Με αυξημένες προδοσίες άναψε φέτος τους προβολείς του το 46ο Διεθνές Φεστιβάλ Ταινιών Μικρού Μήκους Δράμας (4-10/9), καθώς στο πρόγραμμα του εθνικού διαγωνιστικού τμήματος ξεχωρίζουν ουκ ολίγα ονόματα σκηνοθετών διακεκριμένων στο μικρού μήκους φορμά, ενώ όπως πάντα η διοργάνωση προσφέρεται για φρέσκες ανακαλύψεις. Έτσι λοιπόν, μετά από δύο ημέρες γεμάτες προβολές και τη στιγμή που κορυφώνονται οι δράσεις του θεσμού, σχολιάζουμε τις 5 ταινίες που έχουν ήδη κλέψει τις εντυπώσεις μας. Υπενθυμίζουμε πως μπορείτε και εσείς να παρακολουθήσετε δωρεάν το πλήρες πρόγραμμα του φεστιβάλ, μέσα από τη ψηφιακή πλατφόρμα που βρίσκετε εδώ.
"Ανορθόδοξος" (Κωνσταντίνος Αντωνόπουλος)
Η ταινία εποχής ως είδος συνιστά πονεμένη υπόθεση στην ιστορία του ελληνικού σινεμά, πόσω δε μάλλον όταν αφορά φιλμ τοποθετημένα στο Βυζάντιο – εδώ η αναφορά και μόνο στη λέξη "Δοξόμπους" είναι αρκετή για να αναπολήσουν αρκετοί... Ωστόσο, ο βιρτουόζος Κωνσταντίνος Αντωνόπουλος ("Καρτ Ποστάλ από το Τέλος του Κόσμου"), απτόητος, όχι μόνο αφηγείται ένα ηθογράφημα στο 703 μ.Χ., αλλά μάλιστα το κάνει με όρους (πετυχημένης) κωμωδίας. Ήρωάς του ένας καλοκάγαθος άντρας ο οποίος καταδικάζεται σε υποχρεωτική προσευχή όντας καθηλωμένος σε έναν πάσσαλο στη μέση του πουθενά. Για κακή του τύχη, όμως, οι άντρες που τον συνέλαβαν τον ξεχνούν εκεί, για να έρθει στη συνέχεια αντιμέτωπος με μια σειρά από σπαρταριστά όσο και επώδυνα ατυχή γεγονότα. Ο Αντωνόπουλος μπορεί να μοιάζει να ξεμένει από έμπνευση στα δύο τελευταία κεφάλαια, προηγουμένως όμως έχει παραδώσει ένα απολαυστικά γλυκόπικρο σχεδίασμα μαύρου χιούμορ, που διασκεδάζει τις απρόοπτες φάρσες που συχνά επιφυλάσσει στον άνθρωπο η ζωή.
"Φῶς ἐκ Φωτός" (Νεριτάν Ζιντζιρία)
Πριν από 11 χρόνια με το αξέχαστο "Χαμομήλι", ο Νεριτάν Ζιντζιρία συστήθηκε ως ένας δημιουργός με ρηξικέλευθη ματιά, χωρίς να σταματά να επιβεβαιώνει την αυθεντικότητά του με κάθε νέα μικρού μήκους. Έτσι και εδώ, δοκιμάζεται σε κάτι κινηματογραφικά απαιτητικό όσο και μυθοπλαστικά μεταφυσικό. Σύμφωνα με την επίσημη σύνοψη, το "Φῶς ἐκ Φωτός" αποτελεί μια φιλμική συζήτηση ανάμεσα σε έναν κινηματογραφιστή και έναν ιερομόναχο του Αγίου Όρους, που έφτιαξε τη δικιά του φωτογραφική μηχανή πριν πεθάνει το 1932. Επί της ουσίας, ο Ζιντζιρία κατασκευάζει ένα δικό του κόσμο έχοντας ως υλικά τη σκόνη του χρόνου και την προσωπογραφία αγνώστων μιας αλλοτινής εποχής, ο οποίος ισορροπεί στο όριο μεταξύ του υπαρκτού και του μη. Το φιλμ αποπνέει μια αίσθηση πρωτόγονου που αναμιγνύεται με εκείνη της κινηματογραφικής αρχαιολογίας, θυμίζοντας αμυδρά το "Dead Nation" του Ράντου Ζούντε, παρότι οι σκηνοθέτες αισθητικά κινούνται σε διαφορετικά μήκη κύματος. Ίσως περισσότερο κλειστή στον εαυτό της από όσο θα ταίριαζε και αφήνοντας στο τέλος ένα συγκρατημένο απωθημένο για "λιγάκι ακόμα", η ταινία δεν παύει να επιδρά σαν υπενθύμιση πως το σινεμά αποτελεί βασικά κοσμογονία, όχι απλώς αναπαράσταση.
"Αρκουδότρυπα" (Χρυσιάννα Παπαδάκη & Στέργιος Ντινόπουλος)
Όσοι σήμερα βρίσκονται στη δύση των 25 και την ανατολή των 30, έχουν μάθει να βιώνουν την επαρχία αλλιώς, όπως και να ορίζουν διαφορετικά τη σχέση τους με την παράδοση γνέθοντας προσωπικούς – συγκυριακούς συσχετισμούς. Κάτι που αντικατοπτρίζεται από την πρώτη στιγμή στην "Αρκουδότρυπα", όταν στα ακουστικά της κεντρικής ηρωίδας ακούγεται ένα πολυφωνικό κομμάτι σε (άψογο) ηλεκτρονικό remix. Το σκηνοθετικό δίδυμο των Παπαδάκη – Ντινόπουλου, βέβαια, έχει ένα βλέμμα που δε στέκεται στην επιφάνεια, αλλά επιχειρεί να συστήσει εκ νέου τι έστι βίωμα εκτός πόλης, τι σημαίνει νεότητα περιτριγυρισμένη από αχαλίνωτη φύση μα και στενούς δρόμους. Όλα αυτά, μέσα από μια ιστορία ρομαντικού αποχωρισμού(;), φορτισμένη με ακομπλεξάριστη ερωτική έλξη, καλοζυγισμένους καθημερινούς διαλόγους (επιτέλους "νέοι" συνομιλούν χωρίς να προκαλείται ετεροντροπή) και μια σπινθηροβόλα ερμηνεία από την πρωταγωνίστρια και πρωτοεμφανιζόμενη Χαρά Κυριαζή. Εκεί που αδικείται κατάτι η "Αρκουδότρυπα" είναι στη διάρκειά της, διότι αποδυναμώνονται οι εντάσεις και η χειροπιαστά στιβαρή σκηνοθεσία της, προδίδοντας πως είναι πανέτοιμη για το μεγάλου μήκους σάλτο της το οποίο, αδιαμφισβήτητα, έχει ήδη ψηλά τον πήχη.
"Good Girls Club: A Virginity Odyssey" (Λήδα Βαρτζιώτη & Δημήτρης Τσακαλέας)
Στην καλύτερη στιγμή τους μετά το συγκινητικό "Sad Girl Weekend", οι Βαρτζιώτη – Τσακαλέας επιστρέφουν σε αυτό που ξέρουν να κάνουν άριστα: να μιλούν για τα αγκάθια της ενηλικίωσης που φωλιάζουν κάτω από στρώσεις μεϊκάπ, έντονα χρώματα και εκκωφαντική ποπ. Εν προκειμένω, όπως προδίδει ο τίτλος, η πλοκή περιστρέφεται γύρω από δύο φίλες οι οποίες είναι αποφασισμένες να χάσουν την παρθενιά τους στο πάρτι γενεθλίων για τα 18 τους. Φυσικά τίποτα δεν πάει κατευχήν, εκτός από την ικανότητα των δύο σκηνοθετών να μετατρέπουν οικείες εμπειρίες σε σινεμά θαλπωρής, παίζοντας στα δάχτυλα τις αφηγηματικές τεχνικές των κλασικών ρομαντικών κομεντί. Το δικό τους (μεγάλου μήκους) rom com, πότε θα το δούμε άραγε;
"Η Θρύλος του Καβάλαγουντ" (Μελίνα Ξυπολυτάκη)
Τώρα, σε κάτι τελείως διαφορετικό από το εθνικό φοιτητικό διαγωνιστικό τμήμα, έρχεται ένα ντοκιμαντέρ που θα σας πει πολλά εάν έχετε παρακολουθήσει έστω και λίγο το "Σύμπλεγμα της Αράχνης". Εάν πάλι όχι, σταματήστε την ανάγνωση, συντονιστείτε και επιστρέψτε. Διότι η ταινία της Ξυπολυτάκη προσφέρει ένα πολύτιμο κινηματογραφικό τετ-α-τετ με την Ελευθερία Καραδήμου, τη γυναίκα η οποία τα τελευταία χρόνια δημιουργεί αγόγγυστα το ένα αυτοσχέδιο σίριαλ μετά το άλλο. Χωρίς καμία διάθεση cult κανιβαλισμού, η κάμερα προσεγγίζει την Καραδήμου με ειλικρίνεια και ζέση, τέτοια που σχεδόν συγκινεί καθώς η Καραδήμου μοιράζεται το πόσο πολύ, βασικά, αγαπά την τέχνη της μυθοπλασίας.
Διαβάστε περισσότερα για το 46ο Φεστιβάλ Δράμας εδώ.