Προτού κυκλοφορήσει το 2015 ο αριστουργηματικός "Δρόμος της Οργής", το όνομα του μοναχικού αναβάτη Μαξ Ροκατάνσκι ήταν οικείο μονάχα μεταξύ των σινεφίλ που γνώριζαν το έργο του Αυστραλού σκηνοθέτη Τζορτζ Μίλερ· ενός αληθινά απρόβλεπτου δημιουργού, ο οποίος στο πέρας της φιλμογραφίας του έχει δείξει πως μπορεί με την ίδια ευκολία να παραδώσει συγκινητικά χολιγουντιανά δράματα ("Lorenzo’s Oil"), κωμωδίες φαντασίας ("Οι Μάγισσες του Ίστγουικ"), αξιολάτρευτα φιλμ για παιδιά ("Μπέιμπ, το Μικρό Γουρουνάκι στη Μεγάλη πόλη", "Happy Feet") και ενδοσκοπικά φιλμ υπαρξιακών αναζητήσεων ("Τρεις Χιλιάδες Χρόνια Προσμονής"). Ωστόσο, εννέα χρόνια πριν, η δυστοπική τριλογία ταινιών που ξεκίνησε με το "Mad Max" (1979) άνηκε εν πολλοίς στη σφαίρα του cult. Η ανατροπή που έφερε ο "Δρόμος της Οργής" ήταν ολοκληρωτική, όχι μόνο διότι αποδείχθηκε ένα πανάκριβο πλην κερδισμένο στοίχημα έχοντας κοστίσει κάτι μεταξύ 150 και 185 εκατομμυρίων δολαρίων για να αποφέρει τελικά 380 εκατ., αλλά και γιατί εκμοντέρνισε τον αισθητικό κώδικα του franchise, επανεφεύροντας το τι σημαίνει να φτιάχνεις μια blockbuster περιπέτεια τεραστίων διαστάσεων στον 21ο αιώνα. Παράλληλα, το άνυδρο σύμπαν του Μίλερ εμπλουτίστηκε τόσο σε επίπεδο μύθου όσο και χαρακτήρων, αφού τον Μαξ του Τομ Χάρντι επισκίασε από το πουθενά, απολύτως δικαιολογημένα, η Φουριόσα της Σαρλίζ Θερόν. Η ηρωίδα, την οποία τώρα ενσαρκώνει η Άνια Τέιλορ-Τζόι, αποκτά τη δική της ταινία, το "Furiosa: A Mad Max Saga", το οποίο αφηγείται την προϊστορία και την ανάδειξή της σε μια αμείλικτη μαχήτρια μιας ανέλπιδης Έρημης Χώρας. Τι κάνει, όμως, τόσο ακαταμάχητο τον κόσμο του "Mad Max" εδώ και σαρανταπέντε χρόνια;
Το sci-fi που δεν έχεις συνηθίσει
Αν και λύση ανάγκης, καθώς ο Μίλερ δεν διέθετε τους επιθυμητούς οικονομικούς πόρους, η απλότητα και η ανεπιτήδευτη φόρμα που διέπει την ταινία του 1979 και κατ’ επέκταση όλο το franchise, ταιριάζει γάντι στην ιδιοσυγκρασία του. Σε ένα πλαίσιο που ο πολιτισμός έχει καταρρεύσει και η ανθρωπότητα καλείται να επιβιώσει ενώ τα πάντα βρίσκονται σε έλλειψη, μοιάζει αυτονόητο πως οι πόλεις έχουν εγκαταλειφθεί και η ζωή έχει μεταφερθεί στο δρόμο. Εκεί κυριαρχούν αυτοσχέδια αυτοκίνητα, τα οποία θυμίζουν φουτουριστικά λείψανα - απομιμήσεις του εαυτού τους. Σαν παιδί των "Death Race 2000" και "Two-Lane Blacktop", το "Mad Max" συστήθηκε ως μια καταιγιστική ταινία δράσης που χρησιμοποιεί το συντακτικό ενός δυσοίωνου sci-fi, ενώ χειρίζεται χαρακτήρες βγαλμένους, θαρρείς, από γουέστερν. Σε μια άγονη Γη του "κοντινού μέλλοντος", η οποία οργώνεται από τα εκατοντάδες άλογα κινητήρων V8, το νερό είναι συνάλλαγμα, το δίκαιο όπως και η ηθική έχουν καψαλιστεί από τον καυτό ήλιο και η περιβαλλοντική κατάρρευση αποτελεί νομοτελειακή κατάληξη της ασύδοτης ανθρώπινης απληστίας ή και συνέπεια κάποιου πυρηνικού ολέθρου. Κοινώς, ο ελληνικής καταγωγής Αυστραλός δημιουργός παρέδωσε μια sui generis μετα-αποκάλυψη σε άψογη απόσταση από το φαντασιακό μέλλον και το παρόν της δεκαετίας του ‘70. Τα δάνεια του σκηνοθέτη από την εποχή του, εξάλλου, προδίδονται από την dieselpunk αισθητική και από την παντελή απουσία οποιασδήποτε μορφής ψηφιακότητας.
Γνώριμα υλικά σε πειραγμένη συνταγή
Με αντίστοιχη ροπή προς τη λιτότητα προσέγγισε ο Μίλερ και τις αφηγήσεις του, οι οποίες δίνουν την αίσθηση πως φτιάχνονται κάθε φορά από την αρχή, σαν άτυπα reboot του εαυτού τους. Αυτό συμβαίνει, από τη μία, διότι ποτέ δεν ήταν δεδομένο πως τα "Mad Max" θα γνώριζαν τη διαχρονική καταξίωση που απολαμβάνουν σήμερα. Οι αντικειμενικές δυσκολίες στην κατασκευή τους, κυρίως τα χρονοβόρα και κοστοβόρα γυρίσματα, σε συνδυασμό με τη συγκυριακή εμπορική επιτυχία τους, ήταν αδύνατο να εγγυηθούν το μέλλον του franchise. Το θετικό, από την άλλη, ήταν πως με αυτόν τον τρόπο προέκυπτε πάντα η δυνατότητα να εξερευνηθεί περαιτέρω ο κόσμος των ταινιών, ο οποίος αποδείχθηκε ιδιαίτερα εύπλαστος. Έτσι, ενώ όλα ξεκινούν ως μια ιστορία εκδίκησης του πρώην αστυνομικού - νυν αυτόκλητου τιμωρού Ροκατάνσκι (Μελ Γκίμπσον) για την μνήμη της οικογένειάς του, στη συνέχεια ("Road Warrior", 1981) ο ίδιος εξελίσσεται σε μοναχικό μαχητή και απροσδόκητο σωτήρα νομαδικής φυλής, προτού επιτελέσει το ρόλο του αυτόνομου μονομάχου στο απολαυστικά camp "Beyond Thunderdome" (1985). Η ανθεκτικότητα του franchise επαληθεύτηκε στο "Δρόμο της Οργής", όπου ο Γκίμπσον όχι απλώς αντικαταστάθηκε από τον Χάρντι στο ρόλο του Μαξ, αλλά ο χαρακτήρας υπήρξε σχεδόν επικουρικός στη δράση της Φουριόσα, χωρίς να επηρεαστούν οι αφηγηματικές ισορροπίες. Τώρα, λοιπόν, το πρίκουελ επικεντρώνεται στην αλύγιστη ηρωίδα, εμβαθύνοντας στα δύο συναισθήματα που τροφοδοτούν συνολικά το "Mad Max", εκείνο της αναγκαίας απονομής δικαιοσύνης και της φευγαλέας λύτρωσης. Αφορμή, η απαγωγή της νεαρής από τον πολέμαρχο Ντεμέντους (Κρις Χέμσγουορθ), αρχηγό της Ορδής του Ολέθρου, ο οποίος προχωρά στην κήρυξη πολέμου με τον τύραννο Αθάνατο Τζο (Λέιχι Χουλμ). Διακύβευμα, η επιβίωση της Φουριόσα και η επιστροφή της στην πατρίδα, την ουτοπία του Πράσινου Τόπου.
Περισσότερες πληροφορίες
Furiosa: A Mad Max Saga
Σε έναν άνυδρο και άγονο κόσμο, η νεαρή Φουριόσα καλείται να προστατεύσει την πατρίδα της, τον εύφορο Πράσινο Τόπο, αλλά και να επιβιώσει πάση θυσία, όταν ο πολέμαρχος Ντεμέντους την αιχμαλωτίζει προτού κηρύξει πόλεμο στις δυνάμεις του τυράννου Ιμόρταν Τζο.