Τελευταία, χωρίς προφανή αφορμή, η Γαλλία έχει παραγάγει μερικά από τα πιο καθηλωτικά δικαστικά δράματα εδώ και χρόνια. Από το υποβλητικό "Σεντ Ομέρ" (Αλίς Ντιόπ) μέχρι τη βραβευμένη με Χρυσό Φοίνικα "Ανατομία μιας Πτώσης" (Ζιστίν Τριέ), το εν λόγω κινηματογραφικό είδος βιώνει μια χαρακτηριστική άνθηση. Στις παραπάνω ταινίες έρχεται να προστεθεί η αγωνιώδης "Υπόθεση Γκολντμάν", στην οποία ο σκηνοθέτης Σεντρίκ Καν αναπαριστά τη δεύτερη δίκη του Πιέρ Γκολντμάν, ενός ακροαριστερού ακτιβιστή ο οποίος τη δεκαετία του ’70 είχε καταδικαστεί σε ισόβια κάθειρξη για τέσσερις ένοπλες ληστείες, οι οποίες είχαν ως συνέπεια το θάνατο δύο πολιτών. Ο ίδιος δεν αποποιείται των ευθυνών του, ωστόσο αρνείται πεισματικά την ενοχή του σε ό,τι αφορά την απώλεια ανθρώπινων ζωών. Η απροσδόκητη εξέλιξη της υπόθεσης σε συνδυασμό με την εξαιρετική δουλειά των συντελεστών καθιστούν την ταινία μία από τις εκπλήξεις της σεζόν. Γι’ αυτό, συναντήσαμε στο Παρίσι τον Καν και τους συμπρωταγωνιστές Αριέ Γουορτχάλερ (βραβείο Σεζάρ για την ερμηνεία του) και Αρτούρ Χαράρι (συν-σεναριογράφος της "Ανατομίας"), ώστε να μάθουμε περισσότερα.
Η υπόθεση που ψηλαφεί η ταινία, παρότι καθηλωτική, δεν είναι ιδιαίτερα γνωστή εκτός Γαλλίας. Εσάς, όμως, τι ήταν εκείνο που σας κινητοποίησε ώστε να ασχοληθείτε σήμερα μαζί της;
Σεντρίκ Καν: Ουφ, θέσατε ένα πολύ ευρύ ερώτημα!
Αν θέλετε περνάω στο επόμενο!
Σ.Κ.: Όχι όχι, κάθε άλλο, αντιδρώ έτσι γιατί για εμένα προσωπικά, είναι η ερώτηση που με δυσκολεύει περισσότερο να απαντώ κάθε φορά που κάνω μια ταινία. Το τι είναι εκείνο που με κινητοποιεί αποτελεί σε γενικές γραμμές μυστήριο, γι’ αυτό οφείλω να παλέψω εσωτερικά και να βρω μια απάντηση. Πάντως, αυτό που μπορώ με σιγουριά να πω είναι ότι, καθώς ανέκαθεν με γοήτευε η Γαλλία των δεκαετιών του ’60 και του ’70, γνώριζα τα βασικά της περίπτωσης του Γκολντμάν. Όταν, όμως, μελέτησα λίγο περισσότερο την υπόθεση, σοκαρίστηκα με όσα του είχαν συμβεί. Ειδικότερα, συναρπάστηκα από την προσωπικότητά του. Βέβαια, δεν θα μπορούσα να πω το ίδιο για τις πολιτικές απόψεις του… Ωστόσο, ο ίδιος ήταν ένας μυθιστορηματικός, ρομαντικός τύπος γεμάτος αντιφάσεις. Διότι αν και μορφωμένος, ετοιμόλογος και γεμάτος θάρρος, ήταν ταυτόχρονα πονηρός και χειριστικός. Έπειτα, η δίκη του έχει στοιχεία που μου φαίνονται επίκαιρα. Όπως και τότε, στη Γαλλία ζούμε σε μια εποχή αυξημένης δραστηριότητας της ακροδεξιάς και της ακροαριστεράς, υπάρχει εκ νέου στη δημόσια σφαίρα η συζήτηση γύρω από τον αντισημιτισμό, το ρατσισμό κ.ο.κ. Κατ’ επέκταση, νιώθω πως οι νεότεροι αναζητούν έντονα το πνεύμα της ριζοσπαστικής επαναστατικότητας που κάποτε ήταν διάχυτο στην κοινωνία. Όσο ζούσε ο Γκολντμάν κατάφερνε να αφυπνίσει κάτι στον κόσμο, την πίστη σε κάτι απόλυτο, έτσι πιστεύω μπορεί να το καταφέρει και μέσω της ταινίας.
Δράττομαι από το τελευταίο που είπατε, για να προσθέσω πως εκλείπουν τέτοιες προσωπικότητες.
Σ.Κ.: Δεν είμαι σίγουρος… Δε δύναμαι να γνωρίζω όλους τους ενεργούς ακτιβιστές της ευρωπαϊκής ακροαριστεράς, όμως, οι πιθανότητες είναι ότι υπάρχουν αντίστοιχης επίδρασης υποκείμενα εκεί έξω. Εδώ που τα λέμε, δε χρειάζεται να κοιτάξουμε πολύ μακριά. Ο Ζαν-Λικ Μελανσόν, για παράδειγμα, προσπαθεί να εμπνεύσει το ακροατήριό του προωθώντας την εφαρμογή μιας πολιτικής ατζέντας που είναι πρακτικά αδύνατο να υλοποιηθεί (σ.σ.: η συνέντευξη έγινε μήνες πριν τις πρόσφατες γαλλικές εκλογές). Η συγκεκριμένη διάθεση και ενέργεια είναι εξίσου ρομαντική με εκείνη του Γκολντμάν.
Εσείς, κ. Γουορτχάλερ, από τη μεριά σας πώς προσεγγίσατε αυτόν το ρόλο; Ποιο ήταν το "κλειδί" στην ερμηνεία σας;
Αριέ Γουορτχάλερ: Δεν υπάρχουν "κλειδιά" για κανένα ρόλο, πόσω δε μάλλον για χαρακτήρες σαν τον Γκολντμάν. Δεν θέλω να αντιγράψω τον Σεντρίκ, αλλά το πώς σμιλεύω μια ερμηνεία αποτελεί και για εμένα ένα μυστήριο! (γέλια) Όμως, για να μην αποφύγω την ερώτησή σας, αυτό που προσπαθώ να πω είναι ότι δεν μπαίνω συνειδητά στη διαδικασία να πω ότι τώρα πρέπει να βρω την πρόθεση του ήρωα, μετά το παρελθόν του…
Σ.Κ.: Ναι μωρέ, αλλά γνωρίζεις ήδη πολλά περισσότερα για αυτόν από ένα δημοσιογράφο!
Α.Γ.: Δεν θα το έλεγα, γιατί εκείνο που μετράει για εμένα είναι ο χαρακτήρας. Τι λέει το σενάριο, ποια είναι η πλοκή, όχι τόσο το ιστορικό - κοινωνικό πλαίσιο που τον περιβάλλει. Ας πούμε, ήταν πολυτιμότερο για εμένα να διαβάσω το βιβλίο του (σ.σ.: "Σκοτεινές αναμνήσεις ενός Πολωνοεβραίου στη Γαλλία", εκδ. Πράξις), ούτως ώστε να εμβαθύνω στην ψυχοσύνθεσή του, να μάθω τι τον κινητοποιεί, τι τον εμπνέει, τι θέλει να κρύψει. Λιγότερο χρήσιμο μου φάνηκε να γνωρίζω απ’ έξω το νομικό πρωτόκολλο ή όλες τις λεπτομέρειες της πολιτικής ιδεολογίας του, αν και προφανώς αντιλαμβάνομαι την αξία τους. Γι’ αυτό προβληματίστηκα με τη λέξη "κλειδί". Δεν υπάρχει πεπατημένη οδός, είναι προτιμότερο να ακολουθείς το ένστικτό σου.
Σ.Κ.: Παρότι έχουμε κάνει ξανά αυτήν τη συζήτηση, μου φαίνονται τρομερά ενδιαφέροντα όσα λες…
Η ταινία πετυχαίνει κάτι δύσκολο. Ενώ βασίζεται στο διάλογο και σε μετρημένη δράση, δεν παύει να εκτινάσσει την ένταση στα ύψη. Πώς το καταφέρατε;
Σ.Κ.: Βασική πρωτοβουλία μου όταν σκηνοθετώ μια ταινία, είναι να μεταδίδω στο θεατή την αίσθηση πως βρίσκεται στο εδώ και το τώρα. Να έχει πλήρη επίγνωση του τι συμβαίνει τη στιγμή που συμβαίνει. Με συγχωρείτε εάν δεν γίνομαι περισσότερο επεξηγηματικός, δεν έχω εκ των προτέρων υπόψη τις αναλύσεις που γίνονται αφού ολοκληρωθεί μια παραγωγή, αλλά πιστέψτε με, σας το περιγράφω όπως ακριβώς το νιώθω.
Αρτούρ Χαράρι: Με συγχωρείτε που παρεμβαίνω, αλλά θα ήθελα να επισημάνω πως η ομιλία προσδίδει αυτομάτως κίνηση σε μια ταινία. Αποτελεί, στην ουσία της, μια δράση. Παρακολουθήστε με, αν θέλετε, τώρα που συνομιλούμε. Καθώς σας μιλάω χειρονομώ, αλλάζω θέση, μορφάζω - κινούμαι. Επομένως, η ομιλία προσδίδει μια αδιόρατη σωματικότητα που φορτίζει με ενέργεια ένα φιλμ. Φυσικά, την περισσότερη δουλειά την κάνει η κινηματογράφηση, όμως ο διάλογος δεν ισούται απαραίτητα με στατικότητα.
Σ.Κ.: Από την άλλη, μπορεί να μιλάμε τόση ώρα σε αυτήν τη συνέντευξη, αλλά νιώθω τόσο κουρασμένος που άνετα κοιμόμουν σ’ αυτή την πολυθρόνα. (γέλια) Αστειεύομαι ε, μη με πάρετε στα σοβαρά.
Αλίμονο! Μη με παρεξηγήσετε μονάχα που θα επιμείνω, λιγάκι, στη σκηνοθεσία. Γιατί έχει τέτοια ορμή η ταινία, που μου ήταν αδύνατο να πάρω τα μάτια μου από πάνω της. Αναρωτιέμαι, λοιπόν, εάν γυρίσατε τις σκηνές με βάση την εξέλιξη του σεναρίου, χρονολογικά αν θέλετε.
Α.Χ.: Ναι, και μάλιστα κατά τη διάρκεια μιας λήψης γυρίζαμε ολόκληρη κάθε σκηνή. Δεν "κόβαμε" ποτέ. Από μόνη της, η συγκεκριμένη επιλογή κρατούσε τους πάντες σε εγρήγορση. Με αυτόν τον τρόπο, επίσης, σταματούσαμε να έχουμε επίγνωση της κάμερας. Παίζαμε για τους εαυτούς μας και τους συναδέλφους μας στο πλατό. Αυτή η αίσθηση μου πρόσφερε απερίγραπτη ελευθερία. Την προτίμησα από τη συνήθη, εξαντλητική ανά φορές διαδικασία, όπου, δηλαδή, γυρίζεις ξανά και ξανά μια σκηνή από διαφορετικές γωνίες λήψης. Νιώθεις, κιόλας, πιο έντονα ότι συμμετέχεις σε ένα κατασκεύασμα, σε κάτι φτιαχτό.
Σ.Κ.: Να, άρα, πώς δημιουργούμε την αίσθηση του εδώ και του τώρα!
Κλείνοντας, θα ήθελα να διατυπώσω μια γενικότερη ερώτηση. Τελευταία, βλέπουμε όλο και περισσότερες γαλλικές ταινίες που περιστρέφονται γύρω από πολιτικά πολύπλοκες και ηθικά περίπλοκες δίκες. Πρόκειται, απλώς, για μια συγκυρία;
Σ.Κ.: Ααα, Αρτούρ, είναι για εσένα αυτή η ερώτηση… (γέλια)
Α.Χ.: Κοιτάξτε, σίγουρα υπάρχει μια τάση γύρω από τις δικαστικές ταινίες. Έως ένα βαθμό, θεωρώ πως οφείλεται στο ότι στη Γαλλία, κυριολεκτικά, μέχρι πριν από μερικούς μήνες δεν επιτρεπόταν με κανέναν απολύτως τρόπο η κάλυψη της δικαστικής διαδικασίας. Επομένως, οι δίκες είχαν φτάσει να λαμβάνουν διαστάσεις μύθου. Έπειτα, έχουν ξεχωριστό ενδιαφέρον για ένα θεατή, διότι θα τολμούσα να πω ότι συνιστούν μια παράξενη μορφή ψυχαγωγίας. Δίχως κανένα εφέ, καμία επιτήδευση, η τελετουργία μιας δίκης παρέχει τους δικούς της κανόνες και προσφέρει πραγματικές συνέπειες. Επιπλέον, μιμείται σε ρεαλιστικό βαθμό παρορμήσεις που ο καθένας μας κάνει ιδιωτικά. Κρίνουμε, αποφασίζουμε, καταδικάζουμε, τιμωρούμε, σε μια λαίμαργη προσπάθεια να βρούμε την αλήθεια.
Περισσότερες πληροφορίες
Υπόθεση Γκολντμάν
Στη Γαλλία της δεκαετίας του ’70, ο πολιτικός κρατούμενος Πιέρ Γκολντμάν προσπαθεί να αποδείξει την αθωότητά του σε μια υπόθεση πολλαπλών ληστειών, που οδήγησαν στο θάνατο δύο ανθρώπων.