Πριν από μία εικοσαετία, ο ελληνικής καταγωγής και βραβευμένος με Όσκαρ σκηνοθέτης Αλεξάντερ Πέιν μπήκε για τα καλά στο οσκαρικό προσκήνιο χάρη στο "Πλαγίως", ένα απολαυστικό φιλμ στο οποίο ο Πολ Τζιαμάτι υποδύεται έναν καταθλιπτικό μεσήλικα, φέρελπι συγγραφέα, που δεν έχει ακόμα εκδοθεί, και λάτρη του κρασιού. Τώρα, στα μελαγχολικά "Παιδιά του Χειμώνα", ο πολύπειρος ηθοποιός ενσαρκώνει έναν αυστηρο καθηγητή Ιστορίας, τον Πολ, ο οποίος απολαμβάνει το μπέρμπον, ζει ολομόναχος και πάσχει από κατάθλιψη, ενώ αναβάλλει συνεχώς το γράψιμο μιας μονογραφίας που έχει στο νου του. Πρόκειται, φυσικά, περί σύμπτωσης, ωστόσο οι ομοιότητες μεταξύ των δύο ανδρών αναδεικνύουν ορισμένες από τις θεματικές που εμπνέουν σταθερά τον Πέιν, πρωτίστως αυτή των ανθρώπινων αδυναμιών (ροπή στη μοναξιά) και της ατελέσφορης απόπειρας διαφυγής από την γκρίζα πραγματικότητα (αλκοόλ, ανεπαρκής δημιουργία). Προβληματισμοί που επιστρέφουν με ανανεωμένη δυναμική στα "Παιδιά του Χειμώνα", όπου ο χαρακτήρας του Τζιαμάτι καλείται να έρθει αντιμέτωπος με τα μειονεκτήματά του, καθώς επιτηρεί μια χούφτα λυκειόπαιδα.
Οι ανεπιθύμητοι
Η υπόθεση της ταινίας τοποθετείται στα Χριστούγεννα του 1970, σε ένα αμερικανικό λύκειο-οικοτροφείο, όπου ο Πολ έχει αναλάβει την επίβλεψη των λιγοστών μαθητών που ξέμειναν εκεί και άρα πρέπει να περάσουν μαζί τις διακοπές. "Θύματα" μιας άλλου είδους γονεϊκής αμέλειας ή απουσίας, ακούσιας ή μη, οι έφηβοι νιώθουν το ψυχικό άλγος τους να μεγεθύνεται μέσω της τιμωρητικής στα μάτια τους παραμονής στο σχολείο (δίκαιο). Σε αυτήν τη συνθήκη δεν βοηθάει η εκκωφαντική ησυχία που περιβάλλει τους αχανείς χώρους του σχολείου, καθώς και η καταπιεστική αίσθηση πως υπάρχουν ευκαιρίες για εμπειρίες "εκεί έξω" που μένουν ανεκπλήρωτες. Ο παραπάνω ψυχολογικός καμβάς, τον οποίο οριοθετεί ο Πέιν, ενεργοποιεί τα απωθημένα του έτερου πρωταγωνιστή Άνγκους (ο Ντόμινικ Σέσα σε μια αποκαλυπτική ερμηνεία), ενός δυσαρεστημένου αλλά και βασανισμένου νέου, ο οποίος αρνείται να συμβιβαστεί με τον εγκλεισμό. Η "εξέγερσή" του τον φέρνει απέναντι στον καθηγητή, η σύγκρουσή τους, ωστόσο, δεν οδηγεί στην αναμενόμενη ρήξη.
Νοσταλγικό τριπ
Διόλου τυχαία, ο Πέιν τοποθετεί την ιστορία στο μεταίχμιο ανάμεσα στον παλιο και τον νέο χρόνο, υπογραμμίζοντας τη μεταβατική φάση στην οποία βρίσκονται οι χαρακτήρες του. Έπειτα, στην ταινία δεν αργεί να κάνει την εμφάνισή του και άλλο ένα αγαπημένο υφολογικό στοιχείο του δημιουργού, εκείνο του ταξιδιού ως κομβικής εμπειρίας αυτοκάθαρσης. Για να κατευνάσει την απείθεια του Άνγκους, ο Πολ συμφωνεί σε μια εκδρομή που αποδεικνύεται καθοριστική για τη σχέση τους, ρίχνοντας πλήρως τις μεταξύ τους άμυνες. Ακριβώς σε αυτό το κομμάτι, ο Πέιν αποδεικνύει την αφηγηματική δεινότητά του, αφού εφευρίσκει έναν ευφυή τρόπο να υπερκεράσει τις κοινοτοπίες που συναντά στο σενάριο του Ντέιβιντ Χέμινγκσον, αν και όχι πάντα με την ίδια επιτυχία. Ενδεικτική είναι η περίπτωση της ηρωίδας που ενσαρκώνει υπέροχα η Ντα’Βάιν Τζόι Ράντολφ, μιας Αφροαμερικανίδας μητέρας που έχασε το γιο της στον πόλεμο του Βιετνάμ, η οποία αποτελεί μια συμπληρωματική παράλληλη ιστορία, που χρησιμοποιείται περισσότερο παρενθετικά, έτσι ώστε να προστεθούν αφορμές συγκινησιακής φόρτισης και όχι απαραίτητα να εμπλουτιστεί η δραματουργία.
Σε γενικές γραμμές, ωστόσο, ο Πέιν κερδίζει το στοίχημα διότι ποντάρει σε αυτό που ξέρει να κάνει καλύτερα, δηλαδή να χρησιμοποιεί το σινεμά επουλωτικά για τους ήρωές του, αλλά και τους θεατές, αφού ταινίες σαν τα "Παιδιά…" μετατρέπουν τη μεγάλη οθόνη σε ένα αναμμένο τζάκι. Πολύτιμη βοήθεια η 70s αισθητική, από τη χρήση ψηφιακού κόκκου στην εικονογραφία που θυμίζει φιλμ μέχρι το σχεδιασμό των σκηνικών. Έτσι εκπέμπεται μια θαλπωρή που συνολικά δρα λυτρωτικά, η απουσία μεγαλόσχημων συμπερασμάτων διατηρεί προσγειωμένη την αφήγηση, ενώ το βασανισμένο, αν και συμφιλιωτικό φινάλε, υπενθυμίζει πως οι άνθρωποι ορίζονται από τις αντιφάσεις τους.
Περισσότερες πληροφορίες
Τα Παιδιά του Χειμώνα
Τα Χριστούγεννα του 1970, ένας δύστροπος καθηγητής φιλολογίας ενός πρωτοκλασάτου κολεγίου είναι αναγκασμένος να περάσει τις γιορτές στο έρημο σχολείο, παρέα με την Αφροαμερικάνα μαγείρισσά του και έναν ατίθασο έφηβο.