Το τέλος της χθεσινοβραδινής επίσημης προβολής της ταινίας "Η Γη της Επαγγελίας" στο φεστιβάλ Βενετίας ακολούθησε ένα παρατεταμένο, θερμό χειροκρότημα. Αγωνιάτε κάθε φορά για τις αντιδράσεις του κοινού και των κριτικών;
Δεν είμαι από αυτούς οι οποίοι δεν θα κοιμηθούν για να διαβάσουν τις πρώτες κριτικές που θα βγουν στο διαδίκτυο, κάθε κακή κριτική, όμως, σε πειράζει. Έχεις εμπιστοσύνη στο ένστικτό σου, αλλά κάνουμε ταινίες για να αγγίξουμε τους θεατές, οπότε η γνώμη τους είναι εξαιρετικά σημαντική, ενώ δεν μπορείς να αγνοείς και τους κριτικούς, οι οποίοι δεν διαφωνούν τόσο πολύ από το γούστο του μέσου σινεφίλ. Εν τέλει, πάντως, αν η αίθουσα είναι ευχαριστημένη, η αποστολή σου εξετελέσθη.
Έχετε ποτέ μείνει ανικανοποίητος, παρά τα θετικά σχόλια, από κάποια ερμηνεία σας;
Είναι αναπόφευκτο νομίζω. Το μεγαλύτερό μου μειονέκτημα ως ηθοποιός είναι ότι είμαι ιδιαίτερα επίμονος. Μελετάω ένα ρόλο, παίρνω κάποιες αποφάσεις, σε συμφωνία πάντα με το σκηνοθέτη, και τις υπερασπίζομαι μέχρι τέλους. Τις περισσότερες φορές όλα πάνε καλά, άλλες πάλι διαπιστώνω πως ήμουν σε λάθος τόνο. Φυσικά και μου έχει συμβεί… Μου έχει συμβεί επίσης να γυρίσω μια σκηνή με έναν τρόπο που δεν είμαι απόλυτα βέβαιος πως είναι ο σωστός και αυτή να αποδειχθεί το highlight της ταινίας. Ο χορός στο τέλος του "Άσπρο Πάτο" για παράδειγμα, δεν μου φάνηκε καλή ιδέα, αν και μου αρέσει πολύ η σωματική έκφραση στην υποκριτική. Θαυμάζω τους κωμικούς του βωβού και ιδιαίτερα τον Μπάστερ Κίτον, τον οποίο δεν χορταίνω να βλέπω. Ο σκηνοθέτης Τόμας Βίντερμπεργκ επέμενε όμως και με παρότρυνε να αυτοσχεδιάσω. Αποφάσισα λοιπόν να αφεθώ και να ακολουθήσω την ιδέα του, κάτι που αποδείχτηκε σοφό.
Ο λοχαγός Λούντβιχ Κάλεν ήταν υπαρκτό πρόσωπο. Κάνατε μεγάλη ιστορική έρευνα για το πως θα τον προσεγγίσετε στην ταινία;
Έχω πάθος με την ιστορία και πάντα ψάχνω όλες τις λεπτομέρειες των ταινιών μου. Ανακαλύπτω εντυπωσιακά πράγματα, όπως για παράδειγμα το ότι μέχρι και μετά τα μισά του 19ου αιώνα οι άνθρωποι δεν φιλιόντουσαν δημοσίως. Στην Ιαπωνία μάλιστα, μέχρι και το τέλος του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Δεν μπορούν λοιπόν οι ήρωες μιας ταινίας του 18ου αιώνα να είναι διαχυτικοί. Ή ότι το να χτυπήσεις ένα "άτακτο" παιδί την εποχή της ταινίας, το 1750, ήταν απόλυτα αποδεκτό απ’ όλους. Αναρωτηθήκαμε πάνω σ’ αυτό γιατί σήμερα θεωρείται εντελώς αντιπαιδαγωγικό, σχεδόν βάρβαρο. Τότε, όμως, συνέβαινε και γι’ αυτό υπάρχει μια ανάλογη σκηνή στην ταινία.
Πέρα από υποδείξεις για σεναριακές λεπτομέρειες ή για στοιχεία του χαρακτήρα σας, έχετε λόγο πάνω σε σκηνοθετικές αποφάσεις ή στην επιλογή των συμπρωταγωνιστών σας στη "Γη της Επαγγελίας";
Το τελευταίο δεν θα μπορούσα να το κάνω ποτέ. Αν με ρωτήσουν θα πω φυσικά τη γνώμη μου για κάποιον συνάδελφο, αλλά μέχρι εκεί. Το κάστινγκ δεν είναι δική μου δουλειά ούτε η σκηνοθεσία βέβαια. Και το ρόλο μου τον συζητάω πάντα διεξοδικά με το σκηνοθέτη γιατί δεν γίνεται να είμαστε σε διαφορετικό μήκος κύματος. Αν συντονιστούμε, μετά δεν πρόκειται να προκύψουν μεγάλες αντιθέσεις, μόνο πιθανά μικροπροβλήματα σε μια δυο σκηνές τα οποία συνήθως επιλύονται πολύ εύκολα.
Έχετε ποτέ σκεφτεί να περάσετε πίσω από την κάμερα; Ή να γράψετε κάποιο σενάριο;
Όχι, δεν θα ήμουν καλός. Μπορώ να προσφέρω κάποια βοήθεια στο επίπεδο του σεναρίου, κάνοντας παρατηρήσεις που πιθανόν να το βελτιώσουν. Κυρίως σε ότι αφορά το χαρακτήρα μου. Μου είναι όμως αδύνατον να γράψω από την αρχή ως το τέλος ολόκληρο σενάριο, πόσο μάλιστα να το σκηνοθετήσω.
Στη "Γη της Επαγγελίας", εκτός από τα δανέζικα, μιλάτε και γερμανικά. Σας ήταν το ίδιο εύκολο με τα αγγλικά, τα οποία έχετε μιλήσει σε πολλούς ρόλους σας;
Να παίζω στα αγγλικά μού φαίνεται πιο εύκολο. Από την άλλη, χάρη στην ταινία θυμήθηκα ξανά τα γερμανικά μου και ένιωσα λίγο σαν στο σπίτι μου. Υπάρχει έντονη "γερμανικότητα" στα δανέζικα και στις περισσότερες σκανδιναβικές γλώσσες, οπότε από τη μια με δυσκόλεψε η γερμανική γλώσσα, αλλά από την άλλη αισθάνθηκα ότι καταλαβαίνω σε βάθος αυτά που λέω. Δεν απαγγέλω απλά ατάκες.