Αφού πέρασε αρκετά χρόνια στις ΗΠΑ, κάνοντας σινεμά με σημαντικά ονόματα του Χόλιγουντ, ο σκηνοθέτης Ντένης Ηλιάδης ("Το Τελευταίο Σπίτι Αριστερά", "Hardcore") επέστρεψε στην Ελλάδα για χάρη του "Buzzheart". Το ψυχολογικό θρίλερ του, που κυκλοφορεί από σήμερα στις αίθουσες, θέλει την Εβελίνα Παπούλια και τον Γιώργο Λιάντο να υποδύονται δύο υπερπροστατευτικούς γονείς που φτάνουν στα άκρα ούτως ώστε να προστατέψουν τη νεαρή κόρη τους, όταν εκείνη φέρνει στο εξοχικό τους ένα 19χρονο αγόρι. Όσα εκτυλίσσονται στο απομονωμένο σπίτι, σε μια απόπειρα του ζευγαριού να βεβαιωθεί πως το παιδί τους δεν κινδυνεύει, σύντομα ξεπερνούν τα όρια. Για να μάθουμε περισσότερα για την ταινία, θέσαμε τις ερωτήσεις μας στους Ηλιάδη - Παπούλια.
Έπειτα από μια πολυετή και επιτυχημένη παραμονή στις ΗΠΑ, τι σας ώθησε να επιστρέψετε κινηματογραφικά στην Ελλάδα;
Ντένης Ηλιάδης: Είχα αρχίσει να περιορίζομαι λίγο στο είδος του horror εκεί, προεκυψε και ο κορονοϊός που τα ξεκούρδισε όλα με αποτέλεσμα να παγώσουν δύο πρότζεκτ στην Αμερική, οπότε ήταν μια ευκαιρία, ή μάλλον ανάγκη, να επιστρέψω στην Ελλάδα και να κάνω κάτι πιο προσωπικό. Το σενάριο του "Buzzheart" ήταν γραμμένο από το 2005 και αρχικά σκόπευα να το υλοποιήσω αμέσως μετά το "Hardcore".
Εσάς κ. Παπούλια, τι σας προσέλκυσε στο ρόλο σας;
Εβελίνα Παπούλια: Η Σάντρα είναι ένας ιδιαίτερος χαρακτήρας. Έχει απρόβλεπτη συμπεριφορά, επιδεικνύει μια ήπια βιαιότητα και έναν διαστροφικό τρόπο σκέψης. Αυτό έχει μια γοητεία για έναν ηθοποιό.
Πράγματι, ο χαρακτήρας διακατέχεται από μια οριακή συμπεριφορά για την οποία ευθύνεται ένα αρχικά αφανές, αλλά βαθύ συναισθηματικό τραύμα. Πόσο απαιτητική πρόκληση αποδείχθηκε να ισορροπήσετε στην ερμηνεία σας αυτές τις δύο πτυχές;
Ε.Β.: Τους ήρωες που υποδύομαι τους προσεγγίζω ως ανθρώπους, όχι ως ρόλους. Τους διαμορφώνω έτσι όπως φαντάζομαι ότι θα μπορούσαν να είναι και μετά προσαρμόζομαι σαν να είμαι εγώ αυτός ο άνθρωπος. Ακολουθώ τη μέθοδό μου και στην περίπτωση που κάτι δεν αποδίδει όπως το θέλω, τότε ζητάω βοήθεια από το σκηνοθέτη μου.
Επί τη ευκαιρία, αλήθεια, πώς καταλήξατε στους ηθοποιούς σας;
Ν.Η.: Την Εβελίνα την είχαμε σκεφτεί όλοι από την αρχή, καθώς νομίζω ότι ο ρόλος τής ταιριάζει φυσιογνωμικά. Επίσης, όμως, την οδηγεί σε δύσκολες και σκοτεινές περιοχές στις οποίες δεν έχει βρεθεί ξανά. Δίνει μια πραγματικά εξαιρετική και ριψοκίνδυνη ερμηνεία, όπως δεν την έχετε ξαναδεί ποτέ! Από την άλλη, τον Γιωργο τον γνώριζα από παλιά, είναι ένας σπουδαίος ηθοποιός που απείχε για κάποιον καιρό, αλλά εγώ τον σκέφτηκα αμέσως, καθώς αρμόζει και ιδιοσυγκρασιακά στο ρόλο. Και, φυσικά, είχαμε το τεράστιο ατού ότι υπήρξαν παντρεμένοι με την Εβελίνα, αφού ενσαρκώνουν ένα συζυγικό ζευγάρι. Το γεγονός αυτό προσέφερε "αποχρώσεις" αδιόρατων αυτοματισμών που ήθελα στην ταινία.
Όσο για το νεαρό ζευγάρι, αναζητούσα άφθαρτα πρόσωπα, όπως αντίστοιχα είχαμε κινηθεί και στο "Hardcore" αναδεικνύοντας τέσσερις σπουδαίους νέους πρωταγωνιστές. Εν προκειμένω, με την Κωνσταντίνα Μεσσήνη ήμουν τυχερός γιατί τη βρήκα γρήγορα. Ήρθε και έκανε δοκιμαστικό με μια πολύ δύσκολη σκηνή αλλά μας συγκλόνισε. Στη συνέχεια μου ήταν αδύνατο να φανταστώ κάποια άλλη στο ρόλο. Ακολούθως, ο Κλαούντιο Κάγια είναι ένα παιδί που ήρθε εδώ από την Αλβανία όταν ήταν τεσσάρων, πάλεψε πολύ για το όνειρό του και έχει ένα τέλειο συνδυασμό αποφασιστικότητας και ευαισθησίας. Όπως και ο χαρακτήρας του, βιώνει τα πάνδεινα σε μια προσπάθεια να αποδείξει ότι μπορεί να αγαπήσει πραγματικά!
Η οικογένεια ως μηχανισμός καταπίεσης έχει απασχολήσει συχνά το σινεμά, μόνο που εδώ οι ήρωές σας φτάνουν, ομολογουμένως, σε νέα άκρα. Είναι οι γονείς μας οι πρώτοι ενάντια στους οποίους πρέπει να "επαναστατήσουμε";
Ν.Η.: Είναι πολύ επικινδυνο να θεωρεις ότι θα βοηθήσεις το παιδί σου "διαμορφώνοντάς" το. Είναι πολύ σημαντικό να νιώθεις πως μπορείς να επαναστατείς ανά πάσα στιγμή ενάντια στους γονείς σου, αρκεί να μην αφήνεις τον εύκολο φόβο να επικρατήσει.
Μες την υπερβολή τους, βεβαίως, οι γονείς στην ταινία επιχειρούν να προστατέψουν την κόρη τους από έναν κόσμο γεμάτο κυνισμό. Μπορεί αυτή η στη ρίζα της αθώα ανησυχία, να φτάσει στα άκρα και στην πραγματικότητα;
Ε.Π.: Εξαρτάται από τόσο παρεμβατικοί είναι. Όσο πιο ανασφαλής είναι κάποιος τόσο περισσότερο θέλει να τα ελέγχει όλα και τα πάντα να περιστρέφονται από το μικρόκοσμό του. Ιδιαίτερα όταν έχουν συμβεί και άσχημα γεγονότα στη ζωή του, αυτή η υπερπροστασία μπορεί να έχει μια τραυματική αφετηρία.
Κατ’ επέκταση, απεικονίζετε την αγάπη και δη το νεανικό έρωτα, ταυτόχρονα ως καταφύγιο και μια τρόπον τινά σωστική λέμβο. Σώζει, τελικά, ο ρομαντισμός σε έναν κόσμο βίαιο, όπως περίπου, στο "Buzzheart";
Ν.Η.: Η αγάπη είναι η απόλυτη σωστική λέμβος και μέσω αυτής πρέπει να παλέψουμε τη βία, τον κυνισμό, το ναρκισσισμό και την αποστασιοποίηση.
Φαντάζομαι πως η εμπειρία των γυρισμάτων πρέπει να ήταν έντονη. Αναρωτιέμαι, πόσο δύσκολο είναι για έναν ηθοποιό να απεμπλακεί από μια τέτοιου είδους φόρτιση, μετά το τέλος μιας ταινίας;
Ε.Π.: Δεν ανήκω στους ηθοποιούς που "κουβαλούν" το ρόλο τους όπου πηγαίνουν… Ομολογώ πως θα ήταν κάπως άρρωστο, ειδικά όταν αναματράσαι με χαρακτήρας σαν της Σάντρας. Τη στιγμή που ο σκηνοθέτης λέει "wrap" γίνομαι πάλι ο εαυτός μου.
Μία από τις θεματικές που θίγονται στην ταινία είναι η σχολή του Συμπεριφορισμού. Τι σας ενέμπνευσε σε αυτήν; Και πώς την αντιλαμβάνεστε σε σχέση με μια εποχή όπως η σημερινή, στην οποία η συζήτηση γύρω από τη ψυχολογία, με την ευρύτερη έννοια, βρίσκεται στο απόγειό της;
Ν.Η.: O συμπεριφερισμός και το conditioning βασίλευε όταν ήμουν μικρός. Είχε φτάσει μέχρι και στην Ελλάδα, θυμάμαι χαρακτηριστικά το βιβλίο "The Human Zoo" (σ.σ.: του Ντέσμοντ Μόρις). Είναι μια τάση που παραλίγο να πάρει ξανά μπρος στα τέλη των ‘90s αλλά, ευτυχώς μάλλον, εν τέλει επικράτησαν διαφορετικές σχολές ψυχολογίας. Γιατί, όπως μας έχει δείξει πολλές φορές η Ιστορία, η ιδέα πως ο άνθρωπος διαμορφώνεται κυρίως από τα ερεθίσματα και το περιβάλλον γύρω του και όχι τόσο από την προσωπική οντότητά του, μπορεί να γίνει πολύ επικίνδυνη…
Είστε ένας εξαιρετικός γνώστης των θρίλερ και των ταινιών τρόμου, έτσι η ερώτησή μου έχει δύο σκέλη. Αφενός, πόσο δύσκολο είναι για ένα σκηνοθέτη να αποφύγει την επανάληψη σεναριακών μηχανισμών (tropes) που ενδεχομένως έχουν διαμορφώσει το θυμικό του; Αφετέρου, γιατί πιστεύετε αποφεύγουν οι Έλληνες δημιουργοί να γυρίσουν μια ταινία είδους;
Ν.Η.: Ναι, τα tropes του είδους κινδυνεύουν πλέον να χρησιμοποιούνται απλώς μηχανικά, μάλιστα τα ζητούν έντονα ακόμα και τα στούντιο. Προσωπικά, προσπαθώ μη "φορμάρω" την προσεγγιση μου στις συμβάσεις του είδους. Αντιμετωπίζω τα φιλμ μου ως έντονες ταινίες χαρακτήρων, για αυτό θα προσέξεις πως, για παράδειγμα, η φωτογραφία που επιλέγω συχνά είναι φωτεινή σε αντίθεση με τα νοσηρά γεγονότα που απεικονίζονται. Έπειτα, η βία και τα scares δεν έρχονται από εκεί που τα περιμένεις, αιφνιδιασμός που τα κάνει ακόμα πιο τρομακτικά. Τώρα, νομίζω πως οι Έλληνες δημιουργοί ίσως αποφεύγουν τα είδη γιατί προϋποθέτουν μεγάλες αντικειμενικές απαιτήσεις, τις οποίες συμμερίζεται και το κοινό, έτσι αποδεικνύονται ως κάτι πολύ δυσκολο.
Καθοριστικό ρόλο στην ατμόσφαιρα της ταινίας παίζει η μουσική επένδυση. Όχι μόνο στο κομμάτι της υπόκρουσης, απλώς, αλλά και δραματουργικά. Αν θέλετε, μιλήστε μας λίγο περισσότερο για το πώς προσεγγίσατε αυτό το κομμάτι.
Ν.Η.: Τη μουσική την έχει γράψει ο Coti K. με τον οποίο, μαζί με τον Βασίλη Ντοκάκη, είχαμε κάνει, επίσης, το "Hardcore". Είναι εξαιρετικός μουσικός, προσπαθήσαμε να αποφύγουμε τα προφανή tropes που λεγαμε και νωρίτερα, ώστε να χτίσουμε το συναίσθημα και το σασπένς αδιόρατα…
Τέλος, τι σημαίνει για εσάς "Buzzheart";
Ε.Π.: Είναι το κουμπί μιας τρομακτικής αγκαλιάς: της αγκαλιάς που δεν θέλεις αλλά πρέπει, της αγκαλιάς που σου επιβάλλεται, της αγκαλιάς που σε πονάει. Και όλα αυτά επειδή κάποιος απλώς έχει βρει το κουμπί σου και πειραματίζεται πανω σου, "παίζοντας" τους ρόλους του θύματος, του θύτη, του τιμωρού και του σωτήρα.
Περισσότερες πληροφορίες
Buzzheart
Όταν ο Αργύρης γνωρίζει τη Μαίρη σε ένα «στούντιο μασάζ», της ζητά ραντεβού και εκείνη του προτείνει να τη συνοδεύσει σε μια τριήμερη εκδρομή στο απομονωμένο εξοχικό των γονιών της, όπου τον περιμένουν μια σειρά από εκπλήξεις.