Γνωστός αρχικά για τα τολμηρά σενάριά του και τις συνεργασίες με τον οσκαρικό Ντάνι Μπόιλ (συγγραφέας της "Παραλίας" και σεναριογράφος του "28 Μέρες Μετά") και προτού κάτσει ο ίδιος στην καρέκλα του σκηνοθέτη για να παραδώσει υψηλής ποιότητας επιστημονική φαντασία ("Από Μηχανής", "Αφανισμός"), ο Άλεξ Γκάρλαντ έχει διακριθεί ως μία από τις πιο οξυδερκείς και ξεχωριστές δημιουργικές φωνές του Χόλιγουντ. Με τη νέα ταινία του, η οποία τιτλοφορείται "Εμφύλιος Πόλεμος", επιχειρεί ξανά να αφηγηθεί μια οριακή ιστορία, συνδυάζοντας στοιχεία διαφορετικών κινηματογραφικών ειδών, ενώ παράλληλα θίγει οικείες κοινωνικές αγωνίες και πολιτικούς φόβους του δυτικού κόσμου. Συγκεκριμένα, όπως προδίδει ο τίτλος, η δράση μεταφέρεται σε ένα απροσδιόριστο μέλλον, όπου οι ΗΠΑ έχουν διασπαστεί και οι πολιτείες της βρίσκονται σε σύρραξη μεταξύ τους. Σε αυτό το δυστοπικό κλίμα, η φωτορεπόρτερ Λι (Κίρστεν Ντανστ) μαζί με έναν συνάδελφό της δημοσιογράφο, αποφασίζουν να διασχίσουν τη χώρα σε μια απόπειρα να πάρουν συνέντευξη από τον πρόεδρο, ο οποίος βρίσκεται σε έναν υπό πολιορκία Λευκό Οίκο. Ακολουθεί μια βίαιη οδύσσεια στην οποία σμίγουν η επαγγελματική αυτοθυσία με τα ερωτήματα πάνω στην έννοια του κράτους, με τον Γκάρλαντ να διατηρεί έναν προσγειωμένο μινιμαλισμό σε όλη αυτήν τη διάρκεια. Για να μάθουμε περισσότερα για τον "Εμφύλιο Πόλεμο", ο οποίος, ταιριαστά, είναι αναπόφευκτο να διχάσει, επικοινωνήσαμε με τους Γκάρλαντ και Ντανστ, θέτοντάς τους τα ερωτήματά μας.
Κύριε Γκάρλαντ, αντιλαμβάνομαι ότι αποφασίσατε συνειδητά να απουσιάζουν οποιαδήποτε σαφή ιδεολογικά στοιχεία στη διεξαγωγή του εμφυλίου. Αναρωτιέμαι, όμως, πώς αιτιολογείτε αυτήν την επιλογή;
Άλεξ Γκάρλαντ: Στον πυρήνα του σεναρίου βρίσκονται δημοσιογράφοι παλαιάς κοπής. Ρεπόρτερ, δηλαδή, που δεν έχουν πολιτικές προκαταλήψεις τις οποίες ενσωματώνουν στα κείμενά τους, σε αντίθεση με τα σύγχρονα μέσα ενημέρωσης, τα οποία έχουν προφανείς ιδεολογικές προτιμήσεις και απευθύνονται στο αντίστοιχο κοινό. Εδώ έχουμε δημοσιογράφους που στέκονται αντικειμενικά στα γεγονότα και η ταινία υιοθετεί την αντίστοιχη οπτική γωνία. Απεικονίζει δηλαδή τα συμβάντα ακριβώς όπως λαμβάνουν χώρα, χωρίς προηγούμενες παρεμβάσεις, έτσι ώστε ο θεατής να μπορέσει να αναπτύξει τη δική του ερμηνεία. Ταυτόχρονα, το ότι υιοθετώ την παραπάνω προσέγγιση δεν σημαίνει πως από την αφήγηση απουσιάζει η πολιτική. Ίσα ίσα, είναι αυτό που χρωματίζει την πλοκή. Προσέξτε στοιχεία όπως την ύπαρξη ενός προέδρου των ΗΠΑ που βρίσκεται στην τρίτη διαδοχική του θητεία και σκοτώνει τους υπηκόους του ή το γεγονός ότι Τέξας και Καλιφόρνια έχουν ενώσει τις δυνάμεις τους. Άραγε τι ήταν εκείνο που μετέτρεψε σε συμμάχους τις δύο πολιτείες απέναντι σε έναν, επί της ουσίας, φασίστα ηγέτη; Οι πιθανές απαντήσεις σε τέτοιου είδους ερωτήματα συνιστούν ξεκάθαρες πολιτικές δηλώσεις κατά τη γνώμη μου.
Συνεχίζω στην ίδια συλλογιστική για να προσθέσω ότι απουσιάζουν, επίσης, τα αίτια του πολέμου.
Άλ.Γκ.: Εάν θέλουμε να είμαστε ειλικρινείς με τους εαυτούς μας, όλοι ξέρουμε ποιοι θα μπορούσαν να είναι οι λόγοι πίσω από έναν εμφύλιο σαν κι αυτόν. Επομένως, γιατί να τους δώσουμε στο πιάτο; Έχει κανείς αμφιβολία πως υπάρχει βαθύς διχασμός στον κόσμο; Έπειτα, υπάρχει άνθρωπος που αγνοεί πώς προέκυψε αυτός ο διχασμός; Όχι φυσικά. Στην ταινία κάνω κάποιες βάσιμες υποθέσεις που πείθουν ενστικτωδώς το κοινό, επειδή σκοπός μου είναι να προκαλέσω συζητήσεις και ανταλλαγή ιδεών γύρω από όσα θίγονται στη δράση.
Βέβαια, χωρίς συγκεκριμένο πολιτικό διακύβευμα και με απροσδιόριστη ιδεολογία, υπάρχει το θέμα τι κρίνεται δίκαιο και τι άδικο σε έναν εμφύλιο. Το αναφέρω διότι, κατά τα άλλα, το φιλμ έχει μια ξεκάθαρη αντιπολεμική χροιά.
Άλ.Γκ.: Δεν θα μπορούσε να γίνει διαφορετικά: η μοναδική λογική αντίδραση σε έναν πόλεμο είναι να σταθείς εναντίον του. Σε περιπτώσεις αυτοάμυνας ενδέχεται να είναι απαραίτητος, αλλά πρόκειται για μια απάνθρωπη πράξη που εξαιρετικά σπάνια αποτελεί την καλύτερη δυνατή λύση σε ένα πρόβλημα. Ωστόσο, υπάρχει ακόμα ένας παράγοντας που περιπλέκει τα πράγματα και αφορά την ίδια τη φύση του κινηματογράφου. Η κινούμενη εικόνα διαθέτει μια αβίαστη καλλιέπεια, η οποία αυτομάτως αισθητικοποιεί τα πάντα, με αποτέλεσμα να προσδίδει μια παράξενη γοητεία ακόμα και σε κάτι αποτρόπαιο. Θυμηθείτε, για παράδειγμα, την εισαγωγική σεκάνς του "Αποκάλυψη Τώρα!", όπου παρακολουθούμε την καταπράσινη ζούγκλα να "καταπίνεται" από τις πορτοκαλί φλόγες των ναπάλμ ενώ ακούγεται το "The End" των Doors. Έχουμε μαγευτεί από το θέαμα προτού το καταλάβουμε. Η ταινία παραμένει αντιπολεμική, όμως δεν αποδιώχνει την ικανότητά της να ωραιοποιεί. Ήταν κάτι που στη δική μας περίπτωση θέλαμε να αποφύγουμε με κάθε κόστος.
Μιας και αναφερθήκατε στη μουσική, είναι αδύνατο να μη σας παρακαλέσω να σχολιάσετε τις μουσικές επιλογές του "Εμφυλίου Πολέμου". Το ανάλαφρο ύφος των κομματιών έρχεται σε αντίθεση με τον εφιάλτη των εικόνων, σα να αφηγούνται μια εναλλακτική παράλληλη ιστορία. Θυμάμαι χαρακτηριστικά το "Dream Baby Dream" των Suicide που συνοδεύει το φινάλε δίνοντάς του μια σαρδόνια, σχεδόν φαρσική διάσταση.
Α. Γκ.: Το ποια τραγούδια και πού ακριβώς θα χρησιμοποιούνταν έπαιξε καθοριστικό ρόλο στην προσπάθειά μας να προστατέψουμε τις αντιπολεμικές προθέσεις μας, για τους λόγους που προανέφερα. Πάντως, η ανάγνωση που κάνετε ταυτίζεται με τη δική μου. Θέλαμε να είμαστε ανατρεπτικοί, να δημιουργήσουμε μια απροσδόκητα παράξενη ισορροπία. Μέσα από αυτήν τη διαδικασία, δοκιμάζοντας πάρα πολλά κομμάτια στο μοντάζ, εξεπλάγην όταν διαπίστωσα πως η σύγχρονη μουσική δεν ταίριαζε καθόλου. Προσδιόριζε πολύ συγκεκριμένα το χρονικό πλαίσιο της αφήγησης αποδυναμώνοντάς τη. Για αυτό ακολουθήσαμε τη διόδιο των παλαιότερων τραγουδιών, άσχετα αν θα τα αναγνώριζε το κοινό ή όχι.
Στρέφω τη συζήτηση ξανά στο πολιτικό κομμάτι, καθώς συμπτωματικά ο "Εμφύλιος Πόλεμος" κάνει πρεμιέρα σε χρονιά εκλογών στις ΗΠΑ. Μεταξύ σοβαρού και αστείου, πιστεύετε ότι η ταινία μπορεί, με οποιονδήποτε τρόπο, να επηρεάσει τις ψήφους των ψηφοφόρων το φθινόπωρο;
Α. Γκ.: Ξέρω ότι δεν είναι προφανές, αλλά το φιλμ αφορά διχασμένες χώρες όλου του κόσμου, όχι μόνο τις ΗΠΑ. Πρόκειται απλώς για το ισχυρότερο κράτος του πλανήτη, για αυτό και διάλεξα να τοποθετήσω εκεί την πλοκή. Παρόλα αυτά, εάν επιθυμώ το κοινό να συμμεριστεί κάτι μαζί μου, είναι η αποστροφή που νιώθω για τον εξτρεμισμό, μια τάση που βρίσκω πραγματικά προβληματική. Βλέπουμε τις χειροπιαστές, δυσάρεστες συνέπειες της ραγδαίας αύξησής της παγκοσμίως. Υποθέτω η τοποθέτησή μου είναι αρκετά κεντρώα, αν και νιώθω ότι ο κόσμος παρεξηγεί το τι σημαίνει να ανήκεις στο κέντρο. Έχω την αίσθηση πως η πλειοψηφία πιστεύει ότι οι κεντρώοι επιδιώκουν την επίλυση όλων των προβλημάτων ενός κράτους. Κάτι που, σαφώς, δεν ισχύει. Για εμένα προσωπικά προτεραιότητά τους είναι η αποτροπή του εξτρεμισμού, άποψη με την οποία ελπίζω πως να συμφωνήσουν οι θεατές.
Εκτός από τη διεξαγωγή ενός εμφυλίου πολέμου, η ταινία απεικονίζει και την κατάρρευση μιας αυτοκρατορίας. Ζούμε στην εποχή της ολικής εξαφάνισής τους;
Άλ.Γκ.: Όλες οι αυτοκρατορίες πρέπει να πέσουν, χωρίς καμία αμφιβολία. Και θα καταρρεύσουν εκ των έσω, εξαιτίας των ελαττωμάτων στον δικό τους γενετικό κώδικα.
Από τη μεριά σας, κυρία Ντανστ, αν και πρόκειται για τελείως διαφορετικές περιπτώσεις, αυτή είναι η δεύτερη φορά μετά την "Αποπλάνηση" που πρωταγωνιστείτε σε μια ταινία με φόντο έναν αμερικανικό εμφύλιο. Αλήθεια, πιστεύετε ότι παραμένει ένα ιστορικό τραύμα στις ΗΠΑ σήμερα;
Κίρστεν Ντανστ: Είναι μια ερώτηση που καλύτερα να απαντούσε ο Άλεξ! Θα κάνω, όμως, μια προσπάθεια. Στον εμφύλιο του 19ου αιώνα, τα πράγματα ήταν πιο σαφή. Ο διχασμός είχε επέλθει με διακύβευμα τη δουλεία, έτσι υπήρχε μια στοιχειώδης αίσθηση δίκαιου και άδικου. Εδώ τα πράγματα δεν είναι τόσο ξεκάθαρα, δεν είναι σαφές ποιο είναι το κόστος εάν επικρατήσει η μία ή η άλλη πλευρά. Υπό αυτήν την έννοια, προσφέρεται για έναν πολύ ενδιαφέροντα αναστοχασμό και διάλογο κάθε θεατή με τον εαυτό του.
Ομολογουμένως το σενάριο είναι αρκετά σοκαριστικό. Θυμάστε ποια ήταν η πρώτη αντίδρασή σας όταν το διαβάσατε;
Κ.Ντ.: Αρχικά να πω ότι βρέθηκα στην ευχάριστη θέση να με επιλέξει ο Άλεξ για το ρόλο, δεν χρειάστηκε να περάσω από δοκιμαστικό. Μόλις διάβασα το σενάριο, ενστικτωδώς φοβήθηκα ότι δεν θα πείσω ως πραγματική φωτορεπόρτερ. Για το λόγο αυτό ζήτησα να μου δώσουν μια φωτογραφική κάμερα σαν και εκείνη που θα χρησιμοποιούσα στα γυρίσματα έτσι ώστε να εξοικειωθώ μαζί της. Για το επόμενο διάστημα έγινε προέκταση του χεριού μου, την αποχωριζόμουν μονάχα όταν έπεφτα για ύπνο. Έπειτα, τις δύο εβδομάδες των προβών, παρακολούθησα πάρα πολλές ταινίες γύρω από το φωτορεπορτάζ, ωστόσο καμία δεν με στιγμάτισε όσο το ντοκιμαντέρ "Under the Wire" για τη Μαρί Κόλβιν. Ο τρόπος με τον οποίο προσέγγιζε τη δημοσιογραφία μού φάνηκε ταυτόσημος με την ενέργεια της Λι, έτσι με επηρέασε σημαντικά στο πώς ενσάρκωσα εντέλει την ηρωίδα μου. Θα ήθελα να προσθέσω εδώ ότι το τελικό αποτέλεσμα με ενθουσίασε, αλλά και με εξέπληξε αρκετά. Ένας λόγος ήταν, για παράδειγμα, ότι δεν είχα ιδέα πώς θα χρησιμοποιούσε τη μουσική. Επίσης, η πλοκή δεν είχε την εξέλιξη που είχαμε διαβάσει στο σενάριο. Επομένως υπήρχαν πολλοί παράγοντες τους οποίους δεν είχα υπόψη προτού δω ολοκληρωμένη ταινία.
Επιπλέον, μιλάμε όχι απλώς για δημοσιογράφους, αλλά για πολεμικούς ανταποκριτές. Εσείς πώς αντιλαμβάνεστε τη χρησιμότητα του λειτουργήματός τους;
Κ.Ντ.: Είναι εξαιρετικά πολύτιμο επάγγελμα επειδή αποκαλύπτει την αλήθεια των πραγμάτων. Μια φωτογραφία μπορεί να ανατρέψει πολιτικές ισορροπίες από το πουθενά. Από την άλλη, νιώθω ότι ζούμε σε μια αποκαρδιωτική εποχή όπου, όσον αφορά τις ειδήσεις, δεν είμαστε ποτέ βέβαιοι ποια είναι η αλήθεια.
Επί τη ευκαιρία, στην προετοιμασία συνεργαστήκατε επίσης με το φωτογράφο Μάρεϊ Κλόουζ. Μιλήστε μας λίγο περισσότερο γι’ αυτή την εμπειρία.
Κ.Ντ.: Ο Μάρεϊ είναι μια απίστευτη περίπτωση ανθρώπου. Αρκεί να σας πω ότι σε ηλικία δεκαοκτώ ετών δούλευε στη "Λάμψη" του Στάνλεϊ Κιούμπρικ και θα καταλάβετε. Στον "Εμφύλιο Πόλεμο" ήταν δίπλα μου για κάθε πιθανή βοήθεια ή απορία που μπορούσε να λύσει.
Εργάζεστε στο χώρο του θεάματος από νεαρή ηλικία. Ποια είναι η μεγαλύτερη αλλαγή που διαπιστώνετε από όταν ξεκινήσατε μέχρι σήμερα;
Κ. Ντ.: Το ότι πια έχουν βρει αποδοχή οι ταινίες που γύρισα με σκηνοθέτριες, όπως το "Μικρές Κυρίες". Γενικότερα, θα έλεγα πως ήμουν πολύ τυχερή που στην αρχή της καριέρας μου με εμπιστεύτηκαν πολλές γυναίκες δημιουργοί. Έτσι, δεν βρέθηκα να έχω την ανάγκη ενός άντρα για να γίνω αποδεκτή ή να αξιολογηθεί το ταλέντο μου.