Το σινεμά είναι σκιά. Αυτό λένε περίπου οι δύο ταινίες που παρακολούθησα στο κινηματογραφικό φεστιβάλ της Σύρου. Στην ταινία "Ο άνεμος θα μας πάρει" (1999) υπάρχει μια σκιά ζωής και στο τέλος μένει ένα κόκαλο που επιπλέει στο ποτάμι. Η σκιά: δυσκολία στην επικοινωνία μ’ ένα κινητό της εποχής, να σταματάς το χρόνο όπως ο Μπεχζάντ αναποδογυρίζει μια χελώνα, η φιλία του μ’ ένα αγόρι του χωριού που θυμίζει τη σχέση του Φίλιπ με το ξανθό κορίτσι στην "Αλίκη στις πόλεις" του Βέντερς. Την Αλίκη. Μόνο ένα παιδί μπορεί να επαναδιατυπώσει το ερώτημα της τρυφερότητας. Μέσα από το βλέμμα του.
Βέβαια εδώ, η Τεχεράνη είναι μακριά. Συναντάς μόνο φτωχά σπίτια κολλημένα στους βράχους και γύρω η απέραντη ιρανική φύση απλώνεται σαν πίνακας του Βαν Γκογκ. Και ύστερα; Η ανάγκη για γάλα, μια κοπέλα που αρμέγει την αγελάδα καθώς ακούμε το ποίημα της Φαροχζάντ, ένας άντρας που σκάβει το λάκκο του, μια ηλικιωμένη γυναίκα που δεν πεθαίνει και ο θρήνος αναβάλλεται, όπως και το γύρισμα. Κι όλα αυτά, μισοειπωμένα: "Ακούς τον ψίθυρο των σκιών;".
Μετά την προβολή, μια φίλη μού λέει πως βαρέθηκε τα πλάνα μεγάλης διάρκειας, τον αργό ρυθμό, τους συμβολισμούς. Συμφωνώ. Αλλά δεν το παραδέχομαι. Γιατί αν βαρεθώ τα πλάνα στους χωμάτινους δρόμους, τ’ ατέλειωτα πηγαινέλα με το τζιπ που οδηγεί ο Μπεχζάντ, θυμωμένος που οι περιστάσεις καθυστερούν την παραγωγή εικόνων, ή την ταλαιπωρημένη όψη των ανθρώπων από τη δουλειά, θ’ αναγκαστώ να βαρεθώ τη ζωή. Και δεν θέλω. Πρέπει να τ’ αντέξω όλα. Μέχρι ο άνεμος να μας πάρει. Σαν σκόνη.
Δεν προσποιούμαστε λοιπόν πως βλέπουμε κάτι στην ταινία του Κιαροστάμι. Όχι. Δεν βλέπουμε τίποτα. Κι αν πιστέψαμε πως είδαμε μια σκιά, κάναμε λάθος. Ίσως να είδαμε φευγαλέα τη σκιά ενός κόκαλου ενώ πέφτει στο νερό.
Το επόμενο βράδυ, στην Ντελαγκράτσια, τα πράγματα γίνονται ακόμα πιο πνιγηρά: η "Φωτογραφία" (1986) είναι η σκιά μιας γούνας πάνω από το Παρίσι. Ο Ηλίας δραπετεύει από την Καστοριά της χούντας για να βρει δουλειά στην Μπον Νουβέλ, αλλά είναι ήδη σημαδεμένος. Βρίσκει καταφύγιο στον Γεράσιμο και τον παγιδεύει. Ο Γεράσιμος ερωτεύεται τη φωτογραφία μιας τραγουδίστριας που ο Ηλίας έχει φέρει μαζί του. Λέει ψέματα πως είναι η αδερφή του, η Ευτυχία. Όλα γκρεμίζονται και φτιάχνονται ξανά για τη χάρη μιας εικόνας. Λες και ο Παπατάκης έχει προβλέψει ό,τι συμβαίνει σήμερα. Δεν μας ενδιαφέρει κανένας. Αλλά μας κεντρίζει η εικόνα του. H ψηφιακή σκιά του κανενός. Ποιος άραγε τολμά να πλησιάσει πραγματικά κάποιον; Θα θρυμματιστεί.
Ο Ηλίας, με πατέρα αριστερό, έχοντας ζήσει μια κόλαση στη στρατιωτική του θητεία, εκδικείται τον ευεργέτη του. Επειδή τον ευεργετεί. Κυκλοφορεί καμπούρης μέσα στο εργένικο σπίτι του γουναρά, λες και έχει μετακομίσει από κάποιο βουβό φιλμ του Μουρνάου, και η σκυμμένη σκιά του γλιστράει στους τοίχους που ετοιμάζεται να γκρεμίσει. Όταν μιλάει, τα χείλη του δεν συγχρονίζονται με τη φωνή του. Το ντουμπλάζ είναι τέλειο. Για όσους τουλάχιστον έχουν βαρεθεί τη δικτατορία του σύγχρονου ήχου στο σινεμά.
Θυμάμαι να βλέπω πρώτη φορά τη "Φωτογραφία" στην τηλεόραση, τη δεκαετία του ’90. Η κόπια ήταν ταλαιπωρημένη. Η συσκευή, αναλογική. Τα χρώματα ήταν πορτοκαλί και όλα ήταν σκούρα, σαν σκοτάδι. Το πρόσωπο του Ηλία ήταν σαν κερί. Έτσι, όταν ο Γεράσιμος επιστρέφει στην Ελλάδα για να παντρευτεί την Ευτυχία, με συνοδηγό τον Ηλία σε μια μπλε Μερσεντές που τρέχει σε φιδωτούς χωματόδρομους που δεν οδηγούν πουθενά, η διαφορά στο φως, σε σχέση με το υπόλοιπο φιλμ, είναι τεράστια. Όσο ελάχιστη είναι η διαφορά ανάμεσα στον εξουσιαστή και τον εξουσιαζόμενο.
Όλα αυτά όμως τα καταπίνει το στόμα της αποκατεστημένης κόπιας. Τα εργαστήρια ψηφιοποίησης δεν λαμβάνουν υπόψιν τους τη μνήμη των θεατών. Παρά μόνο την εικόνα της ταινίας, την επιφάνειά της. Γαντζώνονται στα πλάνα και τα διορθώνουν όπως μια μηχανή συμμόρφωσης της αιχμής. Αφαιρούν την πέτρα, αφήνοντας την ταινία στο έλεος της σκιάς της.
Και μετά τι μένει; Η προβολή τελειώνει και όλοι κάνουμε ουρά για να πάρουμε δωρεάν παγωτό. Μια γεύση ειδικά φτιαγμένη, με αφορμή την ταινία. Μα εγώ δεν νιώθω στη γλώσσα τη σκόνη.