Όλα ξεκίνησαν από τον Σαμ Ράιμι και το ξεκαρδιστικά τρομακτικό cult classic του "Evil Dead" (1981) στο οποίο ο 27χρονος Τζόελ Κοέν ήταν βοηθός μοντέρ. Ο τελευταίος, όμως, ήθελε να ξεκινήσει άμεσα τη σκηνοθετική καριέρα του, μαζί με τον κατά τρία χρόνια νεότερο αδελφό του Ίθαν, και απευθύνθηκε στον Ράιμι για συμβουλή. Εκείνος τους πρότεινε να φτιάξουν ένα δίλεπτο promo trailer της ταινίας που θα ήθελαν να γυρίσουν και να αναζητήσουν πιθανούς χρηματοδότες. Μέσα σ’ ένα χρόνο οι Κοέν θα μαζέψουν 1,5 εκατομμύριο δολάρια και θα βάλουν μπροστά την πρώτη τους ταινία, η οποία χρειάστηκε άλλον έναν χρόνο post-production και το Μεγάλο Βραβείο της Επιτροπής στο φεστιβάλ του Σάντανς για να ανοίξει ο δρόμος του "Μόνο Αίμα" ("Blood Simple", 1984) για τις αμερικανικές αίθουσες.
Στον αστερισμό του crime thriller
Το μυθιστόρημα του Ντάσιελ Χάμετ "Κόκκινος θερισμός και η αισθητική του φιλμ νουάρ οδηγούν ένα μοντέρνο θρίλερ βαθιά στη σκοτεινή πλευρά του αμερικανικού νότου, βάζοντας μπρος ένα γαϊτανάκι απληστίας, κυνισμού, προδοσίας και απόλυτου αμοραλισμού που στροβιλίζεται με γραφικό ρεαλισμό και μαύρο χιούμορ. Με πληθώρα κινηματογραφόφιλων αναφορών επίσης, τις οποίες οι Κοέν θα ενσωματώσουν σε ολόκληρη τη φιλμογραφία τους, έναν κομψό και πρωτότυπο συνδυασμό κλασικής αφήγησης με μοντέρνο στιλιζάρισμα.
Με το "Μόνο Αίμα" ένα ρηξικέλευθο σκηνοθετικό δίδυμο είχε γεννηθεί, το οποίο είχε τον απόλυτο έλεγχο κάθε ταινίας του, αλλά για συνδικαλιστικούς λόγους είχαν τυπικά αναλάβει ο ένας αδελφός το ρόλο του σκηνοθέτη (Τζόελ) και ο άλλος του παραγωγού (Ίθαν), συνυπογράφοντας το σενάριο και το μοντάζ (ως Ρόντρικ Τζέινς). Είτε επιμένοντας ανεξάρτητα, όπως με το "Πέρασμα του Μίλερ" ("Miller’s Crossing", 1990), ένα κλασικό νουάρ με στοιχεία γκανγκστερικής ταινίας της δεκαετίας του 1930, είτε υπογράφοντας χολιγουντιανές παραγωγές όπως η ξέφρενη, ανατρεπτική κωμωδία "Αριζόνα Τζούνιορ" ("Raising Arizona", 1987) και η σκρούμπολ φαντασία "Κύριος Χούλα Χουπ" ("The Hudsucker Proxy", 1994), οι Κοέν θα επιμείνουν εξαρχής στο off beat χιούμορ, τη σαρκαστική ειρωνεία με την οποία κοιτούν την (επαρχιακή) αμερικανική πραγματικότητα και τη σημειολογία ενός τεράστιου μηδέν, σύμβολο ανόητης επιτυχίας και κυνικής ματαιότητας, ενώ θα στηριχτούν στην ίδια ομάδα συνεργατών: από την Φράνσις ΜακΝτόρμαντ, η οποία έχει παντρευτεί τον Τζόελ από το 1984, και τους διευθυντές φωτογραφίας Μπάρι Σόνενφελντ και Ρότζερ Ντίκινς, μέχρι το μουσικό Κάρτερ Μπέργουελ.
Η πρώτη πολύ μεγάλη καλλιτεχνική επιτυχία τους θα έρθει με ένα ακόμα σινεφίλ και ιδιόρρυθμο θρίλερ το οποίο θα αφήσει έκθαμβο το φεστιβάλ Καννών αποσπώντας τον Χρυσό Φοίνικα, το βραβείο σκηνοθεσίας και αυτό του πρώτου αντρικού ρόλου (Τζον Τορτούρο). Αυτό που εντυπωσιάζει περισσότερο στο "Μπάρτον Φινκ" ("Barton Fink", 1991), την ιστορία ενός συγγραφέα που καταφθάνει στο Χόλιγουντ του ’40 για να δουλέψει ως σεναριογράφος, είναι ο ιδιοφυής, ανεπανάληπτος συνδυασμός μαύρης κωμωδίας, ψυχολογικού τρόμου και βιτριολικής σάτιρας της βιομηχανίας του θεάματος. Οι σκηνές δεν εξελίσσονται ποτέ όπως τις περιμένεις, με την τρελή κοενική φαντασία να προηγείται διαρκώς του σεναρίου, το οποίο περιγράφει το χολιγουντιανό όνειρο ως υπαρξιακά ανήσυχο εφιάλτη. Η ταινία απέσπασε επίσης τρεις οσκαρικές υποψηφιότητες, οι οποίες θα γίνουν εφτά για το "Φάργκο" ("Fargo", 1996), το οποίο θα αποφέρει σ’ αυτούς (σεναρίου) και στην ΜακΝτόρμαντ (α΄ γυναικείου ρόλου) το πρώτο τους χρυσό αγαλματάκι, ενώ θα κερδίσει και το βραβείο σκηνοθεσίας στις Κάννες. Πρόκειται για ένα αστυνομικό θρίλερ πικρού χιούμορ και ένα παζλ σχέσεων, ιδεών και μικρών, προσωπικών ιστοριών, οι οποίες, διαπλεκόμενες μεταξύ τους, μεταμορφώνονται σε τραγικά γεγονότα. Παράλληλα, μια πανέμορφη σκιαγράφηση χαρακτήρων της βαθιάς Αμερικής – ένα σύμπαν χιονιού, σιωπής και απόλυτης απάθειας, όπου συνυπάρχουν σε ισόποσες δόσεις η απληστία, η ηλιθιότητα και η καλοσύνη.
Χαίρε Καίσαρ! Οι μελλοθάνατοι σε χαιρετούν
Μετά την επιτυχία του "Φάργκο", εκείνοι συνεχίζουν ακάθεκτοι, επιμένοντας στις crime/noir ίντριγκες. Τώρα παρωδώντας τες με απολαυστικότατο τρόπο και υπογράφοντας μια σύγχρονη cult movie – επιτομή του coolness. Άλλη μια γκανγκστερική κωμωδία, αυτή τη φορά εμπνευσμένη από τα νουάρ του Ρέιμοντ Τσάντλερ, ο "Μεγάλος Λεμπόφσκι" ("The Big Lebowski", 1998) είναι στην πραγματικότητα το επόμενο κεφάλαιο από το χρονικό της ανθρώπινης βλακείας το οποίο "συντάσσουν" οι πιο έξυπνοι κινηματογραφιστές του καιρού μας. Οι Κοέν δεν ήταν ποτέ πιο αστείοι και ταυτόχρονα πιο διεισδυτικοί στην περιγραφή μιας (αμερικανικής) πραγματικότητας όπου σοβαρότητα και γελοιότητα, τραγωδία και ματαιότητα, μεγαλοϊδεατισμός και στωικότητα εναλλάσσονται εν ριπή οφθαλμού.
Στην αλλαγή του αιώνα οι αδελφοί Κοέν και ο Κουέντιν Ταραντίνο είναι τα πιο hot ονόματα ενός αμερικανικού σινεμά που αντλεί φρεσκάδα και καινούριες ιδέες από τη δημιουργική ανακύκλωση σινεφίλ (και όχι μόνο) αναφορών, οι οποίες εκσυγχρονίζονται δίπλα σε μοντέρνες θεματικές και αφηγήσεις. Έτσι, ο Πρέστον Στάρτζες, σεναριογράφος – σκηνοθέτης της δεκαετίας του ’40 που άφησε εποχή για τις κομψές όσο και κοφτερές κομεντί του, θα αποτελέσει πηγή έμπνευσης για το απολαυστικό road movie "Ω Αδελφέ, πού Είσαι;" ("Oh Brother, Where Art Thou?" 2000) και η κλασσική μυθολογία του νουάρ, μαζί με τον… θεωρητικό φυσικό Βέρνερ Χάιζενμπεργκ, για τον "Άνθρωπο που δεν Ήταν Εκεί" ("The Man Who Wasn’t There", 2001). Μια ασπρόμαυρη αλληγορία του παραλόγου, όπου η επιστημονική "αρχή της απροσδιοριστίας" της κβαντικής μηχανικής γίνεται φιλοσοφική διαπίστωση και καθορίζει το φαταλισμό ο οποίος κυριαρχεί σε ένα άναρχο σύμπαν αντιφατικών ανθρωπίνων συμπεριφορών.
Εναλλάσσοντας με δεξιοτεχνία κινηματογραφικά στιλ, μετά την "Αβάσταχτη Γοητεία" ("Intolerable Cruelty", 2003), όπου οι σκρούμπολ συμβάσεις επανεξετάζονται κάτω από ένα πολύ πιο αμοραλιστικό πνεύμα, και το ριμέικ της βρετανικής κωμωδίας "The Ladykillers", ως "Συμμορία των Πέντε" (2004), η οποία διαθέτει ευφυείς στιγμές, αλλά όχι συμπαγή κωμική συγκρότηση, οι Κοέν θα επιστρέψουν στο Τέξας για να διασκευάσουν Κόρμακ Μακάρθι. Το βραβευμένο με τέσσερα Όσκαρ - ταινίας, σκηνοθεσίας, διασκευασμένου σεναρίου και β΄ ρόλου για τον ανεπανάληπτο Χαβιέρ Μπαρδέμ - "Καμιά Πατρίδα για τους Μελλοθάνατους" ("No Country for Old Men", 2007) είναι η αριστουργηματική, πικρόχολη ματιά τους πάνω στην οριστική μετατροπή του αμερικανικού ονείρου σε εφιάλτη. Με νοσηρό χιούμορ και στωικό βλέμμα, ακολουθούν τη διαδρομή του κακού βαθιά μέσα στο σώμα ενός ολόκληρου πολιτισμού υπό κατάρρευση, περιγράφοντας το φόβο που σαν αρρώστια που τού τρώει τα σωθικά.
Ιδέα την οποία θα παραλλάξουν στο "Καυτό Απόρρητο" ("Burn After Reading", 2008), ένα ξεκαρδιστικά σαρκαστικό πανηγύρι πολιτικο-σεξουαλικής ματαιοδοξίας, στο "Ένας Σοβαρός Άνθρωπος" ("A Serious Man", 2009), συνδυασμό ειρωνικής κοινωνικής παραβολής, μαύρης κομεντί, κυνικής φιλοσοφικής αλληγορίας και μια από τις πιο "κρυπτικές" ταινίες τους, το ριμέικ γουέστερν "Αληθινό Θράσος" ("True Grit", 2010), μια εξ αρχής ανάγνωση του κλασικότερου κινηματογραφικού είδους που αποδείχτηκε η μεγαλύτερη εμπορική επιτυχία τους (θα το επιχειρήσουν εκ νέου με το βραβευμένο στην Βενετία "The Ballad of Buster Scruggs" του 2018), την παλαβή, επιδέξια περίπλοκη και βαθιά κινηματογραφόφιλη φάρσα "Χαίρε Καίσαρ!" ("Hail, Caesar!", 2016) και το απόλυτα κοενικό - πρόκειται για όνειρο; Για πραγματικότητα; Για ένα ανεξήγητο σουρεαλιστικό αστείο; - "Inside Llewyn Davis" (2013), μια καφκική μουσική οδύσσεια σε μια εγκεφαλικά χαοτική και καλλιτεχνικά αγκυλωμένη Αμερική.
Στα τέλη της δεκαετίας του ’10 τα δυο αδέλφια νιώθουν την ανάγκη να τραβήξουν ξεχωριστούς καλλιτεχνικούς δρόμους, με τον Ίθαν να σκηνοθετεί το ροκ εν ρολ ντοκιμαντέρ "Jerry Lee Lewis: Trouble in Mind" (2022) και τον Τζόελ να διασκευάζει σε ασπρόμαυρο το σαιξπηρικό "The Tragedy of Macbeth" (2021), μια αφαιρετικά εξπρεσιονιστική και ανανεωτικά ορσονγουελσική προσέγγιση στην κορυφαία παραβολή πάνω στην απατηλή γοητεία της εξουσίας. Ο Ίθαν επανέρχεται φέτος με το αναμενόμενο… λεσβιακό road movie "Drive-Away Dolls" και δηλώνει πως η σόλο καριέρα των δυο αδελφών ήταν ένα ανανεωτικό διάλειμμα και για τους δυο τους, οι οποίοι, συμπληρώνει ο Τζόελ, σκοπεύουν να επανενώσουν τις δυνάμεις τους στο άμεσο μέλλον. Dudes are back!