λειτουργεί μόνο ένας κινηματογράφος και δεν πραγματοποιείται κάποια άλλη τακτική κινηματογραφική διοργάνωση.
Το Kinofest, όμως, όπως μας λέει ο εμπνευστής του, Αντώνης Κορκόντζηλας, θέλει να κάνει τα πράγματα σωστά, γι’ αυτό και προχωρά και μετρημένα πλην επιτυχημένα βήματα. Για παράδειγμα, φέτος ήταν και η πρώτη χρονιά που φιλοξένησε διαγωνιστικό τμήμα, αίτημα που είχε τεθεί εδώ και καιρό. Επίσης ενεργοποίησε νέες αίθουσες του οινοποιείου, παρουσιάζοντας μία έκθεση κόμιξ αφιερωμένη στα 100 χρόνια από τον θάνατο του Κάφκα, σε σχέδια του Mahler (σε συνεργασία με τα Literatur Haus Stuttgart και Ινστιτούτο Γκαίτε).
Η διοργάνωση, ωστόσο, παραμένει στοχοπροσηλωμένη. "Ο μεγάλος στόχος του φεστιβάλ είναι να δείξουμε τον χώρο του Achaia Clauss, να προβάλουμε τον γερμανόφωνο πολιτισμό στην Ελλάδα και να φέρουμε γερμανόφωνες οπτικοακουστικές παραγωγές στις περιοχές της Δυτικής Ελλάδας" μας εξηγεί ο Αντώνης Κορκόντζηλας για το όραμα πίσω από το Kinofest αλλά και το σύνδεσμο ανάμεσα στις προβαλλόμενες ταινίες και τον χώρο που έχει επιλεχθεί. Τοπόσημο της περιοχής, το Castro Clauss είναι άρρηκτα συνδεδεμένο με την ιστορία της πόλης αλλά και τις εμπειρίες των κατοίκων της· οπότε τι πιο ταιριαστό από το παλιότερο οινοποιείο της χώρας, με Βαυαρό ιδρυτή, για να φιλοξενεί τις προβολές αλλά και να δώσει μια σαφή, διακριτή ταυτότητα στη διοργάνωση, κάτι που αποζητάμε στην εποχή άνθισης τόσων πολλών σινε-φεστιβάλ στην επικράτεια.
Αυτή τη στιγμή, ωστόσο, και πολύ σωστά, το Kinofest είναι πάνω απ’ όλα επικεντρωμένο στις προβολές. Η συνεργασία της ABCinema και του Goethe-Zentrum Patras, με την υποστήριξη της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας στην Ελλάδα, της Πρεσβείας της Ελβετίας στην Ελλάδα, της Αυστριακής Πρεσβείας στην Αθήνα και της Πρεσβείας του Μεγάλου Δουκάτου του Λουξεμβούργου στην Αθήνα, εξασφαλίζει ταινίες από τις Γερμανία, Ελβετία, Αυστρία και Λουξεμβούργο, παραγωγής των τελευταίων δύο ετών, που ως επί το πλείστον αποτελούν πανελλήνιες πρεμιέρες. Η φετινή μας εντύπωση, μάλιστα, από τις προβολές του διαγωνιστικού είναι πως η εγχώρια διανομή θα μπορούσε να ωφεληθεί από αυτό το πρόγραμμα, μιας και οι τέσσερις τουλάχιστον ταινίες που είδαμε την Παρασκευή και το Σάββατο ήταν αφενός ενδιαφέρουσες καλλιτεχνικά και αφετέρου θα μπορούσαν να προσελκύσουν και μία ακόμα μερίδα θεατών στις αίθουσες.
Αρχικά, η ταινία που εξασφάλισε και το βραβείο της κριτικής επιτροπής (αποτελούμενη από την νομικό, αρθρογράφο και ερευνήτρια ντοκιμαντέρ Άννα Ρούτση, τον ηθοποιό και σκηνοθέτη Πρόδρομο Τσινικόρη και την ηθοποιό Αλεξία Μπεζίκη), η γερμανική "When Will It Be Again Like It Never Was Before" της Σόνια Χάις, ήταν μια έξυπνη δραματική κωμωδία για ένα νεαρό αγόρι που ενηλικιώνεται στους χώρους ενός ψυχιατρικού ιδρύματος, το οποίο διευθύνει πατέρας του. Ακολουθούμε τον νεαρό Γιοάκιμ από την παιδική ηλικία μέχρι τα πρώτα χρόνια της ενηλικίωσης μαζί με την οικογένειά τους, στην προσπάθειά τους να εντάξουν και να ενταχθούν ανάμεσα στους τρόφιμους του ιδρύματος και να αντιμετωπίσουν τους προσωπικούς τους μικρότερους ή μεγαλύτερους δαίμονες. Η τρυφερή αντιμετώπιση της ψυχικής ασθένειας και των διαφορετικών εκφάνσεών της σε συνδυασμό με ένα χιούμορ όχι κοροϊδευτικό απέναντι στους πάσχοντες αλλά υποδόριο προς τους "κανονικούς" ανθρώπους, εξισορρόπησε τις δραματουργικές ασάφειες και αδυναμίες, μέχρι ένα βεβιασμένο φινάλε, του οποίου όμως το καταληκτικό καρέ θα θυμόμαστε για πολύ καιρό.
Η κριτική επιτροπή βράβευσε την ταινία "για το απροσδόκητα συγκινητικό ταξίδι ενηλικίωσης του κεντρικού χαρακτήρα που μας έκανε να αναλογιστούμε τα δικά μας παιδικά και εφηβικά χρόνια και τελικά την αποδοχή ότι η ζωή είναι μια σειρά συναντήσεων και αποχαιρετισμών. Για τη διεισδυτική και τρυφερή ματιά της σκηνοθέτιδας σε μια οικογένεια που ζει με ανθρώπους σε θεραπευτικό πλαίσιο, εναλλάσσοντας ουσιαστικά τους ρόλους σε ένα κινηματογραφικό σκηνικό και μουσική που αναπαριστά πολύ πειστικά τις δεκαετίες του ‘70 και του ‘80 στη Δυτική Ομοσπονδιακή Γερμανία. Και τέλος, για τον τρόπο που προσέγγισε την ετερόκλητη κοινότητα των ασθενών, καθώς αριστοτεχνικά παίζει με την έννοια της "κανονικότητας" και των ρόλων που αναλαμβάνουμε στο τρίγωνο θύτης-θύμα-σωτήρας".
Έπειτα, σειρά είχε μια αλά "Κορσές" δημιουργική προσέγγιση της ιστορίας της Πριγκίπισσας Σίσσυ, με την Σάντρα Χιούλερ ("Ανατομία Μίας Πτώσης", "Ζώνη Ενδιαφέροντος") στον ρόλο της κόμισσας Ίρμα, που αιτείται να γίνει κυρία επί των τιμών της Πριγκίπισσας. Στο "Sisi and I" της Frauke Finsterwalder, η τρομερή ανία της αυτοκράτειρας Ελισάβετ της Αυστροουγγαρίας, δημιουργεί μια λιγότερο "εκλεπτυσμένη" Σίσσυ από αυτή που έχουμε στο νου μας, όμως σαφώς πιο διασκεδαστική για τον θεατή, σε μία ταινία που κυλάει σαν νερό και ξεσήκωσε διαφωνίες ανάμεσα σε όσους προτιμούν μια πιστότερη καταγραφή της "ιστορίας".
Σε κωμικούς ρυθμούς κινήθηκε και το Σάββατο, πρώτα με την καλύτερη, κατά τη γράφουσα, ταινία που είδαμε στο Kinofest. To "Frankie Five Star" της Μπιργκίτ Μόλερ είναι μια λοξή, ευρηματική κωμωδία πάνω στις πολλαπλές προσωπικότητες και τις επιδράσεις τους σε μία νεαρή που προσπαθεί να ισορροπήσει ανάμεσα στη φιλία, τον έρωτα, τις δυσκολίες της καθημερινότητας και… τους εργαζομένους ενός ξενοδοχείου στο μυαλό της, ο καθένας από τους οποίους παίρνει κάθε τόσο τα ηνία της σκέψης και της προσωπικότητά της. Η εξαιρετική ερμηνεία της Λένα Ουρζεντόφσκι ως Φράνκι, το offbeat χιούμορ και για μια ακόμα φορά η επιδέξια και ψύχραιμη ματιά πάνω σε μία επίπονη ψυχολογική διαταραχή κέρδισαν καρδιές και χαμόγελα. Γιατί μπορεί να πιστεύουμε ότι η αγάπη μπορεί να γιατρέψει τα πάντα, αλλά καμιά φορά ο ρόλος του σινεμά είναι απλά να μας κάνει να ελπίσουμε.
Τέλος, το βραβείο κοινού απέσπασε για ακόμη μια χρονιά μια τυπική μεν, ξεκαρδιστική δε κωμωδία. Το "Bonjour, Switzerland" του Πέτερ Λουίζι περιστρέφεται γύρω από έναν νέο νόμο στην Ελβετία που επιβάλει ως αποκλειστική επίσημη γλώσσα της χώρας τα Γαλλικά. Γερμανόφωνοι και Ιταλόφωνοι σχηματίζουν μια ιδιάζουσα "αντίσταση" με συνακόλουθα ευτράπελα. Μπορεί τα gags και οι βασικές ιδέες της υπόλοιπης ταινίας να μην είναι πλήρως πρωτότυπα, όμως έχει τη σύνεση να μην ξεχειλώνει τα ευρήματά της και να τα αξιοποιεί με εξαιρετικό κωμικό timing. Απέδειξε παράλληλα πώς μια σύγχρονη κωμωδία μπορεί να αξιοποιεί τα στερεότυπα χωρίς να γίνεται προσβλητική, κάτι που λείπει τα τελευταία χρόνια από τις "εύπεπτες" απόπειρες χιούμορ.
Αν κάτι διακρίνει το Kinofest για άλλη μια χρονιά είναι το προσεκτικό curation των ταινιών : ιστορίες με τον άνθρωπο στο επίκεντρο, που ενδείκνυνται για double bills και σηκώνουν συζητήσεις, αυτό ακριβώς που ψάχνουμε από μία νεαρή ακόμη διοργάνωση.