Ύστερα από αρκετές επισκέψεις στη Θεσσαλονίκη κατά τη διάρκεια του φεστιβάλ, οι μηχανικές αντιδράσεις το σώματος με το που πατήσει στην πόλη εκδηλώνονται αυτομάτως. Το πού θα φας, θα πάρεις καφέ, θα βγεις, θα ξαποστάσεις με γνώμονα τις προβολές που έχεις κλείσει, συνιστά έναν κώδικα ο οποίος "γράφεται" στη μνήμη των μυών με το δικό του απροσδιόριστο τρόπο. Σα να συμβαίνει το ένα φεστιβάλ μετά το άλλο χωρίς την ενδιάμεση διακοπή.
Κάπως έτσι, δίχως παύση, αν και σαφέστατα σε ένα πιεστικά εξουθενωτικό περιβάλλον, περνούν τις μέρες τους οι ήρωες του "Animal" της Σοφίας Εξάρχου. Το δεύτερο φιλμ της σκηνοθέτριας του "Park" πραγματοποίησε την πρεμιέρα του στη Θεσσαλονίκη έχοντας ήδη βραβευτεί λίγους μήνες νωρίτερα στο Λοκάρνο για την ερμηνεία της πρωταγωνίστριας Δήμητρας Βλαγκοπούλου. Πράγματι, η ηθοποιός παραδίδει μία αποστομωτική ερμηνεία στο ρόλο της αρχηγού μιας ομάδας ανιματέρ, η οποία δίνει καθημερινές χορευτικές παραστάσεις για τους ενοίκους ενός all-inclusive ξενοδοχείου κατά τη διάρκεια της τουριστικής σεζόν. Η Εξάρχου υιοθετεί εκ νέου το οικείο, ντοκιμαντερίστικου ρεαλισμού ύφος της, προσεγγίζοντας τους ήρωές της σα να μοιάζουν με νομαδικά πλάσματα τα οποία έτυχε να συνυπάρξουν. Το στοιχείο της φύσης που έρχεται σε αντίφαση με το αστικό τοπίο, από τη μία η ηρεμία του ορίζοντα - από την άλλη οι εμβοές των κλαμπ, ενισχύει τις νατουραλιστικές υφές της ταινίας αλλά και την εσωτερική συναισθηματική πάλη της κεντρικής ηρωίδας. Ο χαρακτήρας της Βλαγκοπούλου βρίσκεται εγκλωβισμένος σε μια διαβρωτική ενδιάμεση συνθήκη, όπου η ανάγκη του για ηρεμία αναχαιτίζεται από την υποχρέωση να εργαλειοποιεί το σώμα της μέχρι τελικής πτώσης. Η απεικόνιση της φθοράς διακόπτεται από πολύτιμες στιγμές τρυφερότητας, τις οποίες τοποθετεί στοχευμένα στην αφήγηση η Εξάρχου, δίχως βέβαια να αποφεύγεται η ροπή προς την επανάληψη. Συνολικά, πρόκειται για ένα άξιο φιλμ το οποίο, αν μη τι άλλο, προσφέρει μία καλή ιδέα του πώς μοιάζει η εργασιακή εμπειρία μιας σεζόν, στην εποχή της απαξίωσης ακριβώς των ανθρώπων που βιοπορίζονται από τον τουρισμό.
Στο Ολύμπιον, ακριβώς πριν από την ελληνική πρεμιέρα του "Animal", προβλήθηκε μία ακόμα σινεφιλικά πολυαναμενόμενη ταινία. Ο λόγος για το "Ανθρωπίστρια Βρικόλακας Αναζητά Αυτοκτονικό Άτομο" της πρωτοεμφανιζόμενης Καναδής Αριάν Λουί-Σεζ, το οποίο αποτελεί αντιπροσωπευτικό δείγμα των (αρκετών) φιλμ του φετινού προγράμματος που φέρουν μακροσκελείς επεξηγηματικούς τίτλους, σαν το "Η Αίσθηση πως έχει Περάσει πια η Ώρα για να Γίνει Κάτι" (Τζοάνα Άρνοου). Στο δια ταύτα, το εν λόγω ντεμπούτο αποδείχθηκε εξαιρετικά ψυχαγωγικό, κάτι που επαλήθευσαν οι αντιδράσεις του διαχυτικού κοινού το οποίο συντονίστηκε άμεσα με τη δράση. Η Λουί-Σεζ υπέγραψε ένα προσγειωμένο, αλλά και λιγότερο επιτηδευμένο "Μόνο οι Εραστές Μένουν Ζωντανοί", όπου εκμεταλλεύονται πλήρως οι rom com ποιότητες ενός γλυκά γραμμένου σεναρίου που μιλά μεταφορικά για την εξοικείωση με την ενηλικίωση και τους προσωπικούς όρους της σεξουαλικής επιθυμίας. Εγγυημένο crowd pleaser το οποίο δε θα ήταν άσχημο εάν έβρισκε το δρόμο προς τις μαρκίζες των ελληνικών σινεμά.
Εκείνο που δύσκολα, πλην δικαιολογημένα, θα κατάφερνε κάτι τέτοιο, είναι το θαρραλέο "Όλοι οι Χωματόδρομοι έχουν Γεύση από Αλάτι" της Ρέιβεν Τζάκσον, η οποία βρίσκεται επίσης στην πρώτη μεγάλου μήκους της. Ταινία ανεπιτήδευτου ποιητικού σινεμά, η οποία ανταμείβεται για τα πολλαπλά αφηγηματικά ρίσκα που παίρνει. Στην καρδιά της επαρχίας του Μισσισσιππή, η ζωή μιας γυναίκας ξεδιπλώνεται στη μεγάλη οθόνη δίχως να ακολουθείται η τυπική αφηγηματική γραμμή, καθώς παρελθόν - παρόν - μέλλον ανακατεύονται σε ένα κινηματογραφικό χρόνο που υπακούει στο ρυθμό των αναμνήσεων και όχι των αντικειμενικών γεγονότων. Αντίστοιχα, η έννοια της πλοκής είναι σχετική, διότι η Τζάκσον εφαρμόζει ένα σκηνοθετικό ύφος σχεδόν απόλυτης έλλειψης, επενδύοντας στη δύναμη των μινιμαλιστικών εικόνων της. Ήτοι πλάνα τα οποία στην πλειοψηφία τους αποτελούνται από ασφυκτικά γκρο πλαν, σμιλεμένα από κάδρα ενίοτε αφοπλιστικής καλλιέπειας. Το κατά πόσο δεκτικός είναι ένας θεατής σε αυτού του είδους την ενστικτώδη αφήγηση είναι βεβαίως προσωπική υπόθεση, ωστόσο το "Όλοι οι Χωματόδρομοι…" είναι μια κινηματογραφική πρόκληση γενναιόδωρης ανταμοιβής. Διότι, ανήκει σε αυτήν τη σπάνια κατηγορία ταινιών οι οποίες συναρμολογούνται στο υποσυνείδητο και βγάζουν απροειδοποίητο νόημα σε σκηνές χειμαρρώδους συναισθήματος. Ενδεχομένως σε μια στιγμή εγκάρδιας αγκαλιάς, σε ένα τεταμένο άγγιγμα ή ένα ολόγιομο βλέμμα, από τις πολλές που συνθέτουν το φιλμ - ωδή στον ηλεκτρισμό της ανθρώπινης επαφής.
Υπό ένα εξίσου γενναίο πρίσμα προσεγγίζονται οι ανθρώπινες σχέσεις και στην εικαστικά ασυναγώνιστη "Ηδεία Ανατολή". Ο πολύπειρος διευθυντής φωτογραφίας Σον Πράις Γουίλιαμς, ο άνθρωπος που ευθύνεται καθοριστικά για την αισθητική σημαντικού μέρους του μοντέρνου ανεξάρτητου αμερικάνικου σινεμά ("Listen Up Philip", "Good Time"), περνάει πίσω από την κάμερα και φαντασιώνεται πώς θα μπορούσε να είναι μια σύγχρονη μητροπολιτική περιπλάνηση. Ηρωίδα του μια έφηβη που έχει ανάγκη τη διαφυγή και η οποία μέσα από τις συναναστροφές της με αγνώστους, σαν άλλη Αλίκη, εισέρχεται σε μια "λαγουδότρυπα" όπου την περιμένουν ασύλληπτες περιπέτειες. Υφολογικά ένα καλειδοσκόπιο κινηματογραφικών ειδών, ξεκινώντας από το μιούζικαλ και φτάνοντας ως τον τρόμο, η ταινία αγνοεί τις συμβάσεις και τολμηρά εμβαθύνει στη ψυχοσύνθεση τόσο της πρωταγωνίστριάς του όσο και της πατρίδας του. Οι θεωρίες συνωμοσίας ανακατεύονται με παρανοϊκούς πανκς, νεοναζί και παραστρατιωτικές ομάδες, συνθέτοντας μια απαράμιλλη οδύσσεια δίχως αντίστοιχο στο σημερινό κινηματογραφικό σκηνικό.
Διαβάστε όλα τα νεότερα για το 64ο Διεθνές Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης εδώ.