Ήταν, μαζί με τις "Ιστορίες Καλοσύνης" του Γιώργου Λάνθιμου, η πλέον αναμενόμενη ταινία του φετινού φεστιβάλ. Θα διχάσει βαθιά τους κριτικούς, όχι όμως και το κοινό, δύσκολα θα φύγει από την Κρουαζέτ χωρίς βραβείο και στο τέλος της ημέρας θα φέρει πίσω στον Κόπολα ελάχιστα χρήματα από την επένδυσή του, μιας και ο ίδιος ξεπούλησε την περιουσία του για να το (αυτο)χρηματοδοτήσει με 120 εκατομμύρια δολάρια. Κι είναι φυσικά κρίμα, μιας και το "Megalopolis" είναι μια υπερπαραγωγή με όραμα, με σινεφίλ καρδιά και με πάμπολλες ιδέες. Αλλά και με μια ασυγκράτητη διάθεση να σχολιάσει διδακτικά τους πάντες και τα πάντα.
Είναι, επίσης, μια εξωφρενικά φιλόδοξη ταινία, σε πλήρη συμφωνία με τον ήρωά της. Τον πρωτοπόρο αρχιτέκτονα Σίζαρ Καταλίνα (Άνταμ Ντράιβερ), ο οποίος οραματίζεται μια φουτουριστική Νέα Ρώμη, όπως ονομάζεται πλέον η Νέα Υόρκη, κάτι που τον φέρνει σε σφοδρή αντιπαράθεση με το πραγματιστή δήμαρχό της Φράνκλιν Σίσερο (Τζιανκάρλο Εσπόζιτο). Στη σχέση τους θα εμπλακούν η κόρη του δημάρχου Τζούλια (Νάταλι Εμάνιουελ), ο δόλιος ανιψιός του Κλόντιο (Σία ΛαΜπέφ), μια σέξι τηλεπερσόνα (Όμπρεϊ Πλάζα) και ο παντοδύναμος τραπεζίτης Χάμιλτον Κράσους ΙΙΙ (Γιόν Βόιτ), καθως απανωτές συνωμοσίες και μια αναπάντεχη καταστροφή εξ ουρανού θα αλλάξουν τις ζωές όλους τους, όπως και των κατοίκων της Μεγκαλόπολις.
Η πρώτη μεγάλη και αμεσότερη αλληγορία του φιλμ έχει να κάνει με το τέλος της αμερικανικής αυτοκρατορίας, η οποία παραλληλίζεται φωναχτά με εκείνην της Ρώμης. Πάνω της, ο Κόπολα φορτώνει αναφορές στην 11η Σεπτεμβρίου, τον Ντόναλντ Τραμπ, την οικολογία, τα μέσα ενημέρωσης και το μεταναστευτικό, ενώ σχολιάζει πολυεπίπεδα τη σχέση ζωής και τέχνης. Ένα από τα ευρήματά του είναι η ικανότητα των "μεγάλων αντρών" και των σπουδαίων καλλιτεχνικών έργων να σταματούν το χρόνο, κάτι που στο "Megalopolis" συμβαίνει... κυριολεκτικά, δίνοντάς του χαρακτήρα ονειρικής φαντασίας. Αν σ' όλα αυτά προσθέσετε τις ατέλειωτες κινηματογραφοφιλικές παραπομπές (από το "Fountainhead" του Κινγκ Βίντορ ως τη "Μητρόπολη" και τη σειρά του "Δόκτορα Μαμπούζε" του Φριτς Λάνγκ) και τον διάχυτο αυτοσαρκαστικό τόνο, δικαίως θα αναρωτηθείτε: τι είδους ταινία έχουμε τελικά μπροστά μας;
Ο Κόπολα επένδυσε τη μισή – κυριολεκτικά – ζωή του σ' αυτό το πρότζεκτ, κάτι το οποίο το βαραίνει από το πρώτο ως το τελευταίο πλάνο. Το "Megalopolis" αυτοπροσδιορίζεται ως "ένας μύθος" ("a fable"), ένα μετα-παραμύθι που τσαλαβουτά στην επιστημονική φαντασία, το κοινωνικοπολιτικό σχόλιο, τη σάτιρα, το μελόδραμα και την πρωτοποριακή αφήγηση (κρύβει ένα ιδιοφυές "στιγμιαίο" μπρεχτικό τρικ). Αναγνωρίζεις πάνω του στιγμές μεγαλείου, περίσσια τόλμη και ουσιαστική σκηνοθετική δεξιοτεχνία. Τίποτα απ' όλα αυτά, όμως, δεν επικοινωνεί με τον... διπλανό του. Το φιλμ δεν έχει σχεδόν καμιά συνοχή, κι ενώ βρίθει σοβαροφάνειας (τα φιλοσοφικά τσιτάτα πέφτουν βροχή), το σχεδόν παρωδιακό χιούμορ του το υποβαθμίζει συχνά στο επίπεδο της φάρσας. Φετιχοποιώντας τις εικόνες του, ο Κόπολα ξεχαρβαλώνει τη σεναριακή συνέχεια και αληθοφάνεια της πλοκής του – για παράδειγμα, η Τζούλια εξαφανίζεται αδικαιολόγητα στην τρίτη πράξη – κι όσο περνάει η ώρα ο διδακτισμός του γίνεται απλοϊκότερος και εκνευριστικότερος.
Μεγάλο σινεμά με κάθε έννοια, το "Megalopolis" θα προκαλέσει παθιασμένες σινε-συζητήσεις και μετά το τέλος του φεστιβάλ. Δεν είναι λίγοι αυτοί οι οποίοι θα το υπερασπιστούν με πάθος, αλλά πολύ φοβάμαι πως τελικά ο χρόνος δεν θα είναι με το μέρος της πιο προσωπικής φιλμικής κατάθεσης του πολυαγαπημένου μας Φράνσις.
Ευχαριστούμε την Aegean Airlines για την υποστήριξή της στην πραγματοποίηση του ταξιδιού.