Λίγες ώρες πριν την προβολή των τελευταίων ταινιών στο εθνικό διαγωνιστικό τμήμα του 46ου Διεθνούς Φεστιβάλ Ταινιών Μικρού Μήκους Δράμας (4-10/9), είναι εύκολο να εξαχθούν κάποια συμπεράσματα γύρω από τις κυρίαρχες τάσεις των φετινών επιλογών. Προτού αναλυθούν παρακάτω, όμως, σας θυμίζουμε πως μπορείτε να παρακολουθήσετε το πλήρες πρόγραμμα του φεστιβάλ δωρεάν όπως και να ψηφίσετε το βραβείο κοινού μέχρι και τις 11/9, στη ψηφιακή πλατφόρμα που βρίσκετε εδώ.
Η σταθερά ανοδική πορεία στο επίπεδο των εγχώριων μικρού μήκους παραγωγών, η οποία ήταν πρόδηλη τα τελευταία χρόνια, φέτος φέρνει χειροπιαστά αποτελέσματα. Η αισθητική αρτιότητα όλων ανεξαιρέτως των ταινιών του εθνικού διαγωνιστικού είναι οφθαλμοφανής, σε βαθμό που πλέον το οπτικά άρτιο αποτέλεσμα κάθε φιλμ να θεωρείται όχι απλώς προαπαιτούμενο, αλλά υπό προϋποθέσεις δεδομένο εκ των προτέρων. Αυτό μοιάζει να οφείλεται στις ικανότητες ενός φρέσκου έμψυχου δυναμικού, το οποίο από τη μία δείχνει να έχει οικειοποιηθεί στο έπακρο τις δυνατότητες των σύγχρονων κινηματογραφικών εργαλείων, από τους τύπους των καμερών μέχρι τα υλικά του post-production, και από την άλλη να έχει εμπλουτίσει τις κινηματογραφικές εμπειρίες του έχοντας αποκτήσει τριβή σε παραγωγές οι οποίες δεν περιορίζονται στην Ελλάδα. Πρόκειται για μια διόλου δεδομένη κατάσταση, η οποία πρέπει να πιστωθεί στο μόχθο των κινηματογραφιστών.
Από την άλλη μεριά, πλην ελαχίστων εξαιρέσεων, στο πεδίο της μυθοπλασίας επικρατεί μια χαρακτηριστική ατολμία ιδεών. Η συντριπτική πλειοψηφία των μικρού μήκους του εθνικού διαγωνιστικού επιλέγουν μεν αφηγήσεις ανθρωποκεντρικές, ανήσυχες και με αδιαμφισβήτητο νοιάξιμο από τη μεριά των δημιουργών τους, οι οποίες ωστόσο είτε σκαλίζουν απλώς την επιφάνεια των θεμάτων τους είτε διατυπώνουν χαλαρές νύξεις "βαθύτερου νοήματος". Παράλληλα, παρατηρείται μια προσκόλληση στο ακαδημαϊκά σωστό, δηλαδή, στην υιοθέτηση μιας σεναριακής φόρμας που δεν αποκλίνει χιλιοστό από τους παγιωμένους αφηγηματικούς κανόνες. Μια ένδειξη ανασφάλειας, όχι μόνο των σκηνοθετών, αλλά και της "βιομηχανίας" που προκρίνει μια τρόπον τινά τυποποίηση στην κινηματογραφική έκφραση, πριμοδοτώντας σε γενικές γραμμές το οικείο έναντι του καινοτόμου. Με απλά λόγια, αυτήν την εβδομάδα βρεθήκαμε πλείστες φορές στο κατάμεστο Ολύμπια να παρακολουθούμε εξαιρετικά καλοστημένες ταινίες, οι οποίες όμως αδυνατούσαν να ξαφνιάσουν, πόσω δε μάλλον να συγκινήσουν βαθιά ώστε να μείνουν αλησμόνητες.
Όπως για παράδειγμα η οδυνηρά επίκαιρη και εύστοχη στις προθέσεις της "Παλίρροια" (Γιώργος Μπουγιούκος). Ένα φιλμ που θίγει κοφτερά την ελληνική (μικροαστική) αδιαφορία και τον εγκληματικό κυνισμό γύρω από το προσφυγικό, καθώς η υπόθεσή του αφορά τους θαμώνες μιας παραλίας οι οποίοι συνεχίζουν κανονικά τις βουτιές τους, τη στιγμή που τα πτώματα δύο ανθρώπων ξεβράζονται στην άμμο. Αυτό που ξεκινά όμως σα μια πολύτιμη καταγγελία, εξελίσσεται σε χαμηλότονο συναισθηματικό εκβιασμό που οδηγεί σε μια απλουστευτική κατακλείδα. Παρομοίως, οι "Αριζόνες" (Γιώργος Ηλιόπουλος) ενώ απελευθερώνουν μία ορμητική ενέργεια που σχεδόν συναρπάζει, χάρη και στην καταπληκτική ερμηνεία του πρωταγωνιστή Γιάννη Παπαδόπουλου, αφήνει μετέωρα τα διακυβεύματα που ψηλαφεί, όπως η πνιγηρή φύση της εθνικής ταυτότητας και το προσωπικό αδιέξοδο του κεντρικού ήρωα. Μια περίπλοκη όσο και πολιτικά φορτισμένη θεματική εντοπίζεται επίσης στο "Wings" (Φοίβος Ήμελλος), στο οποίο μια μητέρα συνομιλεί τηλεφωνικά με το γιο της ο οποίος μόλις δολοφόνησε τη σύντροφό του. Αφενός η ταινία εντυπωσιάζει χάρη στη δεξιοτεχνική χρήση του, χωρίς κοψίματα, μονοπλάνου (το όνομα του διευθυντή φωτογραφίας Γιώργου Φρέντζου αποτελεί εγγύηση, εξάλλου), αφετέρου ξαφνιάζει με τον ξεχωριστό τρόπο που επιλέγει να προσεγγίσει μια γυναικοκτονία. Στα αλήθεια, όμως, η αναφορά σε αυτό το επώδυνο φαινόμενο χρησιμοποιείται απλώς ως σεναριακό εύρημα, μια αφορμή για εύκολο μελοδραματισμό και ακόμα πιο "δωρεάν" συμβολισμούς (το πουλί που φεύγει και το κλουβί που κλείνει οριστικά).
Στα θετικότερα, η Αντζέλικα Κατσά με το "Τέλη Αυγούστου" αποτίει ένα γλυκύτατο φόρο τιμής στα καλοκαίρια της παιδικής ηλικίας υιοθετώντας μια "γουεσαντερσονική" αθωότητα, το ντοκιμαντέρ "À Deux Voix" (Μάρθα Μπουζιούρη) κινηματογραφεί με ταιριαστή λιτότητα την απροσδόκητη σχέση μιας μητέρας ενός τρομοκράτη και εκείνης ενός θύματος βομβιστικής επίθεσης, ενώ ο Μανώλης Μαυρής επιστρέφει με το γήινο και βραβευμένο στις Κάννες "Midnight Skin" αποδεικνύοντας πως είναι έτοιμος πια για το πέρασμα στη μεγάλου μήκους. Εδώ, συγκριτικά με το άνισο "Brutalia, Εργάσιμες Μέρες", ο σκηνοθέτης εμφανίζεται πιο προσγειωμένος, αφήνει την πρωταγωνίστρια Ρομάνα Λόμπατς να φορτίσει τα πλάνα με την υποβλητική ερμηνεία της και μαζί, να υπογράψουν ένα αφήγημα μεστό, ποιητικό και παντελώς ανθρώπινο.
Διαβάστε περισσότερα για το 46ο Φεστιβάλ Δράμας εδώ.