Μοιάζει απίστευτο, αλλά όταν το φθινόπωρο του 1994 έκανε πρεμιέρα το "Τελευταία Έξοδος: Ρίτα Χέιγουορθ", η ταινία έφτασε μετά βίας στην ένατη θέση του αμερικάνικου box office, συγκεντρώνοντας μόλις 16 εκατομμύρια δολάρια έχοντας κοστίσει 25 εκατ. Επισήμως, το δράμα φυλακής του πρωτοεμφανιζόμενου(!) σκηνοθέτη Φρανκ Ντάραμποντ ήταν μια εμπορική αποτυχία. Για την αρχική κακή τύχη της ταινίας ευθύνονται μια σειρά από παράγοντες, όπως ο αδυναμος πρωτότυπος τίτλος (ουδείς καταλάβαινε, συγκρατούσε ή θυμόταν το "Shawshank Redemption") και η κινηματογραφική συγκυρία. Η "Τελευταία Έξοδος" συνέπεσε με την κυκλοφορία μεγάλων επιτυχιών όπως τα "Pulp Fiction" και "Forrest Gump", ενώ παράλληλα η προωθητική καμπάνια της παραγωγής απέτυχε να πείσει το κοινό πως δεν πρόκειται για μια τυπική ταινία φυλακών. Η φήμη της άρχισε να βελτιώνεται μερικούς μήνες μετά χάρη στις επτά οσκαρικές υποψηφιότητες που έλαβε (αλλά δεν κέρδισε), στα βίντεο κλαμπ και την τηλεόραση, όπου συνδυαστικά οι ενοικιάσεις και οι επαναλήψεις φρόντισαν ώστε το φιλμ να διαδοθεί από στόμα σε στόμα. Fast forward στην εποχή του ίντερνετ, όπου πια η διασκευή της ομώνυμης ιστορίας του Στίβεν Κινγκ είναι πρώτη στη λίστα του IMDb με τις πιο δημοφιλείς ταινίες όλων των εποχών - ξεπερνώντας το "Νονό"! Γιατί, όμως, ο κόσμος αγαπάει τόσο πολύ την "Τελευταία Έξοδο";
Ο βασικός λόγος είναι ο τρόπος που ισορροπεί μεταξύ ποιοτικού - "σοβαρού" σινεμά, ανάλαφρης ψυχαγωγίας και καλόκαρδης αφήγησης. Η οδύσσεια του Άντι Ντουφρέιν (Τιμ Ρόμπινς), ο οποίος από τραπεζίτης βρίσκεται να καταδικάζεται άδικα για τη δολοφονία της συντρόφου του και του εραστή της, προτού αναπτύξει μια απροσδόκητη φιλία με τον επίσης φυλακισμένο Ρεντ (Μόργκαν Φρίμαν), κινηματογραφείται από τον Ντάραμποντ με τέτοια ευθύτητα ώστε ο θεατής δε χρειάζεται να μοχθήσει για να μείνει συντονισμένος. Έπειτα, το άψογο παίξιμο του πρωταγωνιστικού διδύμου αρκεί για να περάσουν σε δεύτερη μοίρα τα εγκλήματα που έχουν (ή δεν έχουν) κάνει και να εξανθρωπιστούν σε τέτοιο σημείο που να μοιάζουν με έκπτωτοι άγιοι με τους οποίος ο καθένας μπορεί να ταυτιστεί. Η εικόνα δε ενός πρώην προνομιούχου λευκού που συνεργάζεται και "ανατρέπει το σύστημα" ενώνοντας τις δυνάμεις του με έναν Αφροαμερικανό κατάδικο, συνιστά έτοιμη συνταγή για το απόλυτο χολιγουντιανό χάπι εντ. Προσθέστε στο μιξ το σποραδικό χιούμορ, τον ημίσκληρο ρεαλισμό και τις συχνές μικρές ανατροπές και "δένει" το γλυκό.
Η "Τελευταία Έξοδος", ωστόσο, μπορεί να λειτουργεί σε επίπεδο θεάματος και δικαίως απολαμβάνουμε τη θαλπωρή της, αλλά είναι στη ρίζα της μια ομολογουμένως χειριστική ταινία. Από την υπερβολή στα βάσανα που βρίσκουν τον μεσσιανικών διαστάσεων Ντουφρέιν, μέχρι την αντίστοιχης εμβέλειας οξυδέρκειά του που αγγίζει τα όρια… πτυχιούχου γεωλόγου, ο Ντάραμποντ χρησιμοποιεί κάθε όπλο στην κινηματογραφική φαρέτρα για να συγκινήσει. Όπως το να εκμεταλλευτεί το πλαίσιο μιας φυλακής ως μέσο (μικροαστικού) εκφοβισμού, επιβεβαιώνοντας την προκατάληψη πως πρόκειται για έναν τόπο νομοτελειακής ακραίας κακοποίησης, καταφέρνοντας ταυτόχρονα να υποτιμήσει τη σκληρή πραγματικότητά της. Όπου χρειάζεται τα κελιά εμφανίζονται ως επίγεια κόλαση και άλλοτε ως λεκιασμένος παράδεισος όπου κατοικούν αγαθές ψυχές σε αναζήτηση σωτήριας. Από την άλλη, χάνεται η ευκαιρία να διερευνηθεί παραπάνω ο πραγματικά ξεχωριστός χαρακτήρας του Ρεντ, αφού περιορίζεται σε ρόλο παρατηρητή - θαυμαστή των ικανοτήτων του Άντι, με αποκορύφωμα τη ψευδεπίγραφα αισιόδοξη τρίτη πράξη. Εν κατακλείδι, η "Τελευταία Έξοδος" αποτελεί μια γνήσια λαϊκή επιτυχία, όχι όμως δίχως μερικά προφανή ψεγάδια.
Περισσότερες πληροφορίες
Τελευταία Έξοδος: Ρίτα Χέιγουορθ
Ένας πρώην τραπεζικός υπάλληλος, καταδικασμένος σε ισόβια κάθειρξη για τη δολοφονία της γυναίκας του και του εραστή της, προσπαθεί να επιβιώσει στις απάνθρωπες συνθήκες διαβίωσης των φυλακών Σόουσανκ.