Δεν υπάρχουν, στ’ αλήθεια, πάρα πολλές ταινίες που να αποτελούν κοινό τόπο νοσταλγίας για περισσότερες από μία γενιές, ωστόσο πολλοί gen xers και millennials μοιράζονται ως σημείο αναφοράς τον "Σκαθαροζούμη" (1988) του Τιμ Μπάρτον. Μια ταινία φτιαγμένη στο δικό της ξεχωριστό καλούπι, τρομερά παράξενη ακόμα και για τα τότε δεδομένα, η οποία ακροβατώντας στα όρια του φανταστικού, του μακάβριου και του κωμικού, ξεσήκωσε τη νεανική φαντασία. Παρότι στη συνέχεια μάλλον επισκιάστηκε από άλλες καλλιτεχνικές επιτυχίες του σκηνοθέτη της, ο "Σκαθαροζούμης" διατήρησε αναλλοίωτη επίδραση στο συλλογικό σινεφιλικό υποσυνείδητο. Υπό αυτήν την έννοια, στην εποχή που ευδοκιμεί η ανακύκλωση των IPs έναντι της αυθεντικής δημιουργίας, δεν προξενεί εντύπωση ότι η στοιχειωμένη περιπέτεια του Μπάρτον αποκτά καινούργιο κεφάλαιο. Αξίζει τον κόπο, όμως, προτού επικαλεστούμε τρεις φορές το όνομα του σαρδόνιου τελώνιου του τίτλου, να θυμηθούμε πού οφείλεται η διαχρονική γοητεία του πρωτότυπου φιλμ.
Διασκέδαση… μετά θάνατον
Η πλοκή του "Σκαθαροζούμη" εκτυλίσσεται σε πολλαπλά σεναριακά επίπεδα τα οποία αλληλεπιδρούν, γεγονός που αιτιολογεί την πληθωρικότητά του. Σε πρώτη φάση γνωρίζουμε τους Μέιτλαντς, ένα νιόπαντρο ζευγάρι που φτιάχνει το εξοχικό των ονείρων του. Τα σχέδιά τους ανατρέπονται από ένα ατύχημα που τους στερεί τη ζωή, αλλά τους δίνει την ευκαιρία να επιστρέψουν ως φαντάσματα στο σπίτι το οποίο, όντας άδειο πλέον, πωλείται στην εύπορη οικογένεια Ντιτζ. Εάν θέλουν να διώξουν τους νέους ενοίκους, οι Μέιτλαντς πρέπει να βρουν τρόπο να τους τρομάξουν για τα καλά, αποστολή στην οποία προσφέρεται να τους βοηθήσει ο παμπόνηρος Σκαθαροζούμης: ένας αχρείος "βιο-εξορκιστής", που φιλοδοξεί να εκμεταλλευτεί τη συγκυρία ώστε να προκαλέσει χάος στον κόσμο των θνητών.
Με εξαίρεση τις μικρού μήκους και τα βιντεοκλίπ που είχε σκηνοθετήσει μέχρι τότε, ο Μπάρτον δεν είχε επιδείξει ακόμη, στο ευρύ κοινό, την ικανότητά του να θίγει μεταξύ σοβαρού κι αστείου σκοτεινές θεματικές όπως η μετά θάνατον ζωή. Αλλά ούτε και είχε αναπτύξει πλήρως το νεο-γοτθικό στιλ του, ένα κράμα ρομαντισμού, σκοτεινών χαρακτήρων και χειροποίητης αισθητικής με αρκετά δάνεια από το σινεμά του φανταστικού, τα horror και τα b-movies. Στα τέλη της δεκαετίας του ’80, η μοναδική πλήρης κινηματογραφική δουλειά του Αμερικανού ήταν η εμπορικά επιτυχημένη και μαζικής απήχησης slapstick κωμωδία "Pee-wee's Big Adventure" (1985), η οποία επισφράγισε το μύθο του Πι-γουί Χέρμαν, του ατζαμή ήρωα με τον οποίο ταυτίστηκε ο Πολ Ρούμπενς, γεμίζοντας ασφυκτικά τα θέατρα προτού περάσει στη μεγάλη οθόνη. Έτσι, ο "Σκαθαροζούμης" δεν ήταν σε καμία περίπτωση μια πρόταση που μπορούσε, τότε, να γίνει εύκολα κατανοητή από τους παραγωγούς. Μάλιστα, απορρίφθηκε ως "σκετή μ*****α" από έναν υψηλά ιστάμενο της Universal, προτού το σενάριο αγοραστεί από την Geffen, η οποία είδε να μπαίνουν στα ταμεία της πάνω από 74 εκατομμύρια δολάρια, έχοντας ξοδέψει μόλις 15 εκατ.
Γιατί, λοιπόν, λειτουργεί ο "Σκαθαροζούμης"; Αφενός, όλοι οι χαρακτήρες είναι εγγενώς συμπαθείς, ακόμα και οι πιο αρνητικοί. Εξανθρωπίζονται από τις ιδιοτροπίες τους, φλερτάρουν με την καρικατούρα αποφεύγοντας να την ενστερνιστούν και συμπεριφέρονται με μια γλυκιά, camp υπερβολή. Πολύτιμος αρωγός στην εύστοχη απεικόνισή τους οι ερμηνείες των ηθοποιών. Άλεκ Μπόλντουιν και Τζίνα Ντέιβις είναι οι ιδανικοί αγαθοί μικροαστοί Μέιτλαντς, η Γουινόνα Ράιντερ, στο ρόλο που την έφερε στο προσκήνιο, είναι η καταθλιπτική έφηβη Λίντια με την οποία όλοι ταυτίζονται και ο Μάικλ Κίτον ταίριαξε γάντι στο ρόλο του κακούργου δαιμονάκου. Το λεγόμενο "star power" της ταινίας, άρα, είναι αδιαμφισβήτητο. Έπειτα, ο κόσμος του φιλμ αποτελεί μια διαφορετική, αστεία και έξυπνη αναπαράσταση της μετά θάνατον ζωής. Ο "άλλος κόσμος" δεν είναι απαραίτητα μια τιμωρητική κόλαση πηχτή σαν μελάσα, αλλά ένα πολύχρωμο σύμπαν που κατοικείται από αλλοπρόσαλλα όντα και το οποίο διέπεται από τους κανόνες μιας μεταφυσικής γραφειοκρατίας! Ο "Σκαθαροζούμης", ακολούθως, ισορροπεί μεταξύ feelgood φάρσας και περιπέτειας φαντασίας, παρουσιάζοντας συνεχώς απρόοπτα και καινούργιες προκλήσεις, ενώ δεν παραλείπει να σχολιάσει διακριτικά όσα θίγονται. Η οικογένεια Ντιτζ προέρχεται από την κοινωνία του φαίνεσθαι και της επίδειξης πλούτου, με εξαίρεση φυσικά τη νεαρή Λίντια που ακριβώς χάρη στην παραξενιά της έχει την ικανότητα να βλέπει τα φαντάσματα και κατ’ επέκταση πέρα από την επιφάνεια των πραγμάτων. Ακόμα πιο ενδιαφέρον είναι το πώς η ιστορία προκρίνει τη συμφιλίωση του ανθρώπου με το αλλόκοτο και την πνευματικότητα και αφουγκράζεται τις πιο ανατριχιαστικές πτυχές της ύπαρξης, ούτως ώστε ο χρόνος στη Γη να αποκτήσει μεγαλύτερο βάθος και αξία. Σοβαροί προβληματισμοί, δηλαδή, οι οποίοι εξερευνώνται δίχως ίχνος επιτήδευσης, στο ρυθμό του κομματιού "Day-O (The Banana Boat Song)" του Χάρι Μπελαφόντε…
Γοτθική ανάσταση
Το 1988, ο "Σκαθαροζούμης" αποδείχθηκε η ταινία που εκτόξευσε την καριέρα του Τιμ Μπάρτον. Αμέσως μετά, ο σκηνοθέτης με τα "Batman" (1989) και "Ο Μπάτμαν Επιστρέφει" (1992) έκανε μόδα τις υπερηρωικές ταινίες, σε μια περίοδο που δεν ήταν ιδιαίτερα δημοφιλείς, και παρέδωσε φιλμ σημεία αναφορά όπως ο "Ψαλιδοχέρης" (1990) και ο "Χριστουγεννιάτικος Εφιάλτης" (1993, στο σενάριο και την παραγωγή), τα οποία καθιέρωσαν τον όρο "μπαρτονικός". Σήμερα, βέβαια, η καριέρα του Αμερικανού βρίσκεται φαινομενικά σε δημιουργικό αδιέξοδο. Την τελευταία δεκαετία τα έργα του έχουν εγκλωβιστεί στην ανισότητα ("Μεγάλα Μάτια", "Μις Πέρεγκριν: Στέγη για Ασυνήθιστα Παιδιά", "Ντάμπο"), με αποτέλεσμα το σίκουελ "Σκαθαροζούμης Σκαθαροζούμης" να μοιάζει με μια επιστροφή στις γοτθικές ρίζες, η οποία ίσως φέρει την επιθυμητή ανάνηψη της μπαρτονικής έμπνευσης.
Όπως αρμόζει στο πνεύμα του franchise, όλα ξεκινούν από μια τραγωδία που υποχρεώνει την οικογένεια Ντιτζ να επιστρέψει στο παλιό σπίτι της. Αυτήν τη φορά, όμως, μαζί τους είναι και η κόρη της Λίντια, την οποία ενσαρκώνει η ανερχόμενη σταρ Τζένα Ορτέγκα. Η ηθοποιός έχει συνεργαστεί επιτυχημένα με τον Μπάρτον στη σειρά "Wednesday" –σουξέ που σίγουρα φιλοδοξεί να επαναλάβει–, ενώ αξίζει να σημειωθεί πως είναι το πρόσωπο της επίσης επιτυχημένης αναβίωσης του "Scream". Η νεαρή ηρωίδα, λοιπόν, εξερευνώντας τα δωμάτια του οικήματος ανακαλύπτει στη σοφίτα ένα μοντέλο της πόλης όπου ζουν, αγνοώντας πως σε ένα από τα μικροσκοπικά σπιτάκια κρύβεται ο Σκαθαροζούμης. Άθελά της τον αφυπνίζει και έτσι ο "βιο-εξορκιστής" είναι έτοιμος να τρομοκρατήσει ξανά την πλάση. Εκτός από τους Ράιντερ, Κίτον και Κάθριν Ο’Χάρα που επιστρέφουν στους ρόλους τους, η διανομή περιλαμβάνει και άλλα πρωτοκλασάτα ονόματα. Ξεχωρίζουν εκείνα του εμβληματικού Γουίλεμ Νταφόε ("Poor Things"), του Τζάστιν Θερού ("Οδός Μαλχόλαντ") και, φυσικά, της Μόνικα Μπελούτσι. Το "Σκαθαροζούμης Σκαθαροζούμης" έκανε παγκόσμια πρεμιέρα ως ταινία έναρξης του 81ου Φεστιβάλ Βενετίας (28/8-7/9) και από τις 5 Σεπτεμβρίου θα προβάλλεται στους ελληνικούς κινηματογράφους.