Ένα από τα βασικά μοτίβα των ταινιών σας είναι η σχέση των πρωταγωνιστών τους με το πέρασμα του χρόνου. Το ίδιο συμβαίνει και με την Σαντρά στο "Ένα Όμορφο Πρωινό".
Δεν το έχω συνειδητοποιήσει, αν και τώρα που το σκέφτομαι, μάλλον θα έπρεπε. Δεν είναι κάτι το οποίο προσχεδιάζω, αλλά με συναρπάζει το τι αλλάζει, το τι διαλύεται σε μια σχέση στο πέρασμα του χρόνου. Δεν το έχω όμως ως προτεραιότητα όταν ξεκινάω να γράψω ένα σενάριο, όπου αυτό το οποίο κυρίως μ’ ενδιαφέρει είναι να αφηγηθώ σωστά μια ενδιαφέρουσα ιστορία.
Στην ταινία σας υπάρχουν δυο βασικές ιστορίες, οι οποίες διασταυρώνονται. Μία η ερωτική και μία της Σαντρά με τον πατέρα της. Με ποια απ’ τις δυο ξεκινήσατε το σενάριό σας;
Μοιάζει λογικότερο να πω πως αυτή με τον πατέρα ή το ρομάντζο ήταν εκείνο που είχα αρχικά στο νου μου, αλλά και οι δυο ιστορίες ήταν στο μυαλό μου από την αρχή. Μου φάνηκε πολύ ενδιαφέρον το από τη μια να λυπάσαι, να είσαι στεναχωρημένος για ένα γεγονός ή μια κατάσταση στη ζωή σου, εδώ η αρρώστια ενός γονιού, και από την άλλη να αισθάνεσαι ευτυχισμένος σε μια ερωτική σχέση. Νιώθεις ενοχές, αλλά υπάρχει την ίδια στιγμή μια αναγκαιότητα την οποία δεν μπορείς να προσπεράσεις. Οπότε πως ισορροπείς αυτή την αντίφαση; Πολλές ταινίες ασχολούνται με το θέμα της αρρώστιας, της φθοράς. Άλλες με μια ερωτική ιστορία. Εγώ ήθελα να τις συνδυάσω και να πω κάτι καινούριο, το οποίο όμως να είναι ταυτόχρονα απόλυτα ειλικρινές. Να μην είναι κατασκευασμένο, αλλά αληθινό, βγαλμένο από τη ζωή.
Οι ταινίες σας αποπνέουν πάντα μια αισιοδοξία…
Δεν ξέρω αν πράγματι είμαι αισιόδοξος άνθρωπος, αλλά δεν θέλω οι ταινίες μου να έχουν μια σκοτεινή κι απαισιόδοξη κατάληξη. Θέλω να είναι διαυγείς και αυτό που με κάνει να αισιοδοξώ είναι το γεγονός πως η ζωή είναι κίνηση, είναι μια διαρκής αλλαγή. Δεν σταματάει ούτε και σε μια μεγάλη τραγωδία, παρά μόνο με το θάνατό μας. Οπότε αυτή η αλλαγή συναισθημάτων που βιώνουμε όσο ζούμε, αντιφατική πολλές φορές, μου δίνει ελπίδα. Δεν ξέρω αν με κάνει αισιόδοξη ή απλά ρεαλίστρια…
Οι χαρακτήρες σας βρίσκονται συχνά μπροστά σε μια τραγωδία, αλλά πάντα προσπαθούν να την ξεπεράσουν με έναν έντιμο, αξιοπρεπή τρόπο.
Αυτό προφανώς οφείλεται στο ότι ήμουν ένα κλειστό, μελαγχολικό κορίτσι που μεγάλωσα χωρίς πολλές χαρούμενες στιγμές. Είναι κάτι το οποίο μάλλον κληρονόμησα από τον πατέρα μου, από τη σκανδιναβική ρίζα μου. Ήθελα λοιπόν να κάνω ταινίες για να ξεπεράσω αυτή την αίσθηση και μέσα απ’ αυτές να αναζητήσω τη χαρά της ζωής. Δεν μπορώ λοιπόν να γυρίσω θλιμμένες, απαισιόδοξες ταινίες όπως… ο Χάνεκε ας πούμε. Αναρωτιέμαι άλλωστε συχνά για όσους κάνουν τόσο βίαιες, σκοτεινές και κυνικές ταινίες αν στην πραγματικότητα είναι πολύ ευτυχισμένοι άνθρωποι. Γιατί δεν γίνεται να νιώθεις άσχημα στην καθημερινότητά σου και να θέλεις να κάνεις μελαγχολικές και απαισιόδοξες ταινίες οι οποίες σου υπενθυμίζουν τη μιζέρια και το μίσος που υπάρχει γύρω σου. Θα πηδήξεις από τα παράθυρο… Θέλω οι ταινίες μου να με κάνουν σοφότερο άνθρωπο, χωρίς όμως να λένε ψέματα για τη ζωή μας. Χωρίς να την ωραιοποιούν. Άρα να βλέπουν τα πράγματα όπως είναι, σκάβοντας μέσα τους για την ομορφιά που θα μας δώσει κίνητρο να συνεχίσουμε να ζούμε.
Η Σαντρά είναι διερμηνέας, ο πατέρας της χάνει την ικανότητα της ομιλίας… Πόσο σημαντική παράμετρος της ταινίας είναι η γλώσσα;
Η επικοινωνία μεταξύ των ανθρώπων περνάει υποχρεωτικά μέσα από τη γλώσσα, κυρίως στις εξελιγμένες κοινωνίες, σαν τη δική μας, όπου η σωματική έκφραση σταδιακά περιορίζεται. Το θέμα της γλώσσας με ενδιαφέρει ιδιαίτερα λοιπόν, κι από μικρή μάλιστα, καθώς θυμάμαι τον πατέρα μου, οποίος ήταν καθηγητής φιλοσοφίας και δίγλωσσος. Έκανε μεταφράσεις από τα γερμανικά στα γαλλικά και έλεγε χαρακτηριστικά "δεν ξέρω σε ποια γλώσσα ονειρεύομαι". Αυτό μου έδωσε ιδέες για την ταινία, όπου η Σαντρά καλείται να παίξει ένα ρόλο μεταφραστή και για τον πατέρα της, ο οποίος μαθαίνουμε πως ήταν απόμακρος, άρα δεν ήξερε να εκφραστεί συναισθηματικά, και ο οποίος χάνει τώρα το μοναδικό τρόπο έκφρασής του, συνεννόησής του. Επιπλέον, ο χαρακτήρας του πατέρα της είναι ένας φόρος τιμής στο δικό μου πατέρα.
Κι εδώ, όπως σχεδόν σ’ όλες τις προηγούμενες ταινίες σας, το αυτοβιογραφικό στοιχείο είναι έντονο.
Εμπνέομαι από οικείες ιστορίες γιατί αισθάνομαι πως ξεκινάω από ένα στέρεο υλικό, από γεγονότα και συναισθήματα που γνωρίζω. Μπορώ έτσι να κατασκευάσω σεναριακά πιο αληθοφανείς χαρακτήρες και να τους βάλω διλήμματα υπαρκτά. Από εκεί και πέρα όλη αυτή η κινηματογραφική διαδικασία λειτουργεί καθαρτικά για μένα, γιατί μπορώ μέσα από τις ταινίες να βάζω ένα φίλτρο ανάμεσα στον εαυτό μου και την πραγματικότητα. Αυτό με βοηθάει στο να διαχειριστώ δημιουργικά τα συναισθήματά μου, τις ανασφάλειές μου, τις μυστικές επιθυμίες ή τους απωθημένους φόβους μου. Το ζήτημα είναι αυτό να γίνει μέσα από μια ενδιαφέρουσα ιστορία και με έναν τρόπο ο οποίος θα αφορά και τους θεατές.