Η απουσία των Αμερικανών σταρ από το κόκκινο χαλί έχει θαμπώσει τη λάμψη της επετειακής διοργάνωσης του αρχαιότερου διεθνούς φεστιβάλ, αλλά ο απαραίτητος "θόρυβος" που χρειάζεται κάθε σινε-event τέτοιου μεγέθους για να διατηρήσει το μιντιακό στάτους του δεν κόπασε στο ελάχιστο. Ενώ λοιπόν τα φλας των παπαράτσι δεν μπορούν να προμηθεύσουν τα αναμενόμενα πρωτοσέλιδα και κλικς, τα κοσμικά δημοσιεύματα έχουν αντικατασταθεί από άρθρα διαμαρτυρίας για την παρουσία των ταινιών των Γούντι Άλεν, Ρομάν Πολάνσκι (ο ίδιος απών), Λικ Μπεσόν και του new entry στο (fight) κλαμπ Μάικλ Φασμπέντερ στο φετινό πρόγραμμα. Η αντίστοιχη υποδοχή του φεστιβαλικού κοινού ήταν θερμή, ο καλλιτεχνικός διευθυντής Αλμπέρτο Μπαρμπέρα υπερασπίστηκε τις (καλλιτεχνικές) επιλογές του, αν και πολλοί άνθρωποι του χώρου συνεχίζουν να δηλώνουν με κάθε τρόπο - η Αριάν Λαμπέντ "έγραψε" πάνω στο σώμα της "όχι άλλες τιμές στους κακοποιητές" - πως το όλο ζήτημα παραμένει επείγον και δεν μπορεί να κρυφτεί εύκολα κάτω από το (κόκκινο) χαλί.
Όταν τα φώτα των αιθουσών σβήνουν, οι απαντήσεις μοιάζουν εξίσου περίπλοκες, μιας και οι κινηματογραφιστές, προσπαθώντας να αναδείξουν την περιπλοκότητα της πραγματικότητας και τις αντιφάσεις της ανθρώπινης ψυχής, επιλέγουν σχεδόν πάντα για ήρωές τους διφορούμενους χαρακτήρες, με σχεδόν άλυτα διλήμματα. Πολλοί απ' αυτούς πραγματικά πρόσωπα, όπως αυτά τα οποία κατέκλησαν τη φετινή Μπιενάλε, παραδίδοντάς μας εντατικά μαθήματα ιστορίας. Στα μαθήματα σινεμά, πάντως, με το ζόρι έπιασαν τη βάση. Έτσι, μετά τα "Comandante", "Η Γη της Επαγγελίας", "Ferrari" και "El Conde" δυο ακόμα μελωδικά biopics προσπάθησαν να ανεβάσουν τους τόνους. Αντίθετα, η "Priscilla" (Πρίσλεϊ) της Σοφία Κόπολα εξελίχτηκε σε μια απίστευτα άνευρη και πλήρως διάφανη ιστορία θηλυκής ενηλικίωσης, με το αρχικά σπιντάτο "Maestro" του Μπράντλεϊ Κούπερ (προτιμότερος μπροστά από το φακό ως Λέοναρντ Μπερνστάιν), να αυτοπαγιδεύεται σε μια δραματουργική σύγχυση. Ο διάσημος συνθέτης και διευθυντής ορχήστρας απουσιάζει ως καλλιτεχνική φυσιογνωμία, πασαλείφεται ως παθιασμένος για ζωή άνθρωπος και χάνεται κάποια στιγμή από το κάδρο, παραχωρώντας άτσαλα τη θέση του στη σύζυγό του (Κέιτ Μάλιγκαν) Φελίσια Μονταλέγκρε.
Λιγοστές ήταν μέχρι στιγμής και οι ισχυρές συγκινήσεις των "καθαρών" μυθοπλασιών, από τις οποίες το εκτός συναγωνισμού "The Palace" του Ρομάν Πολάνσκι, μια εκτός ελέγχου κακόγουστη φάρσα σε σενάριο Γέρζι Σκολιμόφσκι (ορκίζομαι πως διάβασα στα credits Σεφερλικόφσκι), εξελίχτηκε σε τρανταχτή απογοήτευση. Ο Γούντι Άλεν, τουλάχιστον, στα "Γυρίσματα της Τύχης" απλά διασκεύασε στο πιο ανάλαφρο, γαλλόφωνο και ανώδυνο το αριστουργηματικό "Match Point" του, την ώρα που η περιπέτεια εκδίκησης του Ντέιβιντ Φίντσερ "The Killer" (ευκολάκι για το σκηνοθέτη του "Zodiac") χαλάρωσε απολαυστικά τους φεστιβαλιστές. Ό,τι δηλαδή ζητά κανείς από ένα σπουδαίο σκηνοθέτη που κάνει τη βόλτα του από το Netflix, φροντίζοντας να αναβαθμίσει με τρεις τέσσερις ευφυείς ιδέες ένα αξιοπρεπές σενάριο ταινίας είδους (από τον Άντριου Κέβιν Γουόκερ του "Seven").
Λίγο πριν την τελική ευθεία λοιπόν, δυο εντελώς διαφορετικές μεταξύ τους ταινίες έχουν σαφώς ξεχωρίσει, κουβαλώντας την υπογραφή δημιουργών που δεν μας έχουν ποτέ απογοητεύσει. Πρώτα το σαρωτικό "Poor Things" του Γιώργου Λάνθιμου και τώρα το εσωτερικών ρυθμών και υπόγειας έντασης "Ο Διάβολος δεν Υπάρχει" του οσκαρικού Ριουσούκε Χαμαγκούτσι ("Drive my Car"). Ένα υπνωτιστικό οικολογικό παραμύθι με πικρό επιμύθιο – η καθημερινότητα μιας ιαπωνικής κωμόπολης διαταρράσεται από το μεγαλεπήβολο σχέδιο δημιουργίας ενός "glamorous camping" - το οποίο μας ταξιδεύει σε έναν κόσμο και έναν τρόπο ζωής που χάνονται, απορροφημένοι από μια απάνθρωπα εκσυγχρονισμένη πραγματικότητα.
Ευχαριστούμε την Aegean Airlines για την υποστήριξή της στην πραγματοποίηση του ταξιδιού.