Πώς αποφάσισες να κάνεις την πρώτη σου μεγάλου μήκους ταινία γύρω από το συγκεκριμένο θέμα;
Το 2018 αυτοκτόνησε ένα τρανς αγόρι, γεγονός το οποίο με άγγιξε πολύ, όπως και όλη την ισπανική κοινωνία. Νομίζω ότι μέχρι τότε οι τρανς ταυτότητες στην παιδική ηλικία δεν υπήρχαν σε μεγάλο μέρος του συλλογικού φαντασιακού. Αλλά από την αυτοχειρία του και έπειτα, η κοινωνία άρχισε να συζητάει γι’ αυτές. Οικογένειες με τρανς παιδιά άρχισαν να εμφανίζονται στην τηλεόραση, το ραδιόφωνο και τον τύπο και να μοιράζονται τις εμπειρίες από τις ζωές τους. Έτσι, η ευαισθητοποίηση άρχισε να διευρύνεται στα χρόνια που ακολούθησαν. Εμένα με εντυπωσίασε πως το αγόρι αυτό άφησε ένα γράμμα, στο οποίο έλεγε πως αυτοκτόνησε προκειμένου να δώσει ορατότητα στην πραγματικότητά του. Επιπλέον, ένιωσα την ανάγκη να πάρω συνεντεύξεις από οικογένειες με τρανς παιδιά, έτσι ξεκίνησα μία σειρά συνεντεύξεων οι οποία διήρκησε συνολικά οκτώ μήνες. Έπειτα από όλα αυτά, αποφάσισα πως υπήρχε μια ταινία που μπορούσα να γυρίσω πάνω σε αυτή τη θεματική.
Τι αποκόμισες από αυτές τις συνεντεύξεις;
Υπήρξαν κάποια λόγια που λειτούργησαν ως κλειδί για μένα. Μία από τις οικογένειες ανέφερε πως δεν ήταν το παιδί που πέρασε τη μετάβαση, αλλά ολόκληρη η οικογένεια γιατί στην πραγματικότητα δεν άλλαξε το ίδιο, αλλά το βλέμμα των υπόλοιπων μελών της προς αυτό. Η άλλη μεγάλη ιδέα που ανέφεραν πολλοί ήταν πως έπειτα από το πέρας αυτής της διαδικασίας, ένιωθαν πως αυτή θεράπευσε τις οικογένειες τους και σύσφιξε τους δεσμούς της. Πρόκειται για μια πολύ θετική ματιά που δεν ακούμε συχνά σχετικά με την τρανς εμπειρία.
Γι’ αυτό υποθέτω αποφάσισες να επικεντρωθείς στους δεσμούς της οικογένειας και όχι στη βία, για παράδειγμα, όπως άλλες ταινίες παρόμοιας θεματικής.
Στην πραγματικότητα αποφάσισα να τονίσω ένα διαφορετικό είδος βίας, αυτό που συμβαίνει μέσα σε μία οικογένεια όταν υποτίθεται ότι βρίσκεσαι σε ένα ασφαλές περιβάλλον και λαμβάνεις φροντίδα από κάποιον που σε αγαπά. Ακόμα και σε αυτές τις συνθήκες, κάποιος μπορεί να σε πληγώσει στην προσπάθειά του να σε αγαπήσει. Επιπλέον, υπάρχει αυτή η αόρατη βία που δεν παρατηρούμε: η Λουτσία υποφέρει κάθε φορά που κάποιος την αποκαλεί με το όνομά με το οποίο δεν αισθάνεται άνετα ή όταν δεν μπορεί να μπει σε ένα δημόσιο χώρο στον οποίο θεωρεί ότι ανήκει.
Η σκηνή στο κατάστημα ρούχων ήταν για μένα η πλέον αντιπροσωπευτική αυτού που αναφέρεις, αλλά και η πιο ισχυρή συναισθηματικά σε όλη την ταινία. Αναρωτιέμαι πώς προέκυψε η έμπνευση γι’ αυτή.
Επεισόδια αντίστοιχου τύπου επαναλαμβάνονταν σε όλες τις συνεντεύξεις: υπάρχει πάντα κάποιου είδους τελετή, μια βάφτιση όπως στην ταινία ή ενός γάμος ή ένα πάρτι γενεθλίων, που γίνεται μια ευκαιρία για τα παιδιά να αυτοσυστηθούν στην ευρύτερη οικογένεια με το να φορέσουν ρούχα που εκφράζουν τα αισθήματα απέναντι στο φύλο τους. Όταν δεν μπορούσαν να το κάνουν, τα παιδιά ένιωθαν απόλυτη θλίψη, αποσυνδέονταν ψυχολογικά από την υπόλοιπη οικογένεια και κυρίως τις μητέρες τους και αυτό αποτελούσε ένα σημείο καμπής. Τότε η οικογένεια συνειδητοποιούσε ότι συνέβαινε κάτι βαθύτερο που δεν αφορούσε αποκλειστικά την ένδυση, ακόμα και αν δεν καταλάβαινε πάντα πλήρως τι ήταν αυτό.
Μέχρι την τελευταία σκηνή και δεδομένου ότι τα ντοκιμαντέρ σου με κάποιον τρόπο αφορούσαν τη μουσική, αναρωτήθηκα για τους λόγους έλλειψης της στην ταινία.
Ο λόγος ήταν ότι ήθελα να κάνω την ταινία το δυνατόν νατουραλιστική, όχι μόνο όσον αφορά την απουσία της μουσικής, αλλά και την κινηματογράφιση, τις ερμηνείες και τη χρήση φυσικού φωτός. Ήθελα να έχω μια ντοκουμενταρίστικη προσέγγιση και, φυσικά, η μουσική θα πρόδιδε αυτό το σκοπό, αλλά επιπλέον δεν ήθελα να τη χρησιμοποιήσω για να υπογραμμίσω τι θα πρέπει να νιώσει ο θεατής με ευθύ τρόπο. Ήθελα να του δώσω χώρο να νιώσει και να αισθανθεί σύμφωνα με τις δικές του εμπειρίες. Επομένως, η μουσική υπάρχει μόνο ως μέρος της ιστορίας περιγράφοντας τον χαρακτήρα με βάση το τι επιλέγει ο ίδιος να ακούσει.
Ένα μεγάλο μέρος της ταινίας είναι γενικώς η γυναικεία εμπειρία, καθώς οι ηρωίδες σου προσπαθούν να είναι τέλειες και κρίνονται όταν δεν το επιτυγχάνουν. Ωστόσο ο πατέρας είναι σχεδόν απών και δεν λαμβάνει κάποιου είδους κριτική για τη συμπεριφορά του. Στις συνεντεύξεις, παρατήρησες διαφορές ανάμεσα στο πως οι γονείς αντιμετώπισαν τα παιδιά ανάλογα με το δικό τους φύλο ή εκείνο, βιολογικό και προτιμητέο, του παιδιού;
Αφού ολοκλήρωσα τους οκτώ μήνες των συνεντεύξεων, ξεκίνησα να γράφω το σενάριο και δύο χρόνια μετά ξανάρχισα τις συνεντεύξεις για να βεβαιωθώ ότι η ταινία μου παραμένει επίκαιρη ως προς τις οικογενειακές εμπειρίες που παρουσιάζει, μιας και η κοινωνία εντωμεταξύ είχε κάνει τεράστια βήματα. Τότε, άρχισαν να εμφανίζονται περισσότεροι πατέρες – σε αντίθεση με τη συντριπτική πλειοψηφία των μητέρων στις πρώτες συνεντεύξεις- και αυτό απέδειξε πώς μετασχηματιζόταν η κοινωνία. Ωστόσο, αισθάνομαι ότι σε γενικές γραμμές για τους πατέρες ήταν πιο δύσκολο να αποδεχτούν αυτή την πραγματικότητα των παιδιών τους. Δεν ξέρω αν είχε να κάνει με τον τρόπο που ανατράφηκαν οι ίδιοι, τη δυσκολία να εκφράσουν τα δικά τους συναισθήματα και τη συνήθεια να καταφεύγουν στην άρνηση γιατί η πραγματικότητα ήταν πολύ επίπονη για τους ίδιους. Νομίζω ότι οι γυναίκες έχουν περάσει τη διαδικασία να σκεφτούν σχετικά με το φεμινισμό και τι σημαίνει να είσαι θηλυκότητα. Όλες αυτές οι ανασκοπήσεις τις έχουν κάνει να καταλάβουν περισσότερα, αλλά οι άντρες δεν έχουν φτάσει ακόμα στο σημείο να αποδημήσουν τι σημαίνει αρρενωπότητα. Όπως και να έχει, αισθάνομαι ότι κάποιες φορές δεν χρειάζεται να καταλαβαίνουμε τα πάντα, αρκεί να τα αποδεχόμαστε ως αυτά που είναι. Όσον αφορά τα τρανς αγόρια και κορίτσια, εκεί είδα διαφορές στις συμπεριφορές των γονιών απέναντί τους. Για παράδειγμα, αντιμετωπιζόταν ή γινόταν κατανοητό πιο "φυσικά" ένα κορίτσι που ήθελε να συμπεριφέρεται σαν αγόρι, γιατί οι οικογένειες σκέφτονταν ότι θέλει να αποκτήσει μεγαλύτερο δυναμισμό και ισχύ. Αντιθέτως, όταν ένα αγόρι ξεκινά να ντύνεται με κοριτσίστικα ρούχα ή να αναπαριστά γυναικείους χαρακτήρες, τρομάζει τις οικογένειες, καθώς, με την ίδια λογική, δεν κατανοούν γιατί να θέλει να προσεγγίσει έναν πιο "αδύναμο" ρόλο.
Περισσότερες πληροφορίες
20.000 Είδη Μελισσών
Ένα οκτάχρονο αγόρι που νιώθει κορίτσι θα περάσει ένα καλοκαίρι στη Χώρα των Βάσκων και τη γενέτειρα της μητέρας του, όπου και θα έρθει αντιμέτωπο όχι μόνο με τις προκαταλήψεις του κοινωνικού περιβάλλοντος αλλά και με τις ίδιες τις επιθυμίες του.