Ο Σαν Μικέλε Είχε Έναν Κόκορα (San Michele Aveva Un Gallo, 1972)
Η επανάσταση ως αναγκαιότητα, αλλά και ως ουτοπία, πρωτοεμφανίζεται στο έργο των Ταβιάνι μέσα από την ιστορία του Τζούλιο Μανιέρι (Τζούλιο Μπρόγκι), ενός αναρχικού ο οποίος στην Ούμπρια του 1870 συλλαμβάνεται από τις αρχές. Καταδικάζεται σε θάνατο και τελικά σε ισόβια, αναρωτώμενος μέσα στη φυλακή πάνω στην (αν)αποτελεσματικότητα των πράξεών του. Βασισμένη στη νουβέλα του Λέον Τολστόι "Το θεϊκό και το ανθρώπινο" και επηρεασμένη από τις ιδέες του Γκράμσι, η ταινία αναζητά, χωρίς κανένα διδακτισμό, τη διαχωριστική γραμμή ανάμεσα στη συναισθηματική και την ιστορική ("επιστημονική") πολιτική στράτευση, εντυπωσιάζοντας με την μπρεχτική χρήση της (κλασικής) μουσικής, το δωρικό λυρισμό της και την ιδεολογική καθαρότητά της. Έκανε πρεμιέρα στο "Δεκαπενθήμερο Σκηνοθετών" του φεστιβάλ Καννών, βάζοντας τους Ιταλούς αδελφούς στον παγκόσμιο κινηματογραφικό χάρτη.
Αλονζανφάν (Allonsanfàn, 1974)
Η σύγκρουση ιστορικού και ιδιωτικού πεδίου δονεί την κορυφαία ίσως στιγμή της ταβιανικής φιλμογραφίας, ακόμα μια ιστορία εξέγερσης η οποία οδηγεί σε πολιτικά και υπαρξιακά αδιέξοδα. Αυτά αφορούν τον Φούλβιο, έναν απογοητευμένο Γάλλο Ιακωβίνο που την εποχή της Παλινόστησης, στις αρχές του 19ου αιώνα, διχάζεται ανάμεσα στην απόσυρσή του και την αφοσίωσή του στο συνεχιζόμενο αγώνα των συντρόφων του. Με τον Μαρτσέλο Μαστρογιάνι στον πρωταγωνιστικό ρόλο (και τον Σταύρο Τορνέ σε δεύτερο), την αξέχαστη μουσική του Ένιο Μορικόνε (Rabbia e tarantella), μια κρυστάλλινη αφηγηματική καθαρότητα και έναν ποιητικό δυναμισμό, το "Αλοζανφάν"αποτελεί μια από τις σπουδαιότερες ταινίες ολόκληρης της δεκαετίας του ’70 και μια από τις πιο σπαρακτικές και φιλοσοφημένες που έχουν γυριστεί ποτέ πάνω στο τίμημα των πολιτικών μας επιλογών.
Πατέρας Αφέντης (Padre Padrone, 1977)
Οι αδελφοί Ταβιάνι κερδίζουν το Χρυσό Φοίνικα των Καννών με την πραγματική ιστορία του μικρού Γκαβίνο (από αυτοβιογραφικό μυθιστόρημα του Γκαβίνο Λέντα), ο οποίος σε ένα χωριό της Σαρδηνίας εξαναγκάζεται από τον αυταρχικό πατέρα του να εγκαταλείψει το σχολείο για να φυλάει τα πρόβατα σε μια απομονωμένη στάνη. Η ακατέργαστη δύναμη του ιταλικού νεορεαλισμού ενοποιεί μυθοπλασία και ντοκιμαντέρ, καθώς η τραχύτητα του τοπίου αντιπαρατίθεται στην εσωτερική αγριότητα των κατοίκων του (οι περισσότεροι ηθοποιοί είναι ερασιτέχνες). Η σύγκρουση παλιού και νέου κόσμου περιγράφεται με διαλεκτικό, μαρξιστικό τρόπο, ο οποίος είναι ταυτόχρονα συγκινητικός και ψυχολογικά διεισδυτικός, σε ένα κινηματογραφικό χρονικό – μάρτυρα του τέλους μιας εποχής και ενός ολόκληρου πολιτικοκοινωνικού μοντέλου.
Η Νύχτα του Σαν Λορέντζο (La Notte di San Lorenzo, 1982)
Όλα ξεκινούν σαν παραμύθι. Ένα καλοκαιρινό βράδυ μια μητέρα αφηγείται στο νεογέννητο γιο της μια παλιά ιστορία με φόντο την Τοσκάνη του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, συμπλέκοντας τα αληθινά γεγονότα με το μύθο και τις προσωπικές αναμνήσεις της. Το ίδιο ακριβώς κάνουν και οι αδελφοί Ταβιάνι, συνδυάζοντας με ανεπανάληπτη κινηματογραφική μαεστρία την ιστορική πραγματικότητα με τη λαϊκή φαντασία. Η αναπαράσταση της Ιστορίας, μια σταθερή θεματική των δυο αχώριστων μαρξιστών σκηνοθετών, πραγματώνεται εδώ σαν μια πρωτότυπη μίξη επικής περιπέτειας, ψυχολογικού δράματος (με χάπι εντ), οπερατικού μιούζικαλ και ντοκιμαντερίστικης καταγραφής. Με ένα μαγικό τρόπο ("διάβρωση" του αφηγηματικού ρεαλισμού με φανταστικά στοιχεία και λυρικά ξεσπάσματα, πολυδιάστατη χρήση της καταπληκτικής, μορικονικής έμπνευσης μουσικής του Νικόλα Πιοβάνι) εξιστόρηση του γεγονότος και ερμηνεία του, μορφή και περιεχόμενο γίνονται ένα.
Χάος (Kaos, 1984)
Το φυσικό σικελικό τοπίο και ο Λουίτζι Πιραντέλο καθοδηγούν τους Ταβιάνι σε ένα σινε-ταξίδι στο αναζωογονητικό παράλογο που κυριαρχεί στην ανθρώπινη ζωή γεμάτο χαρωπές και επώδυνες, χιουμοριστικές και ονειρικές, υπερβατικές μα και απόλυτα γήινες στιγμές. Πέντε ιστορίες του νομπελίστα θεατρικού συγγραφέα οι οποίες εξελίσσονται στο πέρασμα από τον 19ο στον 20ο αιώνα αλληλοσυμπληρώνονται εδώ υφολογικά και νοηματικά σαν μια περίτεχνη φούγκα (μουσική Νικόλα Πιοβάνι), η οποία περιγράφει εύστοχα, όσο και απολαυστικά, τη σύνδεση της σικελικής γης με τη σικελική κοινωνία. Έτσι, το λαϊκό στοιχείο συναντά τη διαλεκτική ιστορική ματιά, εμπλουτίζοντας την πιραντελική προβληματική (και ηθογραφία) με έναν εναλλακτικό στοχασμό πάνω στο πέρασμα του χρόνου και τις αλλαγές των καιρών.