Από τον "Κυνόδοντα" (2009) έως την "Ευνοούμενη" (2018) και από την Αθήνα ως τις Κάννες και την Βενετία, ο Γιώργος Λάνθιμος έχει μιλήσει στο "α" για κάθε ταινία του ξεχωριστά. Περιμένοντας να τον ξανασυναντήσουμε από κοντά στην ελληνική πρεμιέρα του "Poor Things" (4/1), της απολαυστικής γοτθικής φαντασίας η οποία απέσπασε το Χρυσό Λιοντάρι στην 80η Μπιενάλε, επιλέξαμε τις χαρακτηριστικότερες απαντήσεις τις οποίες μας έχει δώσει ο 50χρονος Έλληνας σκηνοθέτης, περιγράφοντας τον τρόπο με τον οποίο σκέφτεται και δρα όταν κάθεται πίσω από την κάμερα.
Για το Greek Weird Wave
"Πέρα από το ότι μοιραζόμαστε την ίδια χώρα, την ίδια γλώσσα και τα ίδια προβλήματα, δεν νομίζω ότι υπάρχουν πολλά άλλα κοινά στις σύγχρονες ελληνικές ταινίες. Σε αντίθεση με το ρουμάνικο ρεύμα, για παράδειγμα, το οποίο είναι αισθητικά πολύ πιο ομογενοποιημένο, οι δικές μας ταινίες είναι διαφορετικές μεταξύ τους. Η ανάγκη των φεστιβάλ και των δημοσιογράφων να ανακαλύψουν κάτι καινούριο τους αναγκάζει πολύ συχνά να βάζουν ταμπέλες, αλλά το να κάνεις σινεμά στην Ελλάδα είναι μια μοναχική πορεία. Υπάρχουν παρέες και δημιουργικές συνεργασίες, αλλά όχι "εθνική σχολή". Άλλωστε χωρίς κρατική ενίσχυση, θεσμούς και κινηματογραφική εκπαίδευση, αυτή η δυναμική που υπάρχει γρήγορα θα εξατμιστεί και θα τελειώσει".
Για τη συνεργασία του με τον Ευθύμη Φιλίππου
"Κάθε φορά είναι και λίγο διαφορετικά. Ο "Κυνόδοντας" ξεκίνησε από μια δικιά μου ιδέα, την οποία εξελίσσαμε μαζί, ενώ στις "Άλπεις", καθώς συζητούσαμε για θέματα και ιδέες που θα είχαν ενδιαφέρον, ο Ευθύμης σκεφτόταν κάποιους ανθρώπους οι οποίοι χάνουν ένα αγαπημένο τους πρόσωπο και θα ήθελαν να συνεχίσουν να έχουν νέα του, να παίρνουν ας πούμε γράμματά του σαν να ζούσε ακόμα. Δεν φαινόταν πολύ κινηματογραφικό, αλλά αρχίσαμε να το αλλάζουμε, να το κάνουμε πιο πολύπλοκο, ώσπου φτάσαμε στην ομάδα – κάτι που έχει περισσότερες δυναμικές – η οποία "αντικαθιστά" τους νεκρούς. Στον "Αστακό" πάλι, εκείνος έβαλε το θέμα του ζευγαριού, εγώ είπα πως αυτό μπορεί να εξελίσσεται σε μια μελλοντική κοινωνία, οπότε αρχίσαμε να ανταλλάσσουμε απόψεις πάνω στις ανθρώπινες σχέσεις και στο τι θεωρούμε καταπιεστικό ή παράξενο στην καθημερινότητά μας".
Για τον Στάνλεϊ Κιούμπρικ
"Ο Κιούμπρικ είναι πράγματι ένας από τους αγαπημένους μου σκηνοθέτες. Η αλήθεια είναι όμως πως δεν ξεκινάω ποτέ σκεπτόμενος ότι θα κάνω μια ταινία σαν του Κιούμπρικ. Κατά την προετοιμασία μιλάμε με τους συνεργάτες μου για ταινίες, αλλά συχνά εμπνεόμαστε από εντελώς διαφορετικά και συνήθως εξωκινηματογραφικά ερεθίσματα, προσπαθώντας να είμαστε πρωτότυποι και να φτιάξουμε έναν δικό μας κόσμο. Προφανώς υπάρχουν πράγματα που έχεις αγαπήσει και σε επηρεάζουν, συνειδητά ή ασυνείδητα, και στο "Θάνατο του Ιερού Ελαφιού" είναι σίγουρα αρκετά εκείνα τα οποία θα μπορούσε να συνδέσει κάποιος με τον Κιούμπρικ. Ευρυγώνιος φακός και διάδρομος; Κιούμπρικ... Εμείς ξεκινήσαμε, ωστόσο, από την αίσθηση που μας έδινε η ιστορία κι έτσι για πρώτη φορά ήθελα η κάμερα να κινείται περισσότερο και να βρίσκεται ψηλότερα ή πολύ χαμηλότερα από το ύψος των ανθρώπων. Σαν μια ξεχωριστή, αόρατη οντότητα που τους παρατηρεί. Αυτό δεν είναι Κιούμπρικ και δεν το έγραψε κανένας, καθώς το γνωστό είναι και το πλέον αναγνωρίσιμο..."
Για τις επιρροές της "Ευνοούμενης"
"Είδαμε αρκετές ταινίες μαζί με τον Ρόμπι Ράιαν, το διευθυντή φωτογραφίας, αλλά όχι για να μιμηθούμε το ύφος τους, όσο για να πάρουμε έμπνευση από την ελευθερία κάποιων κινηματογραφιστών και πως έχουν πάει τα πράγματα παραπέρα, όπως το "Μια Γυναίκα Δαιμονισμένη" του Ζουλάφσκι για τις κινήσεις της κάμερας ή το "Cremator" του Γιούρας Χερζ για τη χρήση των ευρυγώνιων και των κοντινών πλάνων. Είδαμε φυσικά και το "Μπάρι Λίντον" και το θαυμάσαμε άλλη μια φορά, δεν θέλαμε όμως κάτι κοντά σ’ αυτό γιατί αφενός είναι η πιο προφανής αναφορά και αφετέρου δεν μπορείς επ’ ουδενί να κάνεις κάτι καλύτερο στο ίδιο ύφος".
Για τον κινηματογραφικό ρεαλισμό
"Είναι βαρετό να αντιγράφεις την πραγματικότητα. Γιατί να προσπαθήσεις, αφού είναι εδώ, μπροστά σου; Από την άλλη, όταν μιλάς για ανθρώπινες σχέσεις, συναισθήματα και αξίες, και όχι για… εξωγήινους, δεν μπορείς να απομακρυνθείς από το πραγματικό. Αλλά καθαρός ρεαλισμός δεν υπάρχει πουθενά, ούτε στο ντοκιμαντέρ. Όλα είναι μια σύμβαση και η απλότητα είναι πολλές φορές πιο αποτελεσματική, πιο ρεαλιστική από τον αμερικανικό νατουραλισμό που συχνά δείχνει εκβιαστικός και υπερδραματοποιημένος. Το θέμα είναι ο σωστός, ο ειλικρινής τόνος για να αφηγηθείς κάτι κι όχι ο κατασκευασμένος ρεαλισμός του".
Για τη χρήση μουσικής
"Αποφεύγω να χρησιμοποιώ μουσική, πρωτότυπη ή όχι, γιατί όποτε τη δοκίμασα ένιωσα πως επιβαλλόταν στη σκηνή, τής προσέδιδε μια συγκεκριμένη ατμόσφαιρα και την οδηγούσε προς μια συγκεκριμένη ερμηνεία. Οι ταινίες μου είναι πιο ανοιχτές και αισθάνθηκα πως κάτι τέτοιο δεν τους ταιριάζει, γιατί τις περιορίζει, με την έννοια ότι κάνει τη συναισθηματική προσέγγιση του θεατή μονόδρομο. Στον "Αστακό" δοκίμασα να χρησιμοποιήσω τη μουσική επένδυση με έναν τρόπο έντονα σχολιαστικό, σχεδόν "αντιθετικό". Ακούμε για παράδειγμα μια δραματική μελωδία σε μια σκηνή που δεν συμβαίνει τίποτα έντονο. Η μουσική γίνεται ρομαντική όταν η σκηνή είναι αστεία… Είδα πως αυτό είχε ενδιαφέρον, γιατί άνοιγε δρόμους σε περισσότερες ερμηνείες απ’ αυτές τις οποίες θα προσέφερε η εικόνα μόνη της. Λειτουργούσε σωστά και με το voice over, που επίσης χρησιμοποιώ για πρώτη φορά και το οποίο είναι κάτι στεγνό. Του έδωσε ένα διαφορετικό τόνο, πιο κωμικό, και γενικά εμπλούτισε την ταινία με έναν ιντριγκαδόρικο τρόπο".
Για το χιούμορ
"Και για τον Ευθύμη (Φιλίππου) και για μένα είναι ο φυσικός τρόπος μας να προσεγγίζουμε ένα θέμα. Δεν νομίζω πως θα μπορούσαμε να ανταποκριθούμε αν κάποιος μας έλεγε να κάνουμε μια καθαρόαιμη κωμωδία ή μια straight ταινία τρόμου. Είναι λοιπόν η φυσική μας προδιάθεση να έχουμε αυτόν τον τόνο, από εκεί και πέρα όμως είναι απόλυτα συνειδητό από την πλευρά μου ότι δεν θέλω να κάνω μια ταινία σοβαροφανή, η οποία θα μιλάει μεν για σοβαρά θέματα, θα παίρνει δε και τον εαυτό της τόσο στα σοβαρά. Οπότε είναι απαραίτητο να σπάει όλο αυτό το πράγμα με το χιούμορ. Επίσης, μου φαίνεται πολύ ενδιαφέρων ο συνδυασμός τραγωδίας και χιούμορ, διότι μας βοηθάει να δούμε κάποια γνωστά πράγματα από μια διαφορετική οπτική. Από μια απόσταση, η οποία ίσως τα κάνει και πιο ξεκάθαρα, αποκαλύπτοντας τη γελοιότητα, το δράμα και την αστειότητα που ενυπάρχουν την ίδια στιγμή σε μια κατάσταση".
Για τις δεσμεύσεις μιας μεγάλης παραγωγής
"Δεν θα έμπαινα ποτέ, ή τουλάχιστον προς το παρόν, σε μια κατάσταση στην οποία δεν θα είχα το δημιουργικό έλεγχο και αν δεν εξασφάλιζα πρώτα πως η ταινία θα γυριζόταν με έναν τρόπο παρόμοιο με τις προηγούμενές μου. Στην "Ευνοούμενη" είχαμε να κάνουμε με περισσότερους ανθρώπους, ακούγονταν πιο πολλές γνώμες, αλλά τελικά αυτό είναι θεμιτό σε μια παραγωγή ταινίας εποχής που απαιτεί ένα υψηλότερο κόστος. Παρ’ όλα αυτά οι παραγωγοί μού εξασφάλισαν απόλυτο έλεγχο και ήταν ελαστικοί με τον τρόπο που δουλεύω και το πρόγραμμά μου.
Από την άλλη, όμως, η αλήθεια είναι ότι πρόκειται για μια βιομηχανία με πολύ συγκεκριμένη δομή κι ένα τόσο αυστηρό επαγγελματικό πλαίσιο που δεν επιτρέπει στους ανθρώπους να είναι αυθόρμητοι και να σκέφτονται διαφορετικά. Οπότε τη συναντώ αυτήν τη δυσκολία, αλλά προσπαθώ να συγκεντρώνω δίπλα μου ανθρώπους με παρόμοια νοοτροπία, οι οποίοι υπάρχουν, απλώς χρειάζεται κάποιος κόπος για να τους βρεις. Οι ηθοποιοί, πάλι, ίσως αντίθετα απ’ ό,τι θα φανταζόταν κάποιος, είναι σχεδόν πάντα υποστηρικτικοί και συνεργάσιμοι, μια κι έρχονται στις ταινίες μου συνειδητά και γνωρίζοντας ότι μπορεί να κινηθούμε και λίγο έξω από τα συνηθισμένα. Τελικά είναι ένα κομμάτι της δουλειάς για το οποίο πρέπει να παλεύεις καθημερινά και αυτό που νοσταλγώ περισσότερο από τον τρόπο με τον οποίο γυρίζαμε ταινίες στην Ελλάδα."