Δεν νομίζω να παρεξηγηθεί κανείς αν βαφτίσω την τελευταία 10ετία, εποχή ανελέητου food porn. Έτσι όπως μας βομβαρδίζουν εικόνες φαγητού στα social και την τηλεόραση, με τόσο μπερδεμένη την αισθητική τους που κυμαίνεται από το trash έως την ψαγμένη καλλιτεχνία, το μάτι μας ζαλίζεται και το μυαλό μας πήζει από το overdose εικόνων που διαδηλώνουν μπροστά μας χωρίς συνοχή. Βλέποντας το "Στη Φωτιά", αισθάνθηκα ανακούφιση. Σ' αυτή την πολύ γαστρονομική ταινία, νιώθεις πως οι μαγειρικές πράξεις χαϊδεύουν το εσώτερο είναι σου έτσι όπως ο ρυθμός τους ξετυλίγεται με μια καθησυχαστική ταχύτητα που χαλαρώνει, και το φως μπαίνει γλυκό στη μεγάλη κουζίνα του αγροτικού chateau ∙ είναι γεμάτη με χάλκινα τηγάνια και κατσαρόλες, μασίνες και τζάκι με φωτιά να καίει διαρκώς, που δημιουργούν μια πολύ αγαπησιάρικη, ρομαντική εικόνα.
Όλα άλλωστε αρχίζουν σαν ένα tableau vivant καθώς η Ζυλιέτ Μπινός μαζεύει λαχανικά από το μποστάνι νωρίς την αυγή, πριν καλά – καλά χαράξει ο ήλιος τη μέρα, περικυκλωμένη από ένα πράσινο που θυμίζει πίνακα Ρενουάρ. Και μετά αρχίζουν εξαιρετικές σεκάνς που ψιλοκόβουν πράσα, τσιτσιρίζουν λαχανικά, σουρώνουν ζωμούς, καθαρίζουν ψάρια, χτυπούν με τον αυγογδάρτη, αλείφουν σάλτσες, δίνουν διαύγεια κονσομέ με ασπράδια, μαγειρεύουν εξωτικές λιχουδιές σαν το λειρί του κόκορα, και τελικά σερβίρουν υπέροχα πιάτα που, όπως άκουσα από κάποιον και συμφωνώ, θα έκαναν το περίφημο "Δείπνο της Μπαμπέτ" να μοιάζει με νηστίσιμο προσφάι.
Αποκαθιστώντας τη χαμένη τιμή της κλασικής γαλλικής κουζίνας
Μέσα από μια πληθωρική μαγειρική ιεροτελεστία παρελαύνουν η επιμελημένη σκηνογραφία και ο πλούτος της κλασικής κουζίνας, έτσι που περιμένεις με ανυπομονησία να τελειώσει το φιλμ για να πας να χαρείς παρόμοια πιάτα σ ένα καλό γαλλικό εστιατόριο. Όχι βεβαίως εκείνα τα απίθανα λιλιπούτεια βλαχοτσίχλονα – αμπελοπούλια τα ξέρουμε εμείς – που τώρα είναι προστατευόμενο είδος και απαγορεύεται να τα τρως, αλλά παλιά οι γκουρμέδες τα έτρωγαν σκεπάζοντας το κεφάλι τους με μια πετσέτα για να μη χάσουν ούτε μια ικμάδα του αρώματος τους! Στο φιλμ του ο Τραν Αν Χουνγκ αποκαθιστά τη χαμένη τιμή ορισμένων κλασικών γαλλικών σπεσιαλιτέ που, όπως το βολ-ο-βαν, έχουν εκχυδαϊστεί από τον διασυρμό τους σε μαζικά κέτερινγ. Στην ταινία το βλέπουμε πανέμορφο και λαχταριστό, ίσως το ωραιότερο πιάτο της ταινίας∙ "απίστευτα αισθησιακό" για τον Πιερ Γκανιέρ, τον 3άστερο σεφ που επιμελήθηκε όλα τα γαστρονομήματα του "The taste of things" (ο εγγλέζικος είναι ο τίτλος που προτιμάω για τη φιλοσοφική του διάθεση). Δεν είναι τυχαία λοιπόν όλη αυτή η γαστρονομική καλλιέπεια που φιλμογραφήθηκε. Η εμπλοκή του Γκανιέρ άρχισε όταν ένα χειμωμιάτικο βράδυ πριν 5 χρόνια ο Χουνγκ δείπνησε με τη γυναίκα του στο 3άστερο εστιατόριό του στο Παρίσι, έχοντας σαν κύριο πιάτο ποτ-ο-φε. Όταν πάρθηκε η τελική απόφαση να γυριστεί το φιλμ ο Γκανιέρ μαγείρεψε σε τρεις μέρες όλα τα πιάτα που θα εμφανίζονταν στο έργο, και τότε σφυρηλατήθηκε η στενή τους σχέση.
Σπάνια έχουμε δει φαγητό να κινηματογραφείται έτσι…
Το πιο συναισθηματικό κομμάτι της μαγειρικής που παρακολουθούμε είναι για μένα όλες οι σεκάνς όπου οι κατσαρόλες αχνίζουν και οι αχνοί τους γράφουν με τρυφερότητα μέσα στην κουζίνα. Κορυφαία εκείνη που η παραγεμισμένη με τρούφα πουλάδα τυλίγεται με τουλπάνι και βυθίζεται στο ζωμό που βράζει μέσα στο πέπλο της ∙ μια ποιητική του ατμού, σ ένα γαστρονομικό χαμάμ. Άλλωστε το βασικό θέμα της ταινίας δεν είναι άλλο από ένα ερωτικό τρίγωνο ανάμεσα σε μια γυναίκα, ένα άντρα και το φαγητό που μαγειρεύουν συχνά και οι δύο μαζί για να εκφράσουν ο ένας στον άλλο τα συναισθήματά τους. Ακούγεται παράξενο αλλά η Εζενί και ο Ντοντέν εκτός από εραστές είναι και αδελφές ψυχές που τις ενώνει η γαστρονομία. Και η πιο αισθησιακή σκηνή του έργου για μένα είναι εκείνη της πρότασης γάμου του Ντοντέν στην Εζενί μ ένα δαχτυλίδι κρυμμένο μέσα στο αιθέριο επιδόρπιο του αχλαδιού που οι ντελικάτες καμπύλες της φόρμας του μοιάζουν τόσο με το ξαπλωμένο γυμνό κορμί της Μπινός πού βλέπουμε αμέσως μετά.
Είναι ίσως η μοναδική ταινία, στην οποία όλα τα φαγητά ήταν αληθινά. Στα γυρίσματα ταινιών, συνήθως χρησιμοποιούν ψεύτικο φαγητό αλλά στο "Στη Φωτιά" όταν ο σκηνοθέτης φώναζε "Cut!" κατά τη διάρκεια μιας σεκάνς, οι ηθοποιοί συνέχισαν χαρούμενοι να τρώνε.
Σπάνια έχουμε δει φαγητό να κινηματογραφείται έτσι… Δεν συμβαίνει συχνά συμπρωταγωνιστές των πρωταγωνιστών να είναι λάχανα, ψάρια, αστακοί και πουλάδες. Με το φακό να βλέπει από κοντά τη χορογραφία του μαγειρέματός τους, να εστιάζει στις υφές τους, και στις εικαστικές κινήσεις των μαγείρων, όλα κάτω από τη μπαγκέτα ενός τόσο προικισμένου και μοναδικά δημιουργικού σεφ σαν τον Πιερ Γκανιέρ. Είναι ίσως η μοναδική ταινία – δεν ξέρω τι ακριβώς συνέβη στο "Δείπνο της Μπαμπέτ" - στην οποία όλα τα φαγητά ήταν αληθινά. Στα γυρίσματα ταινιών, συνήθως χρησιμοποιούν ψεύτικο φαγητό αλλά στο "Στη Φωτιά" όταν ο σκηνοθέτης φώναζε "Cut!" κατά τη διάρκεια μιας σεκάνς, οι ηθοποιοί συνέχισαν χαρούμενοι να τρώνε και έπρεπε να τους παρακαλέσουν να παραδώσουν τα πιάτα τους, αφού τα χρειάζονταν για την επόμενη λήψη! Η Ζυλιέτ Μπινός μάλιστα έχει δηλώσει καθώς ο πειρασμός ήταν μεγάλος ότι έπρεπε να προσέχει πολύ για να μην πάρει κιλά.
Στο έργο όμως είναι διάχυτη μια πνευματικότητα στη θεώρηση της γαστρονομίας μαζί με την προβολή της γευστικής και συναισθηματικής της αξίας. Είναι γεμάτο πνευματώδεις ατάκες του τύπου "ο άνθρωπος χρωστάει στο κρασί το ότι είναι το μόνο ζώο που πίνει χωρίς να διψάει", και συχνά φιλοσοφεί πάνω στις αξίες του γαστρονομικού γίγνεσθαι. Κριτικάρει επίσης την ακατάσχετη μπουρζουά υπερβολή των ατελείωτων μενού μνημείων επιδειξιομανίας και δίνοντας τολμηρές και ριψοκίνδυνες αντιπροτάσεις. Το "Στη Φωτιά" είναι ένα γοητευτικό, ανθρώπινο σινε – γαστρονομικό menu degustation που δεν πρέπει με τίποτα να χάσετε!
Γαστρο – φιλοσοφικές ατάκες
* Ο άνθρωπος χρωστάει στο κρασί το ότι είναι το μόνο ζώο που πίνει χωρίς να διψάει.
* Ο θεός έπλασε το νερό και ο άνθρωπος το κρασί.
* Χρειάζεται κουλτούρα και καλή μνήμη για να διαμορφώσεις τον ουρανίσκο σου
* Η ανακάλυψη ενός νέου εδέσματος δίνει στην ανθρωπότητα, περισσότερη χαρά από την ανακάλυψη ενός αστεριού.