Τι σας ώθησε να επιστρέψετε στις περιπέτειες της οικογένειας Βιγιάρ, τα μέλη της οποίας πρωταγωνιστούν σε πολλές από τις ταινίες σας;
Μετά το "Roubaix, Une Lumière", διασκευή μιας τηλεταινίας, και το "Tromperie", βασισμένο στην "Απάτη" του Φίλιπ Ροθ, ήθελα να ξαναγυρίσω σε αυθεντικό σεναριακό υλικό. Επίσης, οι περισσότερες ταινίες μου διερευνούν περίπλοκα, αντιφατικά συναισθήματα και ήθελα να προχωρήσω με κάτι πιο απλό. Με απασχολούσαν το μίσος, η οργή, ο φόβος και το πως μπορείς να τα ξεφορτωθείς με κινηματογραφικό τρόπο, μέσα σε μια μυθοπλασία. Θυμήθηκα λοιπόν το "Μια Νύχτα Χριστουγέννων", όπου πριν 15 χρόνια είχα αφήσει στο τέλος την Αν Κονσινί μόνη της, θυμωμένη και μελαγχολική. Ένιωσα πως δεν είχα ξεκαθαρίσει τη σχέση της με τον αδελφό της. Δεν είχα ολοκληρώσει αυτούς τους χαρακτήρες. Επανήλθα λοιπόν σε όλα αυτά τα εκκρεμή συναισθήματα για να τα ξεδιαλύνω με τον τρόπο του Τριφό, βάζοντας δηλαδή μια ερώτηση τη φορά και απαντώντας καθαρά. Οπότε νιώθω πως εδώ κλείνει ένας κύκλος και η ιστορία της οικογένειας Βιγιάρ. Στο τέλος της ταινίας ο κάθε ήρωας έχει βρει το δρόμο του και την προσωπική ισορροπία του.
Μιλήσατε για μίσος, οργή και φόβο. Πιστεύετε ότι αυτά τα συναισθήματα έχουν καταλάβει το σύγχρονο κόσμο τόσο σε προσωπικό όσο και σε κοινωνικό επίπεδο;
Μου αρέσει που μου κάνετε αυτή την ερώτηση. Η οικογένεια είναι η μικρότερη κοινωνική ομάδα και η ταινία διαπραγματεύεται το μίσος στα στενά οικογενειακά πλαίσια, σχολιάζοντας την όλο και αυξανόμενη πίκρα και εχθρότητα ανάμεσα στις διαπροσωπικές, ταξικές ή εθνοτικές σχέσεις. Πως θα σταματήσουμε το ρατσισμό; Τον αντισημιτισμό; Σ’ αυτό προσπάθησα να απαντήσω και να δείξω πως πρέπει να κοιτάμε μπροστά και να συνεχίσουμε αφήνοντας πίσω μας το μίσος.
Θετική σκέψη η οποία μπορεί να υλοποιηθεί πειστικά στο σινεμά, μοιάζει όμως ακατόρθωτο να γίνει πραγματικότητα…
Πολύ σωστά, αλλά γι’ αυτό αγαπάμε το σινεμά. Και οι απαντήσεις τις οποίες δίνει η ταινία ξεκινούν από το προσωπικό επίπεδο. Από το πόσο εφικτό είναι να γίνει μια ψυχολογικά επώδυνη, αλλά τελικά απλή κίνηση όπως είναι αυτή που κάνουν τα δυο αδέλφια και συναντιούνται στο καφέ. Στην οθόνη δεν είναι τόσο περίπλοκο, γιατί δεν το κάνουμε λοιπόν και στη ζωή μας;
Υπήρξε πηγή έμπνευσης για το "Αγάπη και Μίσος" η "Νύχτα Πρεμιέρας" του Τζον Κασσαβέτη; Κι εδώ έχουμε για πρωταγωνίστρια μια ηθοποιό, αλλά και μια υποπλοκή άμεσης αναφοράς, αυτή με τη φανατική θαυμάστρια.
Με διαφορετική κατάληξη όμως… Πράγματι είχα στο νου μου την "Νύχτα Πρεμιέρας" την οποία λατρεύω, όπως και ολόκληρο το έργο του Κασσαβέτη. Η ματιά του πάνω στην αντρική ψυχολογία είναι τόσο τολμηρή, τόσο διεισδυτική, αλλά και οι γυναικείοι χαρακτήρες του είναι συγκλονιστικοί. Αλλά αμεσότερη αναφορά για μένα ήταν εδώ το "Μια Άλλη Γυναίκα" του Γούντι Άλεν, πάλι με την Τζίνα Ρόουλαντς. Όπως και εκεί, η Αλίς έχει φτάσει σ’ ένα σημείο της ζωής της όπου κάνει τον απολογισμό της, αρχίζοντας να συνειδητοποιεί τα λάθη του παρελθόντος, τις ανεκπλήρωτες επιθυμίες της και όλα όσα έχει τόσα χρόνια απωθήσει. Κάτι που την πονάει βαθιά, οπότε ξεκινάει μια διαδρομή επαναξιολόγησης και τελικά οδυνηρής κάθαρσης.
Ένα από τα πρώτα βήματά της είναι να εξομολογηθεί τα συναισθήματά της σε μια άγνωστη. Στη θαυμάστριά της, η οποία μάλιστα είναι από την Ρουμανία.
Όπως η Ρόουλαντς δεν μπορούσε να εξομολογηθεί αυτά που ένιωθε στον άντρα της, έτσι κι η Αλίς θέλει κάποιον τρίτο, κάποιον έξω από τον κύκλο των γνωστών της για να "ξεγυμνωθεί" συναισθηματικά μπροστά του. Κι επειδή είναι παιδί μιας αστικής, εύπορης οικογένειας του δυτικού κόσμου, νιώθει πως η Λουτσία είναι ένας άνθρωπος ταυτόχρονα τόσο κοντά και τόσο μακριά της. Την περιθάλπει, της ανοίγεται και τελικά ενώ αναπτύσσει μια ζεστή ανθρώπινη σχέση γιατρεύει παράλληλα και τον εαυτό της. Να μια απλή σχετικά κίνηση με την οποία μπορούμε να απομακρυνθούμε από το μίσος και το φόβο.
Το ρόλο της ερμηνεύει η Μαριόν Κοτιγιάρ, μια ηθοποιός με την οποία συνεργάζεστε εδώ και σχεδόν 30 χρόνια.
Δεν είναι μόνο η ιδανική συνεργασία που έχουμε, αλλά και η ερμηνευτική στόφα της, η οποία είναι ασύγκριτη. Θα την ήθελα για το ρόλο ακόμα κι αν δεν είχαμε δουλέψει ποτέ μαζί. Το ίδιο συμβαίνει βέβαια και με τον Μελβίλ Πουπό, επίσης παλιό συνεργάτη μου, ο οποίος μόλις διάβασε το σενάριο μού πρότεινε να ξαναδώ τα "Πέντε Εύκολα Κομμάτια" του Μπομπ Ράφελσον. Απόρησα, αλλά είχε δίκιο στο πόσο μοιάζει ο χαρακτήρας του με εκείνον του Τζακ Νίκολσον, κάτι που είχα στο νου μου όταν κάναμε τις πρόβες και τα γυρίσματα. Εγώ, από την άλλη, του πρότεινα να δει το "Bird" του Κλιντ Ίστγουντ. Βρίσκω πως η σχέση του Φόρεστ Γουίτακερ με την Ντάιαν Βενόρα έχει πολλά κοινά στοιχεία με αυτόν της Αλίς και του Λουί. Στο δικό μου μυαλό τουλάχιστον…