Ο Μάικλ Γκάμπον πέρα από το "Χάρι Πότερ"

Θυμόμαστε τους έτερους εμβληματικούς ρόλου που ενσάρκωσε ο ηθοποιός ο οποίος πέθανε σε ηλικία 82 ετών.

Μάικλ Γκάμπον Ντάμπλντορ

Δικαιολογημένα, ο Δουβλινέζος Μάικλ Γκάμπον ο οποίος πέθανε σε ηλικά 82 ετών, έχει ταυτιστεί στη συλλογική μνήμη με το ρόλο του μάγου Ντάμπλντορ που ενσάρκωσε στις τελευταίες έξι ταινίες στο "Χάρι Πότερ" franchise. Ωστόσο, ο ηθοποιός υπήρξε ένας από τους καλύτερους της γενιάς του αφήνοντας διακριτό αποτύπωμα τόσο στο θέατρο (αποσπώντας 4 βραβεία Ολίβιε) όσο και στον κινηματογράφο.

Πλην του Ντάμπλντορ, ο αμέσως επόμενος πιο διάσημος ρόλος του ήταν εκείνος του επιβλητικού γκάνγκστερ στο αριστουργηματικό "Ο Μάγειρας, ο Κλέφτης, η Γυναίκα του και ο Εραστής της" (1989) του δεξιοτέχνη Πίτερ Γκρίναγουεϊ. Ήταν η ερμηνεία που έστρεψε περισσότερα κινηματογραφικά βλέμματα πάνω του, με αποτέλεσμα να αυξηθεί συχνότητα των εμφανίσεών του στη μεγάλη οθόνη. Εκ των αξιοσημείωτων δουλειών του, τη δεκαετία του ‘90 τον βλέπουμε απέναντι από τον Άλμπερτ Φίνι στην "Εκδοχή του Μπράουνινγκ" (1994) σε σκηνοθεσία του στιλίστα Μάικ Φίγκις. Την ίδια χρονιά, στο "Ένας Ασήμαντος Άνθρωπος" (Σούρι Κρισνάμα) υποδύθηκε έναν ελεγκτή εισιτηρίων που επιχειρεί να ανεβάσει τη "Σαλώμη" του Όσκαρ Γουάιλντ με τους επιβάτες ενός λεωφορείου(!), προτού συνεργαστεί με τον ιδιοσυγκρασιακό Νίκολας Ρεγκ στο "Two Deaths" (1995). Στα τέλη των ‘90s γνώρισε εμπορική επιτυχία χάρη στο απολαυστικό "The Insider" (Μάικλ Μαν, 1999) και το λαοφιλή "Μύθο του Ακέφαλου Καβαλάρη" (Τιμ Μπάρτον, 1999).

Ο Μάγειρας, ο Κλέφτης, η Γυναίκα του και ο Εραστής της
"Ο Μάγειρας, ο Κλέφτης, η Γυναίκα του και ο Εραστής της"

Τα ονόματα γνωστών σκηνοθετών δε σταματούν εδώ για την καριέρα του Γκάμπον, ο οποίος συνεργάστηκε με τον Ρόμπερτ Όλτμαν στο "Έγκλημα στο Γκόσφορντ Παρκ" (2001), τον Ρόμπερτ ντε Νίρο στον "Καθοδηγητή" (2006), τους Τζόελ και Ίθαν Κόεν στο "Χαίρε, Καίσαρ!" (2012) και δύο φορές με τον Γουές Άντερσον ("Υδάτινες Ιστορίες", "Ο Απίθανος Κύριος Φοξ").  Ξεχωρίζει, ακόμα, η ερμηνεία του ως ο Βασιλιάς Γεώργιος Ε’ στον οσκαρικό "Λόγο του Βασιλιά" (Τομ Χούπερ, 2010) Εδώ αξίζει να σημειωθεί πως ο Ιρλανδός υπήρξε χαρακτηριστικά ακομπλεξάριστος, αφού μέσα σε όλα, δε δίστασε να ενσαρκώσει τον πρωθυπουργό της Μεγάλης Βρετανίας στην ακραία κωμωδία "Ο Άλι Τζι στη Βουλή" (Μαρκ Μάιλοντ, 2002). Τελευταία κινηματογραφική του εμφάνιση ήταν στο "Cordelia" (Άντριαν Σέρχολντ, 2019).

Τελευταία άρθρα Σινεμά

International Micro μ Festival 2024: Κινηματογραφικές προβολές και ψηφοφορίες κοινού σε Ελλάδα και εξωτερικό

Οι λάτρεις των ταινιών μικρού μήκους θα απολαύσουν ταινίες από Έλληνες και διεθνείς δημιουργούς και θα έχουν την ευκαιρία να συμμετάσχουν ενεργά στην ανάδειξη των νικητών του Διαγωνιστικού και Σπουδαστικού τμήματος.

ΓΡΑΦΕΙ: ATHINORAMA TEAM
14/11/2024

Οι "Γυναίκες απαντούν" στο Ινστιτούτο Γκαίτε

Το πέμπτο επεισόδιο της σειράς δωρεάν διπλών προβολών που διοργανώνει το Ινστιτούτο σε συνεργασία με το Ethnofest μάς ταξιδεύει στους Φούρνους και τη Λαϊκή Δημοκρατία της Γερμανίας.

Ανακαλύπτοντας την εφηβεία μέσα από τον κινηματογράφο στο 7ο Παιδικό και Εφηβικό Διεθνές Φεστιβάλ Κινηματογράφου της Αθήνας 2024

Οι ταινίες του φεστιβάλ εξερευνούν τις εμπειρίες της εφηβείας, προσφέροντας στους νέους θεατές μια εμπειρία γεμάτη συναισθηματική ένταση, φιλίες, όνειρα και προκλήσεις.

Οι 10 καλύτερες ταινίες του Πέδρο Αλμοδόβαρ

Με αφορμή την πρεμιέρα του "Διπλανού Δωματίου", της πρώτης αγγλόφωνης ταινίας του 73χρονου Ισπανού δημιουργού, επιλέγουμε το top-10 της εντυπωσιακής φιλμογραφίας του.

Οι 5 must προβολές του 7ου Παιδικού και Εφηβικού Διεθνούς Φεστιβάλ Κινηματογράφου της Αθήνας

Η διοργάνωση που αποθεώνει τις ταινίες για λιλιπούτειους σινεφίλ επιστρέφει 18-24/11 και παρουσιάζει ένα πραγματικά πλούσιο πρόγραμμα.

Μονομάχος ΙΙ

Η σκιά του πρώτου "Μονομάχου" πέφτει βαριά σε ένα θεαματικότατο peplum, το οποίο, αναποφάσιστο ανάμεσα σε ριμέικ και σίκουελ, προσπαθεί ασθμαίνοντας να αντιγράψει μια αφηγηματικά αλάνθαστη συνταγή.

Το Διπλανό Δωμάτιο

Χρυσό Λιοντάρι στη Βενετία για έναν ώριμο κι εξομολογητικό Αλμοδόβαρ, ο οποίος θέλει να τα πει (πιο λιανά απ’ όσο χρειάζεται) και το κάνει με απίστευτη τρυφερότητα, υπαρξιακή αγωνία και συγκίνηση.