Δεν πρέπει να ήμουν πολύ πάνω από 17 όταν, επιστρέφοντας μια καθημερινή αργά το βράδυ από φροντιστήριο, στη ξεχασμένη από τη μάνα μου αναμμένη τηλεόραση εμφανίστηκε το πρόσωπο του Νίκου Παπατάκη. Η ΕΡΤ έπαιζε το ντοκιμαντέρ "Πορτρέτο ενός Ελεύθερου Σκοπευτή" (Τίμων Κουλμάσης & Ηρώ Σιαφλιάκη, 2008) κι εγώ πρέπει να έπεσα πάνω σε μια ατάκα σαν και την παρακάτω, γιατί ασυνείδητα είχα μαγνητιστεί: "Στις ταινίες μου δείχνω πως υπάρχουν καταστάσεις στις οποίες, εάν θεωρείσαι άνθρωπος, δεν έχεις άλλη επιλογή παρά να επαναστατήσεις και ακολούθως, πως η επανάστασή σου πρέπει να φτάσει ως το τέλος". Έμεινα να κοιτάζω άναυδος το υπόλοιπο ντοκιμαντέρ, το οποίο ανήκει στη σπουδαία γαλλική σειρά "Cinéma, de Notre Temps", ώσπου έπεσα για ύπνο γεμάτος ενέργεια, ανυπομονώντας την επόμενη μέρα να ψάξω περισσότερα ώστε να καταλάβω ένα πράγμα: ποιος είναι ο Παπατάκης;
Εκ των υστέρων εκείνο το βράδυ μοιάζει καθοριστικό, αφού το επόμενο διάστημα ασχολιόμουν εμμονικά με τον άνθρωπο που εν τέλει έμαθα πως ήταν σκηνοθέτης. Οι πηγές για εκείνον πενιχρές, η διαθεσιμότητα των ταινιών του ακόμα πιο δυσεύρετη. Κι έπειτα, τι τύπος πρέπει να είσαι για να σε χαρακτηρίζει "ελεύθερο σκοπευτή" ένα ντοκιμαντέρ προς τιμήν σου; Κι όμως, ήδη ο χαρακτηρισμός έβγαζε νόημα. Ο Παπατάκης μίλαγε για το σινεμά σα να είναι ζήτημα ζωής και θανάτου όμως, πολύ περισσότερο, το αντιμετώπιζε σαν ένα εργαλείο ταξικής πάλης πέρα εκτός από αφορμή καλλιτεχνικής έκφρασης. Σταδιακά βρήκα και άλλες πληροφορίες, κυρίως για τη μυθιστορηματική ζωή του. Το πώς έφυγε από τη γενέτειρά του Αιθιοπία, αφού πολέμησε κόντρα στις φασιστικές δυνάμεις του Μουσολίνι, για την επίδραση που είχε στη Γαλλία μέσα από το κλαμπ Rose Rouge, προτού βοηθήσει ξεκινήσουν οι καριέρες των Ζαν Ζενέ και Τζον Κασσαβέτη, "βαφτίζοντας" στο ενδιάμεσο τη Nico των Velvet Underground. Αυτά είναι και τα διασημότερα βιογραφικά στοιχεία του Παπατάκη, λένε όμως λιγότερο από τη μισή ιστορία. Ο ίδιος έζησε μια πολύ σκληρή ζωή, τόσο σε επίπεδο σχέσεων όσο και οικονομικά, την οποία εξιστορείται αποστομωτικά στην αυτοβιογραφία του "Όλοι οι δρόμοι προς την απόγνωση" (εκδ. Χατζηνικολή). Ο τρομερά απαισιόδοξος τίτλος είναι ενδεικτικός της ιδιοσυγκρασίας του ίδιου αλλά και των εμπειριών που τον καθόρισαν, όλες τους ανέκαθεν στον υπερθετικό βαθμό και διαχρονικά βιωμένες με όρους μάχης για αποδοχή και αποφυγής της ταπείνωσης. Χωρίς πάντα να τα καταφέρνει.
Η ψυχοσύνθεση του Παπατάκη είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με το σινεμά του. Οι ήρωές του κοντράρονται με το αναπόφευκτο, διεκδικούν τις φαντασιώσεις αδιαφορώντας για τις συνέπειες, ρισκάροντας ακόμα και τους εαυτούς τους, ενώ οι παρορμήσεις τους δεν εξηγούνται εύκολα με τη λογική. Ταυτόχρονα, η αισθητική του σκηνοθέτη δε ξεφεύγει από το γήινο ρεαλισμό με ελάχιστες εξαιρέσεις, φροντίζοντας να θέτει ξεκάθαρα στο προσκήνιο συναισθηματικές καταστάσεις όπως η αποξένωση, η απώλεια και το ανικανοποίητο. Μέχρι το θάνατό του το 2010 σε ηλικία 92 ετών, κατάφερε να ολοκληρώσει μόλις πέντε μεγάλου μήκους ταινίες, οι οποίες παρόλο που κάθε φορά έκαναν πάταγο μεταξύ των σινεφιλικών κύκλων, στην πορεία έμοιαζε να ξεχνιούνται.
Η λέξη "πάταγος" δεν είναι υπερβολή και εξηγούμαστε. Το υπερηχητικό ντεμπούτο του "Οι Άβυσσοι" (1963), βασισμένο σε μια σοκαριστική αληθινή ιστορία, αποτελεί ένα από τα λίγα φιλμ που ο χαρακτηρισμός "αναρχικό" δεν τα αδικεί. Σκηνοθετικά αντισυμβατικό και πολιτικά ριζοσπαστικό, το παροξυσμικό αυτό δράμα αφηγείται το πώς δύο αδερφές που εργάζονται σε ένα σπίτι πλουσίων, οργανώνονται για να εκδικηθούν τα αφεντικά τους έπειτα από μια παρατεταμένη περίοδο απλήρωτης δουλειάς και απόλυτης καταπίεσης. Οι "Άβυσσοι" έκαναν μια περιπετειώδη πρεμιέρα στις Κάννες, ωστόσο απειλές από εθνικιστικές οργανώσεις οδήγησαν στο να μη βραβευθούν Παρομοίως, στους γυρισμένους στο ξέσπασμα της χούντας "Βοσκούς" (1967), η ταξική ανισότητα και η ανάγκη για εκδίκηση οδηγούν στα άκρα ένα φτωχό βοσκό που ζητά δικαιοσύνη και αξιοπρέπεια. Η ελληνική κοινωνία πρώτη φορά απεικονίζεται με τέτοια ωμότητα και δικαίως πρόκειται για μία από τις καλύτερες στιγμές στη φιλμογραφία του Παπατάκη. Ακολούθησε η με διαφορά πιο προκλητική του, το "Γκλόρια Μούντι" (1976), όπου η Όλγα Καρλάτου υποδύεται μια ηθοποιό που βλέπει τα όρια ανάμεσα στην αλήθεια και την πραγματικότητα να θολώνουν επικίνδυνα, καθώς προσπαθεί να εκφέρει την τέλεια κραυγή. Η αναφορά της ταινίας στους γαλλικούς βασανισμούς Αλγερινών, είχε σαν αποτέλεσμα κινηματογράφοι που προέβαλαν την ταινία να δέχονται απειλές για βομβιστικές επιθέσεις.
Υπό αυτήν την έννοια, δεν προξενεί εντύπωση που ο Παπατάκης χρειάστηκε μια δεκαετία για να επιστρέψει σε γυρίσματα. Βέβαια, το αντίθετο δε θα ταίριαζε και στην κοσμοθεωρία του. Όπως έγραφε τη δεκαετία του ‘70 στο κείμενο "Ο κινηματογράφος σαν όπλο": "Ζω μεροδούλι - μεροφάι, χωρίς σπορ αυτοκίνητο, αλλά προτιμώ αυτήν την ελευθερία από οποιαδήποτε άλλη αλλοτρίωση που θα σήμαινε να ξεπουληθώ, να εκπορνευτώ, για ‘να κάνω ταινίες’ στις οποίες δε θα είχα καθόλου όρεξη να δουλέψω. Αν θέλω να κάνω πραγματικά την ταινία που επιθυμώ μπορεί να μου πάρει μήνες, χρόνια, αλλά πάση θυσία θα τα καταφέρω". Δεν είχε άδικο διότι το 1986 παρέδωσε τη σπουδαία "Φωτογραφία" (1986). Μια μοντέρνα τραγωδία, μια ελεγεία για το χαμένο εαυτό και το τίμημα της μετανάστευσης, το οποίο αποτελεί και το ιδανικό σημείο εισόδου για κάποιον στο σινεμά του Παπατάκη. Ειρωνικά, η "Φωτογραφία" ήταν η αφορμή για να πληγωθεί βαθιά η σχέση του με την Ελλάδα, εξαιτίας δυσάρεστων παρασκηνιακών κινήσεων κατά τη διάρκεια του φεστιβάλ Θεσσαλονίκης. Σε συνέντευξή του εκείνης της εποχής ο σκηνοθέτης λέει: "Η Ελλάδα με θεωρεί ως ένα ξένο που κάνει ταινίες εκεί δίχως να γνωρίζει την πραγματικότητα της χώρας. Ταυτόχρονα όμως, κι εκεί βρίσκεται η αντίφαση, θεωρούν τις ταινίες μου βαθύτατα ελληνικές". Ο αποχαιρετισμός του δημιουργού στην τέχνη του σινεμά ήρθε με το μελαγχολικά ρομαντικό "Σχοινοβάτη". Ο εμβληματικός Μισέλ Πικολί υποδύεται έναν αλά Ζαν Ρενέ ποιητή και λάτρη του τσίρκου που γνωρίζει ένα νεαρό Άραβα και είναι αποφασισμένος να τον εξελίξει στον καλύτερο σχοινοβάτη του κόσμου.
Όπως αναφέρθηκε παραπάνω, για πολλές δεκαετίες η φιλμογραφία του Παπατάκη είτε δεν προβαλλόταν καθόλου είτε ήταν αδύνατο να γίνει με οποιοδήποτε τρόπο προσβάσιμη. Ο γράφων, όπως πολλοί ακόμα, κληθήκαμε να χαλάμε τα μάτια μας με κάκιστες πειρατικές κόπιες των "Βοσκών" και της "Φωτογραφίας" στο ελληνικό ίντερνετ, προτού αρχικά το 46ο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης και το 2014 η Ταινιοθήκη οργανώσουν πολύτιμα αφιερώματα προς τιμήν του. Μερικά χρόνια αργότερα, η Gaumont κυκλοφόρησε ένα άψογο box set και έτσι, το ενδιαφέρον γύρω από τον σκηνοθέτη αυξήθηκε χαρακτηριστικά. Ευτυχώς, τους τελευταίους μήνες όλες οι ταινίες του Παπατάκη είναι διαθέσιμες μέσω Cinobo. Βρείτε τις όλες εδώ. Μια κίνηση που τιμά τη streaming πλατφόρμα, καθώς αναδεικνύει την curative ιδιότητά της, διαφυλάσσει την κληρονομιά του ελληνικού σινεμά και πρωτίστως, φέρνει σε επαφή το ευρύτερο κοινό με έναν κινηματογράφο ιδιοσυγκρασιακό, γεμάτο ένταση. Ευκαιρία, λοιπόν, για αξέχαστους μαραθωνίους και γνωριμία με έναν ατόφια θαρραλέο δημιουργό.
Εκτός από τη βιογραφία του, για τον Παπατάκη έχει γράψει μια εξαιρετική μονογραφία ο Γιάννης Κωνσταντόπουλος (εκδ. Καστανιώτη) για λογαριασμό του φεστιβάλ Θεσσαλονίκης, το οποίο αποτέλεσε πηγή για ορισμένες αναφορές του άρθρου.