Έτοιμη για την αθηναϊκή πρεμιέρα της είναι η "Γυάλα", η πρώτη μεγάλου μήκους ταινία του σκηνοθέτη Κωνσταντίνου Φραγκούλη, η οποία προβάλλεται στον κινηματογράφο Ανδόρα στις 19 και 26/4 (21.40, προπώληση εδώ). Με αφορμή τις προβολές, ζητήσαμε από τον σκηνοθέτη να απαντήσει στις ερωτήσεις μας σχετικά με το ντεμπούτο του, το οποίο περιστρέφεται γύρω από μια γυναίκα που ανακτά τις αισθήσεις της μέσα σε μια απομονωμένη έπαυλη ύστερα από ένα ατύχημα. Ο μόνος άνθρωπος που βρίσκεται εκεί είναι ένας παράξενος άντρας που διατείνεται πως είναι ο νοσοκόμος της και αποτελεί το μοναδικό σύνδεσμο με τις χαμένες αναμνήσεις της.
Ύστερα από τέσσερις μικρού μήκους, με τη "Γυάλα" κάνεις το πέρασμα στο μεγάλου μήκους φορμά. Πότε ένιωσες πως είναι η κατάλληλη στιγμή για αυτήν τη μετάβαση;
Δεν το ένιωσα είναι η αλήθεια, απλά συνέβη. Η σκέψη για το σενάριο ξεκίνησε στην καραντίνα όταν ένιωσα σαν κάποιος να μας έχει απαγάγει και μας κοροϊδεύει από τη τηλεόραση. Εν τω μεταξύ μετακομίζω στη Σάμο από όπου και κατάγομαι. Μετά από ένα δυνατό σεισμό που χτύπησε το νησί, βάζω σε μια ρουτίνα γραψίματος τον εαυτό μου, πιο πολύ για πνευματική άσκηση. Έγραψα μια μικρού μήκους μαζί με ένα φίλο από απόσταση και μέσα σε ένα περίπου μήνα είχα, επίσης, την πρώτη μορφή του σεναρίου της "Γυάλας".
Xρησιμοποιείς ως βάση τη Σάμο. Δυσκόλεψε καθόλου τη δημιουργία της ταινίας το γεγονός πως βρισκόσουν εκεί;
Τελικά η απόσταση δεν αποτέλεσε σημαντικό εμπόδιο στην παραγωγή της ταινίας. Το αντίθετο θα έλεγα. Γνωρίζω τόσο καλά αυτόν τον τόπο που δε δυσκολεύτηκα να βρω ένα σπίτι, το οποίο για χάρη της ταινίας μετατράπηκε σε κινηματογραφικό στούντιο. Η τοπική κοινωνία αγκάλιασε αμέσως το εγχείρημά μας, άνοιξε κάθε χώρο στο πλαίσιο της έρευνας που κάναμε για το πού θα γυριστούν οι σκηνές μας. Πολλοί από τους ηθοποιούς της ταινίας είναι μέλη της Θεατρικής Ομάδας Σάμου όπως και τρεις βασικοί συντελεστές της. Οι περισσότεροι από εμάς γνωριστήκαμε για πρώτη φορά στο χώρο του γυρίσματος όπου και διαμέναμε. Το γεγονός αυτό μας ένωσε, αφού από την ώρα που ξυπνούσαμε για πρωινό έως και μετά από 12 ώρες γυρισμάτων και κούρασης, όλοι ήμασταν εκεί να κάνουμε ό,τι καλύτερο μπορούσαμε για τη ταινία.
Αλήθεια, ποια ήταν η έμπνευσή σου πίσω από την ταινία;
Η απομόνωση που ένιωσα κατά τη διάρκεια της καραντίνας, όπως και το θέμα της γυναικείας κακοποίησης που δυστυχώς έρχεται συνεχώς στην επικαιρότητα, έχτισαν τους χαρακτήρες της ταινίας. Η έντονη ιδρυματοποίηση σα δήθεν μέτρα αντιμετώπισης από το κράτος μας, έμοιαζε με θρίλερ όπως το "Misery" του Στίβεν Κινγκ, όπου μια νοσοκόμα μας δίνει το χάπι για να ξεχάσουμε και έτσι ήρθε και η ιδέα για την αμνησία της πρωταγωνίστριας.
Κατ’ επέκταση, μίλησέ μας για την επιλογή σου να υιοθετήσεις το ύφος ενός θρίλερ. Τα genres, στο ελληνικό σινεμά τουλάχιστον, είναι κάτι που σπάνια βλέπουμε τους σκηνοθέτες να υιοθετούν και εσύ, εν προκειμένω, καταφέρνεις να δημιουργήσεις μια πειστικά υποβλητική ατμόσφαιρα.
Οι ταινίες τρόμου είναι οι αγαπημένες μου και με τη δημιουργία μιας μεγάλου μήκους, ένιωσα το χρέος να "μιλήσω" σε περισσότερο κόσμο πλέον με μια συνταγή κλασική όπως τα θρίλερ, αλλά σε μια δική μου εκτέλεση. Δεν είμαι σεναριογράφος, οπότε έγραψα μια ταινία που "θα έβλεπα" εγώ και θα περνούσα καλά μαζί της. Οι ταινίες τρόμου περιέχουν ένα γενετικό κώδικα που εγώ ο ίδιος λατρεύω: περίεργη φωτογραφία, φαντασία και φοβερή μουσική.
Υπήρξαν ταινίες - σημεία αναφοράς που εμπιστεύτηκες για τη δημιουργία της "Γυάλας";
Ήθελα να φτιάξω ένα μωσαϊκό από τις επιρροές μου. Μερικές από αυτές είναι το "Wake in Fright" του Τεντ Κότσεφ και το "Spoorloos" του Τζορτζ Σλούιζερ, τις οποίες κιόλας είδαμε μαζί με τους ηθοποιούς για να εμπνευστούμε για την ατμόσφαιρα της ταινίας. Αγαπημένη είναι και η τριλογία του Ρομάν Πολάνσκι με τα "Αποστροφή", "Ο Ένοικος" και το "Μωρό της Ρόζμαρι", η δική μου αγαπημένη από τις τρεις. Οι αναφορές έφτασαν έως και την "Περσόνα" του Ίνγκμαρ Μπέργκμαν, τις ταινίες του Ντέιβιντ Λιντς και τα ιαπωνικά θρίλερ. Τέλος, στο μοντάζ "Το χαμένο νησί" του Μ. Καραγάτση αποτέλεσε μια αφήγηση-εγχειρίδιο στο πώς να σπάσουμε και εμείς την τρίτη διάσταση στη ταινία.
Όσο εξελίσσεται η πλοκή άλλο τόσο θολώνουν και τα όρια ανάμεσα στην αλήθεια και τη φαντασία. Μοιάζει σαν η απώλεια του ελέγχου να είναι εκείνο που ωθεί στον παραλογισμό την ηρωίδα. Είναι τελικά αυτός ο μεγαλύτερος φόβος της;
Η επιστροφή του ήρωα στη πραγματικότητα είναι κάτι που πάντα με τρόμαζε ή με απογοήτευε πολλές φορές στις ταινίες. Ο φόβος της ηρωίδας είναι μια διαρκής πάλη για το αν θέλει να έρθει αντιμέτωπη με την δική της αλήθεια. Η πρωταγωνίστρια όταν θυμάται αυτό που της έχει συμβεί μας απαντάει με ένα γρίφο, ένα κώδικα που καλούνται και οι θεατές να λύσουν στο τέλος της ταινίας, όπως επίσης και τι σημαίνει για αυτούς. "Κάθε ψυχή πρέπει να ανάψει ένα κερί, ένα φωτάκι μέσα στην άγρια νύχτα".
Η Μαρία Δαμασιώτη δίνει μια άψογη ερμηνεία. Πώς προσεγγίσατε το ρόλο της και κατά πόσο υπήρχε το περιθώριο να προκύψουν νέα πράγματα στα γυρίσματα;
Η Μαρία όταν ήρθε στην πρώτη συνάντηση μου είπε: "Διάβασα το σενάριο και νομίζω κατάλαβα για ποιο πράγμα μιλάς". Έπειτα στην ακρόαση της ζήτησα να διαβάσει ένα άσχετο κείμενο που είχε να κάνει με τη ψυχολογία του ήρωα και εκείνη το διάβασε λες και ήξερε πότε να χαμογελάσει ή να σκοτεινιάσει το βλέμμα της. Τότε ένιωσα ότι μιλούσα με κάποια που μόλις ξεπήδησε μέσα από την ιστορία που ήθελα να πω. Κάναμε συναντήσεις στις οποίες απλά μιλούσαμε, αφού με ενδιέφερε να τη γνωρίσω καλύτερα. Αρχίσαμε τις πρόβες, δε θα έλεγα ότι ήταν πολλές, έτσι σύντομα μεταφερθήκαμε στη Σάμο όπου κάναμε επιπλέον πρόβες στο χώρο του γυρίσματος για δύο μέρες. Δεν είχαμε χρόνο, καθώς η ταινία γυρίστηκε με ελάχιστα χρήματα μέσα σε δεκαπέντε μέρες κάτι που αποτελεί για όλους τους συντελεστές έναν άθλο. Δεν ήθελα να πω στη Μαρία τι πραγματικά έχω γράψει, προσπαθήσαμε μαζί να δούμε την ιστορία σαν δυο προσωπικότητες ξεχωριστές και ευτυχώς συμφωνήσαμε σιωπηλά για το ποια είναι η ηρωίδα και πού θέλει να φτάσει. Στο γύρισμα προέκυψαν αρκετά καινούργια πράγματα που στην ουσία όρισαν και το τέλος της ταινίας.