Γιατί το "Σαλό" του Παζολίνι παραμένει εφιαλτικά επίκαιρο;

Ο Άρης Μπινιάρης ανεβάζει στη θεατρική σκηνή το «Σαλό, 120 ημέρες στα Σόδομα» και μισόν αιώνα μετά την πρεμιέρα της η τελευταία ταινία του κορυφαίου Ιταλού σκηνοθέτη συνεχίζει να προκαλεί.

Salo 120 meres sta Sodoma1

Είκοσι μέρες μετά τη δολοφονία του Πιέρ Πάολο Παζολίνι στις 2 Νοεμβρίου του 1975 η τελευταία ταινία του έκανε την πρεμιέρα της στο Παρίσι. Προκάλεσε παγκόσμιο σκάνδαλο και απαγορεύτηκε σε πολλές χώρες του κόσμου (φυσικά και στη δική μας, μετά από μια ανεπανάληπτα επιτυχημένη προβολή μηνών στον κινηματογράφο Στούντιο) λόγω γραφικά βίαιων και "άσεμνων" σκηνών. Ήταν μια εσκεμμένη επιλογή του Παζολίνι, ο οποίος διασκεύασε το απαγορευμένο για δυο αιώνες βιβλίο του Μαρκησίου ντε Σαντ "120 μέρες στα Σόδομα" μεταφέροντας τη δράση του στην Βόρεια Ιταλία του 1944, την εποχή του ψευδοκράτους της Ιταλικής Κοινωνικής Δημοκρατίας, γνωστής ως Δημοκρατίας του Σαλό. Εκεί τέσσερα ανώτερα μέλη της φασιστικής εξουσίας (ο Δούκας, ο Επίσκοπος, ο Δικαστής και ο Πρόεδρος) απαγάγουν μια ομάδα νεαρών αντρών και γυναικών, τους κρατούν φυλακισμένους για 120 ημέρες και τους υποβάλλουν σε κάθε είδους βασανιστήρια και εξευτελισμούς.

Σαλό, 120 Μέρες στα Σόδομα 5

Η ταινία μεταγράφει στη σύγχρονη ευρωπαϊκή πολιτικο-φιλοσοφική πραγματικότητα τις σαντικές ιδέες με απίστευτη ωμότητα και επίκαιρο για τα κινηματογραφικά 70s προβληματισμό. Συνθέτει μια παζολινική αντίληψη της (δαντικής) Κόλασης και σοκάρει μέχρι σήμερα με τον (όχι πάντα διακριτικό) τρόπο με τον οποίο συνδέει την εξουσία με τη σεξουαλική διαστροφή. Η αλληγορία της δίχασε τη διανόηση της εποχής και χαρακτηριστικές είναι η εκ διαμέτρου αντίθετες προσεγγίσεις δυο κορυφαίων Ελλήνων κριτικών. Ο Βασίλης Ραφαηλίδης του Βήματος εξύμνησε την παζολινική προσαρμογή, η οποία πραγματοποιήθηκε "με μια τόλμη που ξεπερνάει κάθε όριο", κάνοντας αυτό το κινηματογραφικό επίτευγμα "ακατάλληλο για ανήλικους ενήλικες". Και συνεχίζει αναλύοντας τη σαντική προβληματική, η οποία "τραβάει τη φιλοσοφική πλευρά του δόγματος του "λεσέ φερ" μέχρι τις ακρότατες λογικές συνέπειές της. Ποια είναι τα μάξιμουμ όρια της "ατομικής ελευθερίας"; Αν ο "φιλελεύθερος" άνθρωπος είναι πραγματικά λεύτερος θα μπορούσε να διαλέξει το Κακό αντί του Καλού και να βιώσει με συνέπεια την κακότητά του… Στην ταινία του Παζολίνι ο ακρότατος φιλελευθερισμός του Σαντ τρέπεται φυσιολογικότατα σε φασισμό. Οι πιο συνεπείς "φιλελεύθεροι" είναι ίσως οι φασίστες κι αυτό το ξέρουμε ήδη από τον Βίλχελμ Ράιχ".

Ο Μπάμπης Ακτσόγλου του Αθηνοράματος από την άλλη, επισημαίνει πως "τα μυθιστορήματα του ντε Σαντ κινούνται σε ένα συγκεκριμένο ιστορικό χώρο, κάνουν, όμως, αφαίρεση της όποιας ρεαλιστικής και ψυχολογικής πραγματικότητας, ώστε να είναι δυνατή η τελετουργική περιγραφή αμέτρητων σεξουαλικών φαντασιώσεων και φρικαλεοτήτων, που στηρίζονται σε μια εξωπραγματική σχέση υποτέλειας του θύματος στο θύτη του. Τίποτα δεν πρέπει να διαταράξει την τέλεση της σαντικής φαντασίωσης, ούτε καν οι στοιχειώδεις νόμοι της φυσιολογίας του σώματος, νόμοι που καθιστούν εξωρεαλιστικά από πλευράς ψυχολογικής και βιολογικής αντοχής τα ερωτικά συμπλέγματα και βασανιστήρια των θυμάτων του μαρκήσιου". Έτσι, "ο Παζολίνι κάνει δυο κολοσσιαία ιδεολογικά ολισθήματα: απλοποιεί την όποια πολιτική προσέγγιση του φασισμού, ανάγοντάς τον σε μια υπόθεση που αφορά την ερωτική ορμή και μόνο, ενώ παράλληλα μεταφέρει τη σαντική φαντασίωση στη σφαίρα της ιστορικής πραγματικότητας. Το αποτέλεσμα είναι μια ατελείωτη σειρά ανυπόφορων σε θέαμα σκηνών, όπως εκείνες της "σκατολογίας" ή οι σκηνές των τελικών βασανιστηρίων, που έχουν να κάνουν περισσότερο με ένα παιχνίδι πρόκλησης του θεατή, παρά με την αλληγορική καταγγελία των φρικαλεοτήτων του φασισμού".

Σαλό, 120 Μέρες στα Σόδομα 3

Η σχέση φασισμού/ναζισμού και διαστροφής, ψυχολογικής ή ερωτικής, παραμένει ακόμα ένα ανοιχτό πεδίο ιδεολογικών αντιπαραθέσεων, με την ταινία του Παζολίνι να θέτει παράλληλα ερωτήματα πάνω στην αναπαράσταση της βίας στην οθόνη. Ο σκηνοθέτης Άρης Μπινιάρης, ο οποίος ανεβάζει το "Σαλό, 120 ημέρες στα Σόδομα" στην Εναλλακτική Σκηνή της ΕΛΣ, στο ΚΠΙΣΝ, υπογραμμίζει τη διαχρονικότητα των ιδεών του Ιταλού ποιητή και σκηνοθέτη: "Διατηρούμε τη δραματουργική κατεύθυνση του Παζολίνι να μεταφερθεί η δράση στο τέλος του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου ακριβώς για να λειτουργεί το εγχείρημα αλληγορικά. Με αφορμή μια τέτοια ζοφερή ιστορική περίοδο, μας δίνεται η δυνατότητα να μιλήσουμε ταυτόχρονα και για την εποχή μας, αλλά και για κάτι τελικά που διατρέχει τη φύση του ανθρώπου. Ούτως ή άλλως την εποχή που γυρίστηκε η ταινία, ο Παζολίνι ήθελε να καταδείξει αφενός την τρομακτική ανθεκτικότητα του ολοκληρωτισμού αλλά ταυτόχρονα και την πιθανότητα μιας νέας μετάλλαξής του, του θανατηφόρου καπιταλισμού". Και εδώ έρχεται ο ίδιος ο Παζολίνι για να αποσαφηνίσει: "Ο σαδομαζοχισμός είναι ένα αιώνιο χαρακτηριστικό του ανθρώπου. Υπήρχε την εποχή του ντε Σαντ, υπάρχει και τώρα. Αλλά δεν είναι αυτό που έχει τη μεγαλύτερη σημασία... Το πραγματικό νόημα του σεξ στην ταινία μου είναι να λειτουργήσει ως μεταφορά για τη σχέση μεταξύ εξουσίας και των υποκειμένων της".

Διαβάστε ακόμα

Τελευταία άρθρα Σινεμά

Heritage in Focus: Χώροι μουσικής και κινηματογράφου σε κίνδυνο

Στην πρώτη εκδήλωση θα συζητηθούν οι απειλές που αντιμετωπίζουν οι πολιτιστικοί χώροι στις πόλεις, εστιάζοντας στη μουσική σκηνή του Βερολίνου και το κινηματογραφικό τοπίο της Αθήνας

ΓΡΑΦΕΙ: ATHINORAMA TEAM
21/11/2024

Τέσσερις μέρες γεμάτες μικρού μήκους του Athens Short Film Festival

Σαράντα ταινίες από όλο τον κόσμο παρουσιάζει η φρέσκια διοργάνωση που επιστρέφει στο Κουκάκι.

"Ο Νόμος του Μέρφυ": Άγγελε Φραντζή, πώς γύρισες την πιο φιλόδοξη ελληνική ταινία της χρονιάς;

Ο πολυσχιδής σκηνοθέτης ανοίγει τα χαρτιά του γύρω από την ορμητική παραγωγή, στην οποία η Κάτια Γκουλιώνη υποδύεται μια αποτυχημένη ηθοποιό που ζει διαδοχικές διαφορετικές πραγματικότητες, ελπίζοντας να βρει τον εαυτό της.

Ο Νόμος του Μέρφυ

Ένα γράμμα αγάπης στο ίδιο το σινεμά και τη ζωή, ένα μεθυστικό κολάζ αναφορών και ανθρωπιάς, το οποίο παρόλο που παρασύρεται από την ορμή και την πληθωρικότητά του.

Μικρά Πράγματα Σαν κι Αυτά

Αληθινά περιστατικά εμπνέουν ένα χαμηλότονο δράμα χαρακτήρων με κοινωνική ευαισθησία, διηγηματική λιτότητα και καίριες ερμηνείες (βραβείο στο Φεστιβάλ Βερολίνου για την Έμιλι Γουότσον).

Μικρό Θλιμμένο Κορίτσι

Εσωστρεφής όσο και δημιουργικά πρωτότυπος συνδυασμός ψυχολογικού δράματος και ντοκιμαντέρ. Υπερβολικά φιλόδοξη ως σινε-κατασκευή, αποτυπώνει το πνεύμα μιας ανήσυχης εποχής.

Η Κουζίνα

Ανισόρροπο δράμα πάνω στο κυνήγι του αμερικανικού ονείρου, διχασμένο ανάμεσα στο κομψό στιλιζάρισμα, το αιχμηρό ψυχογράφημα και το οξύ κοινωνικό σχόλιο.