Αυτές τις μέρες θα ήθελα να βρίσκομαι μέσα στη νέα ταινία του Βέντερς. Τίποτα περισσότερο. Τίποτα λιγότερο. Ποιος θα το περίμενε άλλωστε; Να κάνει μια τόσο καλή ταινία μετά από τέσσερις δεκαετίες, λίγο πριν ο ίδιος κλείσει τα ογδόντα; Εκεί λοιπόν που η εποχή απαιτεί μια ταινία που θυμίζει τρέιλερ διαρκείας όπως το "Οπενχάιμερ" ή μια τέλεια εκτελεσμένη κινηματογραφική ιδέα για το Ολοκαύτωμα σαν τη "Ζώνη Ενδιαφέροντος", στις "Υπέροχες μέρες" βλέπουμε απλώς έναν τύπο που καθαρίζει τουαλέτες στο Τόκιο.
Ο κύριος Χιραγιάμα ζει σ’ ένα μικρό άδειο δωμάτιο, με μερικές κασέτες και λίγα βιβλία. Ξυπνάει, μαζεύει το στρώμα του, πλένει τα δόντια του και βγαίνει έξω. Οδηγεί ένα βανάκι, ακούγοντας ροκ τραγούδια στο κασετόφωνο. Καθαρίζει ντιζαϊνάτες δημόσιες τουαλέτες που βρίσκονται διάσπαρτες στην πόλη και στα διαλείμματά του κάθεται να φάει ένα σάντουιτς, φωτογραφίζοντας με μια αναλογική μηχανή τα κλαδιά των δέντρων που του δίνουν σκιά. Πριν κοιμηθεί, διαβάζει. Αυτά συμβαίνουν. Δεν συμβαίνουν σπουδαία πράγματα. Αλλά μήπως είναι αρκετά;
Για τι πράγμα λοιπόν μιλάνε οι "Υπέροχες μέρες", εφόσον βέβαια συμφωνήσουμε πως οι ταινίες μιλάνε για κάτι; Μα για τις υπέροχες μέρες που είναι υπέροχες, ακόμα κι αν δεν δείχνουν υπέροχες. Για εκείνες τις ήσυχες μέρες, γεμάτες κούραση, αγωνία και βαρεμάρα, που καταλαβαίνουμε πως ήταν ωραίες, αφού έχουν σπαταληθεί.
Να ξυπνάς νωρίς. Να πηγαίνεις στη δουλειά. Να ψωνίζεις και να μαγειρεύεις. Να βγαίνεις βόλτα. Να μιλάς με φίλους. Να φοβάσαι για το μέλλον, την υγεία και τα λεφτά. Όλα καλά. Αυτές είναι οι μέρες που μας αναλογούν.
Ξαφνικά, η ταινία του Βέντερς γίνεται μια ελαστική μεμβράνη που περιλαμβάνει όλες τις καθημερινές μας κινήσεις, πηγαίνοντας από το ένα σημείο στο άλλο, ακολουθώντας ένα πρόγραμμα το οποίο δεν επιλέξαμε ποτέ. Τα προγράμματα είναι σκληρά, αμείλικτα. Προκύπτουν, αυτόματα, για την ανθρωπότητα. Και οι "Υπέροχες μέρες" είναι μια ταινία συγκατάβασης που μας βοηθάει ν’ αποδεχτούμε την κατάσταση, προσφέροντας σαν δώρο εκείνο το φως που πέφτει πάνω στις τζαμαρίες και τρυπώνει ανάμεσα στα φύλλα, καθώς αφήνει ένα ελάχιστο περιθώριο γαλήνης για εμάς.
Μετά από χρόνια ο Βέντερς γίνεται ξανά φιλόξενος. Μας φροντίζει. Όπως τότε που περιπλανιόταν στις πόλεις της μεταπολεμικής Γερμανίας και στις ερήμους της Αμερικής, ψάχνοντας τον εαυτό του. Για ν’ ανακαλύψει στα γεράματα πως η απόλυτη περιπλάνηση είναι η μινιατούρα της: η απαράλλακτη ρουτίνα που μας οδηγεί σαν όχημα από το ξημέρωμα στη νύχτα. Αδιάκοπα.
Ο κύριος Χιραγιάμα δεν έχει κουζίνα, λουτρό. Οι τουαλέτες που καθαρίζει είναι πιο άνετες από το σπίτι του. Μετά τη δουλειά, κυκλοφορεί με ποδήλατο μέσα στη βροχή, τρώει σε φτηνά μαγαζιά βλέποντας τηλεόραση, κάνει μπάνιο στα δημόσια λουτρά του Τόκιο, εκεί οπού ο Βέντερς μάς επιτρέπει να δούμε το λιπόσαρκο κορμί του. Τίποτα δεν περισσεύει πάνω του. Ο Χιραγιάμα το καθαρίζει σχολαστικά. Όπως τις κοινόχρηστες λεκάνες. Το σώμα του είναι κοινόχρηστο, εύθραυστο, αναλογικό. Αντιστέκεται στο τεράστιο σώμα της ψηφιακής εικόνας που έχει γίνει ιδιωτική υπόθεση, όταν το αληθινό σινεμά ήταν πάντα δημόσιο.
Βγαίνω από το συνοικιακό σινεμά, κάπου στο Αιγάλεω, και κατευθύνομαι προς το μετρό. Σκέφτομαι πως αυτή η ταινία δεν έχει έρθει από τα εργοστάσια εικόνας της εποχής μας. Είναι μια ταινία εκτός εποχής. Και ύστερα φοράω τ’ ακουστικά μου και βάζω στο κινητό ν’ ακούσω Λου Ριντ: "Ό,τι σπείρεις θα θερίσεις".
Περισσότερες πληροφορίες
Υπέροχες Μέρες
Ο Χιραγιάμα εργάζεται ως καθαριστής δημόσιων τουαλετών στο Τόκιο. Οι μέρες του κυλούν πανομοιότυπα, δουλεύοντας, ακούγοντας μουσική, φωτογραφίζοντας τη φύση και διαβάζοντας. Μια ρουτίνα, την οποία θα χρωματίσουν ο καινούργιος βοηθός του και η επίσκεψη της νεαρής ανιψιάς του.