Μια ζωή σα σινεμά. Μονάχα έτσι ταιριάζει να περιγραφεί ο βίος της Ανούκ Εμέ, η οποία έφυγε από τη ζωή σε ηλικία 92 ετών, μια είδηση που έγινε γνωστή από την Μανουέλα Παπατάκη, την κόρη που απέκτησε μαζί με το σκηνοθέτη Νίκο Παπατάκη.
Η ηθοποιός, όντως, πέρασε το μεγαλύτερο μέρος της ύπαρξής της μπροστά και πίσω από τις κάμερες. Ήδη στα 14 πραγματοποίησε το κινηματογραφικό ντεμπούτο της στο "Σπίτι στη Θάλασσα" (Ανρί Καλέφ) ενσαρκώνοντας την έφηβη Ανούκ, το όνομα της οποίας οικειοποιήθηκε, αφήνοντας πίσω το δικό της Νικόλ Φρανσουάζ Φλοράνς Ντρέιφους, και έκτοτε χρησιμοποίησε ως καλλιτεχνικό. Το επώνυμο "Εμέ" προστέθηκε το 1947 από το σεναριογράφο και ποιητή Ζακ Πρεβέρ, ο οποίος τη "βάφτισε" με τη γαλλική λέξη για το "αγαπημένη" ("aimée") κατά τη διάρκεια της ετοιμασίας του "La Fleur de l’âge" (Μαρσέλ Καρνέ) που δεν ολοκληρώθηκε ποτέ.
Κάπως έτσι έγινε το ξεκίνημα μιας φιλμογραφίας που έφτασε περίπου τις εβδομήντα μεγάλου μήκους ταινίες και η οποία περιλαμβάνει συνεργασίες με σπουδαία ονόματα του κινηματογράφου, ικανά να προκαλέσουν ζαλάδα. Αφού η Εμέ εμφανίστηκε στο "La Tête Contre Les Murs" (1959) του Ζορζ Φρανζί, ακολούθησαν τα "Dolce Vita" (1960) και "8½" (1963) του Φεντερίκο Φελίνι που απογείωσαν τη φήμη της. Η ηθοποιός είχε την ικανότητα να διατηρεί μια λεπτή ισορροπία ανάμεσα στη γοητευτική μπαναλιτέ (ennui), τον υπαρξιακό προβληματισμό και την ταξική σύγχυσης μιας αποξενωμένης αστής, παραμένοντας αβίαστα σικάτη.
Στο ενδιάμεσο παρέδωσε μια από τις καλύτερες ερμηνείες της καριέρας της στο ρομαντικό "Λόλα" (1961) του Ζακ Ντεμί, υποδυόμενη μια χορεύτρια καμπαρέ η οποία αδυνατεί να ξεπεράσει τον πατέρα του επτάχρονου γιου της, ο οποίος την παράτησε όταν ήταν ακόμη έγκυος. Εξίσου αποστομωτική υπήρξε στο θυελλώδες "Ένας Άντρας, Μια Γυναίκα" (1966) του Κλοντ Λελούς, για το οποίο απέσπασε οσκαρική υποψηφιότητα και βραβεία στα BAFTA, τις Κάννες και τις Χρυσές Σφαίρες. Ακολούθησαν, μεταξύ άλλων, τα "Appointment" (Σίντνεϊ Λιούμετ, 1969), "Justine" (Τζορτζ Κιούκορ, 1969), "Second Chance" (Μάρκο Μπελόκιο, 1990) για το οποίο βραβεύτηκε στις Κάννες, "Η Τραγωδία ενός Γελοίου Ανθρώπου" (Μπερνάρντο Μπερτολούτσι, 1981) και "Prêt-à-Porter" (Ρόμπερτ Όλτμαν, 1994).