Σπάνια στο σύγχρονο ελληνικό σινεμά συναντάμε καλοπροαίρετες κωμωδίες οι οποίες τιμούν τις αυθεντικές λαϊκές αναφορές τους, μια κατηγορία στην οποία εμπίμπτει το "Black Stone" του πρωτοεμφανιζόμενου σκηνοθέτη Σπύρου Ιακωβίδη. Ένα φιλμ γύρω από μια εξαφάνιση, μια Ελληνίδα μάνα και έναν Αφροέλληνα ταξιτζή, το οποίο πλέον βρίσκεται στις μαρκίζες και μας προσφέρει την ευκαιρία για μία συζήτηση με το δημιουργό.
Η πρώτη ύλη της αφήγησής σου είναι οι διάλογοι. Ένα ρευστό σεναριακό εργαλείο, το οποίο, αν δεν το διαχειριστείς σωστά, ρισκάρεις να γκρεμιστεί όλο το κινηματογραφικό κατασκεύασμα. Εσένα τι σε ενέπνευσε στη χρήση του;
Όντως, οι διάλογοι είναι περίεργο πράγμα… Με τον συν-σεναριογράφο Ζίαντ Σεμάν είχαμε γράψει πολλούς στο σενάριο, όμως όταν φτάνεις στο γύρισμα αλλάζουν τα δεδομένα. Είχαμε εξαιρετικούς ηθοποιούς, οι οποίοι πρόσθεσαν στοιχεία του εαυτού τους στην ταινία, έτσι αρκετά πράγματα προέκυψαν πάνω στη στιγμή και οι διάλογοι απέκτησαν μια πειστική φυσικότητα, κάτι που ήταν και εκ προοιμίου ζητούμενο. Σ’ αυτό βοήθησε σημαντικά ότι καθένας τους ακολουθούσε τη δική του υποκριτική μέθοδο, ήταν πολύ όμορφο να το βλέπεις να συμβαίνει.
Πράγματι η διανομή είναι άψογη, κάθε ηθοποιός ταιριάζει απόλυτα στο ρόλο του.
Δεν μου αρέσει να περιαυτολογώ, αλλά ειδικά για το κάστινγκ είμαι πολύ περήφανος. Έχω παρατηρήσει πως οι ταινίες που μου αρέσουν πολύ είναι εκείνες όπου τα πρόσωπα αποτελούν αναπόσπαστο κομμάτι του κόσμου τους, γι’ αυτό ήταν πολύ σημαντικό για εμένα να το καταφέρουμε στο "Black Stone". Ήταν πολύτιμη η βοήθεια του συνεργάτη Σταύρου Ράπτη, ο οποίος ανέλαβε τον εντοπισμό των κατάλληλων ηθοποιών, γιατί έκανε εξονυχιστική αναζήτηση για κάθε ρόλο. Ας πούμε, η Ελένη Κοκκίδου είναι απίστευτη, έχει το χάρισμα να μεταμορφώνεται πλήρως στο χαρακτήρα της.
Ανέφερες προηγουμένως το συν-σεναριογράφο σου, τον Ζίαντ Σεμάν. Αλήθεια, πώς προέκυψε η συνεργασία σας;
Ο Ζίαντ έχει παλαιστινιακή καταγωγή, αλλά γεννήθηκε και μεγάλωσε στην Ελλάδα μέχρι τα είκοσί του, κι ύστερα έφυγε για Αγγλία. Επομένως γνωρίζει πολύ καλά την ελληνική πραγματικότητα. Συναντηθήκαμε στο Λονδίνο όταν σπούδαζα, άλλα πέρασε καιρός προτού βρεθεί η αφορμή να δουλέψουμε μαζί. Ήξερα ότι στο "Black Stone" δεν ήθελα να γράψω μόνος το σενάριο. Έψαχνα εντατικά κάποιον, αλλά μου πήρε δύο χρόνια μέχρι να προκύψει η περίπτωση του Ζίαντ. Παρότι περάσει "αιώνες" από την τελευταία μας συνάντηση, ταιριάξαμε αμέσως, χωρίς να μας επηρεάσει το γεγονός ότι δουλεύαμε κυρίως εξ αποστάσεως. Κολλήσαμε και γι’ αυτό θα συνεργαστούμε ξανά στο μέλλον.
Και η ιδέα του mockumentary ποιανού ήταν;
Δική μου, γιατί απλούστατα μου αρέσουν πάρα πολύ! Ταινίες σαν το "Man Bites Dog" μού άλλαξαν τη ζωή, δεν πίστευα ότι μπορεί να γυριστεί κάτι τέτοιο. Έπειτα, το mockumentary ως είδος είναι γοητευτικό γιατί σου επιτρέπει να κάνεις χιούμορ, το συστατικό που υπάρχει σε ό,τι έχω γυρίσει έως τώρα. Είναι ένα εργαλείο που σου επιτρέπει να μιλήσεις για τα πιο σοβαρά πράγματα, κάνοντας στο ενδιάμεσο το κοινό να γελάσει. Έχω κόλλημα με τη μείξη τραγικού και κωμωδίας, έτσι ήταν αναπόφευκτο να το χρησιμοποιήσω και στο "Black Stone". Εν προκειμένω ήθελα μεν να διατηρήσω το ύφος του mockumentary, αλλά προσαρμόζοντάς το στην αρχική ιδέα μου, η οποία αφορούσε μια Ελληνίδα μάνα που χάνει το παιδί της, τη Χαρούλα.
Ένα γεγονός, βέβαια, που οδηγεί σε ένα φινάλε συλλογικής συμφιλίωσης.
Ναι, υπάρχουν πολλά πράγματα που αγγίζει η ταινία. Σε γενικές γραμμές σμίγουμε τις ιδιαιτερότητες της ελληνικής οικογένειας με εκείνες της ελληνικής πραγματικότητας. Θέλαμε να ψηλαφήσουμε τις μεταλλαγές που συμβαίνουν σήμερα. Κάπως έτσι προέκυψε και η συμμετοχή του Κέβιν [σ.σ.: Νέγρος του Μοριά] στην ταινία, ο οποίος ουσιαστικά υποδύεται τον εαυτό του. Απέναντι, λοιπόν, στις νέες κοινωνικές συνθήκες, τοποθετούμε τη Χαρούλα, η οποία καλείται να προσαρμοστεί.
Από την πλάκα δε γλιτώνει μία διαχρονική πηγή κωμωδίας στην Ελλάδα, το Δημόσιο. Πιστεύω πως πρόκειται για μία συνθήκη η οποία δε θα πάψει να εμπνέει καλλιτεχνικά ποτέ.
Είναι ένα δώρο! (γέλια) Ωστόσο, αν το καλοσκεφτείς, δεν έχουν γυριστεί ταινίες με αυτό το θέμα. Με εξαίρεση, ίσως, μερικές του Περάκη. Μοιάζει λες και είναι ταμπού, κανείς δε θέλει να πιάσει αυτό το θέμα. Ούτε και την Ελληνίδα μάνα βέβαια. Παρόλο που υπάρχουν εκατοντάδες χιλιάδες στην Ελλάδα και έχουν διαδραματίσει κομβικό ρόλο στη διαμόρφωση της συλλογικής ψυχοσύνθεσής μας. Ίσως υπάρχει μια διστακτικότητα από τη μεριά των σκηνοθετών, την οποία την καταλαβαίνω γιατί κι εμείς με τον Ζίαντ την αντιμετωπίσαμε.
Κλείνοντας, θα ήθελα να σε ρωτήσω πόσο σημαντικό για εσένα ως δημιουργό είναι οι διακρίσεις; Γιατί το "Black Stone" μέχρι τώρα έχει αποσπάσει τέσσερα βραβεία στο φεστιβάλ Θεσσαλονίκης, ενώ διεκδικεί επτά "Ίριδες" από την Ελληνική Ακαδημία Κινηματογράφου.
Κοίταξε, είναι μεγάλη υπόθεση γιατί μιλάμε και για μια πολύ προσωπική ταινία. Πέρασα ένα Γολγοθά για να την κάνω, χρειάστηκαν επτά χρόνια για να ολοκληρωθεί. Ήταν ένα διάστημα πολλών σκαμπανεβασμάτων, μια τρέλα. Ο μόνος άνθρωπος που ξέρει τι βίωσα είναι η γυναίκα μου. Για αυτό και τρέφω μεγάλο θαυμασμό προς οποιονδήποτε καταφέρνει να κάνει μια ταινία. Από εκεί και πέρα, δε φεύγει ποτέ από το πίσω μέρος του μυαλού σου πως ενδέχεται να φτιάξεις κάτι που δε θα αγγίξει κανένα. Οπότε, όταν ήρθε η στιγμή της πρεμιέρας στη Θεσσαλονίκη, ταξιδέψαμε χωρίς καμία απολύτως προσδοκία. Για αυτό και πέσαμε από τα σύννεφα με τα βραβεία. Μια διάκριση, από όπου και εάν έρχεται, είναι ένας από τους τρόπους για να νιώσεις πως η προσπάθειά σου έπιασε τόπο. Σου δίνει δύναμη και κουράγιο για το επόμενο βήμα.
Περισσότερες πληροφορίες
Black Stone
Ένα κινηματογραφικό συνεργείο αποτυπώνει την καθημερινότητα της Χαρούλας, μιας υπερπροστατευτικής Ελληνίδας μάνας που αναζητά το γιο της, δημόσιο υπάλληλο, ο οποίος έχει εξαφανιστεί χωρίς να αφήσει ίχνη.