Τι σας ενέπνευσε να ασχοληθείτε με το μεταναστευτικό πρόβλημα;
Έχουμε δει εικόνες, κινηματογραφικές και τηλεοπτικές, πάνω στην προσπάθεια πολλών Αφρικανών να φτάσουν στην Ευρώπη, αλλά υπάρχει ένα κομμάτι του ταξιδιού το οποίο παραμένει ακόμα άγνωστο. Τους ξέρουμε αυτούς τους ανθρώπους, αλλά μόνον ως νούμερα, ως επιβάτες πλοίων, ως έγκλειστους σε στρατόπεδα προσφύγων... Η ταινία προσπαθεί να τους δώσει πρόσωπο, να μας αποκαλύψει το χαρακτήρα τους, το οικογενειακό παρελθόν και τις συνήθειές τους. Πάντα αναζητώ την ανθρώπινη κατάσταση και εδώ θέλαμε να υιοθετήσουμε την προσωπική ματιά του Σεϊντού και του Μούσα, των δυο αγοριών που ξεκινούν από το Ντακάρ για να φτάσουν στον ευρωπαϊκό παράδεισο.
Πόσο δύσκολο ήταν να προσεγγίσετε την αφρικανική νοοτροπία χωρίς να ξεπέσετε στη συγκατάβαση και το φολκλόρ;
Με βοήθησαν πολύ άνθρωποι οι οποίοι είχαν κάνει το ταξίδι, κάποιοι μάλιστα απ' αυτούς ήταν παρόντες στο σετ. Είναι οι αφανείς ήρωες της ταινίας. Σημαντική ήταν η συμβολή του Φοφανά, ενός νεαρού που τώρα ζει και εργάζεται στο Βέλγιο. Όσα μου περιέγραψαν τα πέρασα μέσα από τη δική μου οπτική και υπήρξαν στιγμές κατά τις οποίες έβλεπα πλάνα και αναρωτιόμουν: δικά μου είναι αυτά; Είναι για τη δική μου ταινία; Μου φάνηκαν πολύ αφρικάνικα, αλλά τελικά ήταν αυτό το οποίο επεδίωκα εξ αρχής. Είχα συνειδητά την κάμερα κοντά στα πρόσωπα των χαρακτήρων τόσο για να αποτυπώσω πιο ζωντανά το δράμα τους, όσο και για να μην απορροφηθώ από τα κλισέ του εξωτισμού και της καρτποσταλικής εικόνας.
Παρόλο που διατηρείτε ένα αφηγηματικό ύφος ντοκουμέντου, υπάρχουν στην ταινία ένθετα στοιχεία φαντασίας, τα οποία τη νοστιμίζουν και την ελαφραίνουν με έναν πρωτότυπο τρόπο.
Όχι μόνο στο "Πινόκιο" ή το "Παραμύθι των Παραμυθιών", αλλά ακόμα και στα Γόμορρα" υπάρχει το στοιχείο της υπέρβασης της πραγματικότητας, το οποίο νομίζω πως ζωηρεύει τους χυμούς της ταινίας. Την κάνει πιο απρόβλεπτη, πιο ενδιαφέρουσα από μια πιστή κόπια της αληθινής ζωής. Μ’ αυτό τον τρόπο, επίσης, το φιλμ είναι πιο εύκολο να επικοινωνήσει με το νεανικό κοινό, το οποίο θα το δει ως μια περιπέτεια και όχι σαν ακόμα μία διδακτική καταγγελία. Εδώ, βέβαια, υπήρχε η επιτακτική υποχρέωση να μην προσεγγίσουμε ένα τέτοιο θέμα, το οποίο αφορά 25.000 νεκρούς σε 15 χρόνια, με επιπολαιότητα και προσποιητό ενδιαφέρον. Η ευθύνη μας ήταν μεγάλη.
Αναφέρατε το "Πινόκιο", το οποίο, όπως και το "Εγώ, Καπετάνιος", είναι μια οδύσσεια οδυνηρής ανακάλυψης ενός καινούργιου κόσμου.
Πράγματι, υπάρχουν πολλά κοινά στοιχεία ανάμεσά τους. Στη μία ιστορία έχουμε τον Πινόκιο και τον Γρύλο, εδώ πάλι δυο περιπλανώμενους ήρωες. Στο τέλος υπάρχει η συνάντηση με τον εξάδελφο, όπως αυτή του Πινόκιο με τον Τζεπέτο. Και στις δύο ταινίες, οι γονείς προειδοποιούν τα παιδιά για τους κινδύνους του ταξιδιού, αλλά εκείνα έχουν το θάρρος, την απερισκεψία και την περιέργεια να το πραγματοποιήσουν...
Πως έγινε το τόσο πετυχημένο κάστινγκ των δύο πρωταγωνιστών;
Δοκιμάσαμε ηθοποιούς στην Ευρώπη, αλλά κανένας δεν μας φάνηκε πειστικός. Δεν υπήρχε αυθεντικότητα, οπότε ταξιδέψαμε ως τη Σενεγάλη. Τον Μουσταφά Φαλ τον βρήκαμε σε ένα θεατρικό εργαστήριο και μετά διαπιστώσαμε πως είναι μεγάλος σταρ του Tik Tok. Τον Σεϊντού Σαρ τον βρήκαμε σε ένα χωριό κοντά στο Ντακάρ, μέσω της αδελφής του, η οποία είναι ηθοποιός.
Έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον ο λόγος για τον οποίο τα δυο παιδιά ξεκινούν αυτό το παράτολμο ταξίδι. Δεν είναι ένας πόλεμος ή η ακραία φτώχεια που τους παρακινεί...
Διαλέξαμε να μιλήσουμε γι’ αυτό το είδος μετανάστευσης το οποίο αφορά μια πολύ μεγαλύτερη μερίδα Αφρικανών απ' αυτήν που φανταζόμαστε, αλλά είναι και αυτό το οποίο αναφέρεται λιγότερο στις ειδήσεις. Ίσως επειδή είναι η λιγότερο μελοδραματική. Δεν έχει να κάνει με τον πόλεμο ή την κλιματική αλλαγή, αλλά όλα όσα αυτοί οι άνθρωποι βλέπουν μέσα από την τηλεόραση και τα social media. Μια καλύτερη ζωή λίγο μακρύτερα από το κατώφλι του σπιτιού τους, έναν υποτιθέμενο παράδεισο ο οποίος τους περιμένει στα βόρεια, στην Ευρώπη. Βλέπουν ανθρώπους στην ηλικία τους να είναι πλούσιοι επειδή τραγουδάνε, παίζουν ποδόσφαιρο, είναι μοντέλα... Αναρωτιούνται "γιατί εκείνοι και όχι εμείς" και δεν μπορούν να απαντήσουν. Είναι λοιπόν πρόθυμοι να ρισκάρουν τη ζωή τους για το ευρωπαϊκό όνειρο, χωρίς να έχουν ιδέα για το τίμημα που πρέπει να καταβάλουν.