Απόφοιτη του Θεάτρου Τέχνης, η Βασιλική Βλάχου βρέθηκε πριν χρόνια στο Λονδίνο για σπουδές και από τότε συμμετέχει τόσο σε βρετανικές (ως Μπίλι Βι) όσο και σε ελληνικές παραγωγές ως ηθοποιός, αλλά και ως σεναριογράφος. Το "Κάλεσμα του Σπουργιτιού" ("Sparrow’s Call"), ερωτικό θρίλερ πάνω στην περιπετειώδη σχέση ενός παντρεμένου καθηγητή φιλοσοφία με μια χορεύτρια σ’ ένα strip club, είναι ένα αυστηρά δικό της σχέδιο, στο οποίο κρατάει τους ρόλους πρωταγωνίστριας, παραγωγού και σεναριογράφου, ενώ τη σκηνοθεσία υπογράφει ο Τιμ Κεντ.
Από που ξεκίνησε η ιδέα της ταινίας;
Από ένα αληθινό περιστατικό που συνέβη όταν ήμουν παιδί στο χωριό του πατέρα μου, στην Ήπειρο, και έχει να κάνει με ένα… σπουργίτι. Το γεγονός αυτό με στιγμάτισε και πάντα είχα στο μυαλό μου ότι εάν ποτέ έκανα μια μεγάλου μήκους ταινία, με κάποιο τρόπο θα το ενσωμάτωνα. Έτσι κι έγινε. Η ιστορία του σπουργιτιού υπάρχει στην ταινία, ενέπνευσε τον τίτλο της και είναι το μοναδικό στοιχείο της που όντως έχει συμβεί στη ζωή μου. Η κεντρική πλοκή της ταινίας είναι μεν μυθοπλασία, αλλά προέκυψε από την ανάγκη μου να παρουσιάσω τις δυσκολίες που αντιμετωπίζει ένας ξένος που θέλει να πετύχει στο Λονδίνο. Πήρα τα προσωπικά μου βιώματα ως ξένης ηθοποιού και τα μετέτρεψα σε μια τελείως διαφορετική, φανταστική ιστορία.
Γράφοντας το σενάριο, είχατε αποφασίσει πως εσείς θα υποδυθείτε την Βαλ;
Όχι μόνο το είχα αποφασίσει, αλλά το είχα επιβάλει ως ρήτρα. Δεν θα γινόταν η ταινία εάν δεν ενσάρκωνα αυτόν τον ρόλο. Όσο δε οι επενδυτές προσπαθούσαν να με πείσουν να παραχωρήσω τον ρόλο ώστε να το παίξει κάποιο "όνομα", τόσο εγώ συνέχιζα ακάθεκτη να δουλεύω στον χαρακτήρα αυτόν και να χτίζω την ερμηνεία μου.
Αν και ως είδος το φιλμ βρίσκεται πολύ κοντά στο θρίλερ, υπάρχουν έντονα στοιχεία χιούμορ και έντονης σάτιρας. Φοβηθήκατε αυτή τη ριψοκίνδυνη αφηγηματική ισορροπία;
Δεν την φοβήθηκα. Το αντίθετο μάλιστα, την επιδίωξα. Η αλήθεια είναι πως μου είναι πολύ δύσκολο να γράψω κάτι χωρίς να το εμποτίσω με κάποια δόση χιούμορ, έστω και μαύρου. Πιστεύω ότι με το χιούμορ το κοινό αφοπλίζεται, πέφτουν οι άμυνές του, χαλαρώνει και γίνεται πιο δεκτικό. Είναι δηλαδή πιο εύκολο να συγκινήσεις ή να εκπλήξεις ή και να τρομάξεις κάποιον, εάν καταφέρεις να τον κάνεις πρώτα να γελάσει. Επίσης, τα τελευταία χρόνια τόσο στον κινηματογράφο όσο και στην τηλεόραση παρατηρείται μια τάση να συνδυάζονται τα είδη, για παράδειγμα "κωμωδία τρόμου", και τα αμιγή είδη να μην κυριαρχούν στον ίδιο βαθμό όπως στο παρελθόν. Όσο για το στοιχείο της σάτιρας μου βγήκε αυθόρμητα, χωρίς να το έχω προαποφασίσει.
Αυτοί οι συνδυασμοί κρύβουν συχνά πολλές ερμηνευτικές παγίδες. Πόσο δύσκολο ήταν για εσάς και τον συμπρωταγωνιστή σας Ντέιβιντ Μπαρκ -Τζόουνς να κρατήσετε τους ρόλους σας μακριά από τη φάρσα;
Δεν ήταν δύσκολο, γιατί ποτέ δεν παίξαμε κάποια φάρσα. Υπό την καθοδήγηση του σκηνοθέτη Τιμ Κεντ, ενσαρκώσαμε την αλήθεια των χαρακτήρων μας, δύο ανθρώπων που ξέρουν τόσο καλά ο ένας τον άλλον που ακόμα και στην extreme κατάσταση την οποία βιώνουν τους βγαίνει αβίαστα μια αίσθηση οικειότητας και σαρκασμού. Αυτή η αίσθηση μπορεί να παραπέμπει σε φαρσικά στοιχεία, αλλά στη συγκεκριμένη περίπτωση αποσκοπεί στην συγκάλυψη των συναισθημάτων τους και τον τρωτών τους σημείων. Κοινώς, το παίζω αδιάφορος ή κάνω πλάκα, για να μη δείξω πόσο πληγώθηκα.
Πόσο υποκριτική θεωρείται πως είναι η – φαινομενικά απελευθερωμένη – δυτική κοινωνία όσον αφορά τις ηθικές αξίες της; Πόσο καταπιεσμένες κρατά τις ερωτικές της επιθυμίες;
Διανύουμε την εποχή του political correct, μια πολιτικής ορθότητας που είναι μεν θεμιτή και έρχεται να "καθαρίσει" ένα πολύχρονο τοπίο διαφθοράς και ηθικής κατάπτωσης, αλλά φτάνει και σε ακραία επίπεδα λογοκρισίας και δυστυχώς συντηρητισμού. Η δυτική λοιπόν αυτή κοινωνία της ορθότητας των άκρων μπορεί να κρατά ως σημαία της την απελευθέρωση της σεξουαλικότητας και την ελευθερία της προσωπικής έκφρασης, αλλά δεν έχει απαλλαγεί από την πολυετή υποκρισία της. Όχι την υποκρισία που κλείνει πονηρά το μάτι στους συμμετέχοντες, αλλά την υποκρισία που έχει περάσει ως επιβεβλημένος τρόπος σκέψης. Συνεχίζει να επιβάλει τα εδραιωμένα πρότυπά της, υπογείως μεν, με σαφήνεια δε. Όσο για τις ερωτικές επιθυμίες, σε κάποιες περιπτώσεις όντως καταπιέζονται, ίσως από φόβο προς τις κοινωνικές επιπτώσεις, ενώ σε άλλες περιπτώσεις αποκρύπτονται για το καλό όλων.
"Είναι πιο εύκολο να συγκινήσεις ή να εκπλήξεις ή και να τρομάξεις κάποιον, εάν καταφέρεις να τον κάνεις πρώτα να γελάσει".
Η ταινία περιέχει πολλές αναφορές στη νιτσεϊκή φιλοσοφία. Πόσο αυτή σας έχει επηρεάσει;
Το στοιχείο της φιλοσοφίας στην ταινία ήταν αναπόφευκτο δεδομένου ότι ο κεντρικός ήρωας είναι λέκτορας φιλοσοφίας και μοντέρνος φιλόσοφος ο ίδιος. Επέλεξα συνειδητά τον Νίτσε, ορμώμενη από τη μελέτη του στο διονυσιακό και το απολλώνιο, καθώς το πρώτο αντανακλά μια ενστικτώδη, ζωώδη, απειθάρχητη ενέργεια, ενώ το δεύτερο εκπροσωπεί τον ορθολογισμό, τη συμμετρία και την κατανόηση. Χρησιμοποίησα αυτό το μέρος της φιλοσοφίας του συμβολικά, για να δείξω αφενός το διχασμό του ήρωα ανάμεσα σε αυτό που του επιβάλει η λογική –και κατ’ επέκταση ο δυτικός πολιτισμός– αφετέρου δε το ένστικτο, την πρωτόγονη δηλαδή φύση του.
Τι ήταν αυτό που σας ώθησε να αναζητήσετε μια καριέρα στο εξωτερικό;
Δεν ήταν μια συνειδητή απόφαση. Έφυγα για έναν χρόνο με αφορμή ένα μεταπτυχιακό και έμεινα δώδεκα. Στόχος μου ήταν να εξελίξω τις υποκριτικές μου δεξιότητες παίζοντας σε αγγλικές παραγωγές, αλλά και να αποκτήσω την εμπειρία του να ζεις στο εξωτερικό. Όταν όμως άρχισα να δημιουργώ και τις δικές μου δουλειές, αυτός ο στόχος πήρε τη μορφή ολοκλήρωσης μιας μεγάλου μήκους ταινίας.
Πόσο δύσκολο είναι λοιπόν για έναν ηθοποιό, αλλά και για έναν κινηματογραφικό δημιουργό, να δουλεύει σε δυο διαφορετικές χώρες και γλώσσες;
Είναι αρκετά δύσκολο, όχι όμως ανέφικτο. Πρέπει να ενεργοποιείς άλλα μέρη του εγκεφάλου σου κάθε φορά, να αναπτύσσεις άλλες δεξιότητες, να προσαρμόζεσαι γρήγορα στη νοοτροπία της χώρας, να αποδέχεσαι τη διαφορετικότητα, αλλά να κατανοείς και το διαφορετικό χιούμορ. Και πρέπει φυσικά να μιλάς μια άλλη, όχι μητρική γλώσσα με όσο μεγαλύτερη ευφράδεια και ακρίβεια μπορείς και να μπορείς να εκφράσεις τα συναισθήματα σου μέσα από αυτή με ειλικρινή τρόπο. Έχω άλλη ενέργεια στην Ελλάδα και άλλη στην Αγγλία. Δεν το κάνω συνειδητά, απλά συμβαίνει. Τέλος, το να δουλεύεις καλλιτεχνικά σε δύο χώρες, αν και κάποιες φορές γίνεται κουραστικό, σίγουρα ακονίζει τις ικανότητες προσαρμογής σου και αυτές της κοινωνικής ευελιξίας.
Ποιες είναι οι σημαντικότερες διαφορές της βρετανικής και της ελληνικής showbiz, από το σινεμά και το θέατρο ως την τηλεόραση;
Πρώτον να ξεκαθαρίσω ότι υπάρχουν εξαιρετικοί επαγγελματίες στον χώρο αυτόν και στις δύο χώρες. Από τις βασικές διαφορές θα έλεγα ότι είναι το μέγεθος των βρετανικών παραγωγών, καθώς και οι μισθοί των απασχολούμενων εκεί. Επίσης, σε μια βρετανική παραγωγή, ακόμη και ανεξάρτητη να είναι, υπάρχει ένας προγραμματισμός, μία οργάνωση, ενώ στην Ελλάδα επικρατεί μια αντίληψη της τελευταίας στιγμής και του αυτοσχεδιασμού. Τέλος, ως προς το καλλιτεχνικό κομμάτι, παρατηρώ ότι στην υποκριτική στην Ελλάδα υπάρχει μια μεγαλύτερη εκφραστικότητα και εξωστρέφεια, ενώ οι Βρετανοί είναι πιο εσωστρεφείς και εσωτερικοί. Στα έργα τους, κινηματογραφικά, θεατρικά ή τηλεοπτικά, χρησιμοποιούν λιγότερο το συναίσθημα και πιο πολύ μια εγκεφαλική προσέγγιση.