Πριν από ένα χρόνο, το όνομα του Νταβί Τσου ήταν στα χείλη πολλών που βρίσκονταν στην Κρουαζέτ, καθώς η πρεμιέρα της "Επιστροφής στη Σεούλ" στο φεστιβάλ των Καννών χαιρετήθηκε ως μία από τις καλύτερες στη διοργάνωση. Και αυτό χάρη στο αφήγημα μιας νεαρής γυναίκας η οποία εγκατελείπει τη Γαλλία για να αναζητήσει τις ρίζες της στη Νότια Κορέα. Λίγους μήνες μετά, ο νοτιοκορεατικής καταγωγής - γεννημένος στο Παρίσι σκηνοθέτης αποσπούσε τη Χρυσή Αθηνά, το μεγάλο βραβείο στις 28ες "Νύχτες Πρεμιέρας", δικαιώνοντας το arthouse σούσουρο. Πλέον, το κοινό έχει την ευκαιρία να ανακαλύψει τη μελαγχολική ομορφιά της "Επιστροφής στη Σεούλ" καθώς κυκλοφορεί στις αίθουσες, δίνοντάς μας παράλληλα την ευκαιρία να συνομιλήσουμε με το σκηνοθέτη της σινεφίλ έκπληξης του 2023.
Πριν από λίγους μήνες κερδίσατε τη Χρυσή Αθηνά στο 28ο Διεθνές Φεστιβάλ Κινηματογράφου της Αθήνας - Νύχτες Πρεμιέρας. Πώς νιώσατε όταν μάθατε για τη διάκριση;
Ομολογώ ήταν μεγάλη έκπληξη. Μάλιστα, αυτό ήταν ένα από τα πρώτα βραβεία που απέσπασε η ταινία. Προηγουμένως συμμετείχαμε στο τμήμα "Ένα Κάποιο Βλέμμα" στις Κάννες, αλλά δεν κερδίσαμε τίποτα. Έτσι άρχισα να σκέφτομαι πως η ταινία διχάζει και δεν είναι απίθανο να μη διακριθεί σε άλλες διοργανώσεις. Επομένως, ήταν πολύ ξεχωριστό που κέρδισε το μεγάλο βραβείο στην Αθήνα. Λυπήθηκα που ήταν αδύνατο να βρίσκομαι στην απονομή, μεταξύ άλλων επειδή πρόεδρος της κριτικής επιτροπής ήταν ο σκηνοθέτης Ναντάβ Λαπίντ, τον οποίο εκτιμώ ιδιαίτερα και μίλησε με τρομερή εγκαρδιότητα για την ταινία. Με συγκίνησε ειλικρινά.
Εν τω μεταξύ, ο Λαπίντ στα "Συνώνυμα", αν και με τελείως διαφορετικό ύφος, εμβαθύνει και εκείνος στη έννοια της καταγωγής και της ταυτότητας.
Θυμάμαι ότι είχα πάθει σοκ όταν είδα τα "Συνώνυμα" για πρώτη φορά. Αλλά μετά από καιρό συνειδητοποίησα πως υπάρχουν όντως κοινά με την "Επιστροφή". Και οι δύο ταινίες αφορούν ήρωες που αναζητούν την προσωπική ελευθερία, τη χειραφέτηση, ενώ αναπτύσσουν μια αντιφατική και απρόβλεπτη συμπεριφορά. Επιπλέον, η κάμερα περιστρέφεται συνεχώς γύρω από τους κύριους πρωταγωνιστές· υπάρχουν σε κάθε κάδρο. Βέβαια συμφωνώ ότι ο Λαπίντ έχει μια πιο "γκονταρική" και ριζοσπαστική προσέγγιση, αλλά ένιωσα πως ταυτίζομαι με πολλά από όσα έχει να πει.
Η τεχνική του Λαπίντ μπορεί να κλέβει ευκολότερα την προσοχή λόγω της ορμής της, ωστόσο και η δική σας δεν είναι απαραίτητα λιγότερο αντισυμβατική. Υιοθετείτε μια ρεαλιστική φόρμα, αλλά αφηγείστε με μια χαρακτηριστική ελευθεριότητα. Η δράση "ρέει", ακολουθώντας τους δικούς της χρόνους και υπακούοντας στον δικό της ρυθμό, κάτι ασυνήθιστο στο σύγχρονο καλλιτεχνικό σινεμά.
Χαίρομαι που το αναφέρετε, γιατί αυτός ακριβώς ήταν ο σκοπός μου. Επιδίωξα να φτιάξω σκηνές, οι οποίες επιτρέπουν στους χαρακτήρες να αναπτυχθούν επαρκώς, έτσι ώστε να εντρυφήσουμε στην προσωπικότητά τους και να αποκτήσουν συναισθηματικό βάρος τα διακυβεύματα που αντιμετωπίζουν. Κατ’ επέκταση, έτσι διογκώνεται ο αντίκτυπος των επιλογών που κάνει η ηρωίδα, γιατί για μια στιγμή έχεις την αίσθηση ότι γνωρίζεις τι πρόκειται να κάνει και τελικά αποφασίζει κάτι εντελώς διαφορετικό. Για παράδειγμα, αυτό είναι ιδιαίτερα χαρακτηριστικό στις ενότητες που διαδραματίζονται στην Κορέα. Όσο είναι εκεί ακολουθεί απόλυτα το ένστικτό της, αδιαφορώντας πού θα οδηγηθεί. Παράλληλα, απολαμβάνω να "παίζω" με τις προσδοκίες των θεατών. Ας πούμε στην έναρξη, νιώθεις ότι παρακολουθείς μια κλασική μεγάλη σεκάνς διαλόγων στο στιλ του Χονγκ Σανγκ-σου, για να εξελιχθεί όμως σε κάτι ολότελα απρόσμενο μόλις τα πράγματα ζορίσουν για την ηρωίδα. Αργότερα, στο δεύτερο μισό της ταινίας, ακολούθησα ένα λίγο διαφορετικό ύφος. Παρέμεινε νατουραλιστικό, αλλά το μετατόπισα πιο κοντά στο σινεμά του Αμπντελατίφ Κεσίς. Μάλιστα χρησιμοποιήσαμε δύο κάμερες, όπως κάνει κι εκείνος. Αντιλαμβάνεστε, λοιπόν, ότι ακόμα και οι επιρροές της ταινίας ακολουθούν τη διαδρομή της ηρωίδας υπό μία έννοια, αφού από τον Κορεάτη Σανγκ-σου οδηγούμαστε στον Γάλλο Κεσίς.
Πάντως διακριτικές ιδέες σαν κι αυτές είναι που κάνουν τη διαφορά. Μία από τις αγαπημένες μου λεπτομέρειες, την οποία κιόλας βρήκα πολύ αστεία, είναι ότι κάποια στιγμή η πρωταγωνίστρια εργάζεται ως πωλήτρια όπλων και συγκεκριμένα πυραύλων. Αλήθεια, πώς σας ήρθε αυτό;
Έχει πλάκα, γιατί πριν από λίγες μέρες διάβασα ένα τουίτ κάποιου, στο οποίο έλεγε πως ενώ είχε λατρέψει την ταινία, απογοητεύτηκε πλήρως από τη δουλειά της ηρωίδας. Αντιλαμβάνομαι ότι δεν είναι απίθανο ορισμένοι να το βρουν γκρίζο ηθικά. Από την άλλη, η φίλη μου από την οποία εμπνεύστηκα το σενάριο έκανε αυτήν τη δουλειά για έντεκα χρόνια. Ήταν από τις φορές που η ίδια η πραγματικότητα σου προσφέρει μια ανεπανάληπτη ιδέα, την οποία δεν υπήρχε περίπτωση να σκεφτείς από μόνος σου. Γι’ αυτό και αποφάσισα να την ενσωματώσω. Ταυτόχρονα, θεωρώ ότι ταιριάζει με την ιδιοσυγκρασία του συγκεκριμένου χαρακτήρα. Όταν έχει επιδείξει μια εντελώς απρόβλεπτη συμπεριφορά από την αρχή της ταινίας, γιατί κάποια στιγμή να μην αποφασίσει να κάνει καριέρα ως πωλήτρια πυραύλων; Εξάλλου, μιλάμε για μια προσωπικότητα η οποία μόλις "μυριστεί" κίνδυνο, τον ακολουθεί ακριβώς για να δει τι θα συμβεί. Σε αυτό το πλαίσιο, η επαγγελματική επιλογή της μοιάζει αυτονόητη.
Εκτίμησα κάτι ακόμα στη σκηνοθεσία σας. Από την πρώτη κιόλας σκηνή υπάρχει συμπυκνωμένος ο βασικός προβληματισμός της ταινίας. Γιατί ενώ βλέπουμε ένα κοντινό της πρωταγωνίστριας Τζι-μιν Παρκ, ακούγεται το κομμάτι "Petal" της Τζούνγκχουα Λι, ένα τραγούδι που παρότι κορεάτικο μιμείται το γαλλικό είδος της yé-yé ποπ. Έχει δηλαδή μια ταυτότητα ανακατεμένη, όπως και η ηρωίδα. Πώς προέκυψε η χρήση αυτού του κομματιού;
Επειδή ήθελα η σκηνοθεσία μου να αντανακλά την ελευθεριότητα της ηρωίδας, δηλαδή να μην υπακούει σε σαφείς και αυστηρούς κανόνες, ενστερνίστηκα την ίδια λογική και στη χρήση της μουσικής. Γι’ αυτό και στην ταινία ακούγεται κορεατική μουσική από το παρελθόν και το παρόν, ενώ τα είδη αναμειγνύονται από την ηλεκτρονική στην καθαρά κινηματογραφική. Έπειτα, μου αρέσει όταν η μουσική σού θυμίζει κάτι, αλλά δεν είσαι σίγουρος τι ακριβώς. Για παράδειγμα, αν προσέξατε το βασικό θέμα του σάουντρακ μοιάζει πολύ με το "Bela Lugosi’s Dead" των Bauhaus. Σε σχέση με το "Petal", τώρα, το παρατηρήσατε σωστά. Ήθελα να ακούγεται ένα κομμάτι το οποίο να δίνει την εντύπωση ότι το ανακάλυψε η ηρωίδα εξερευνώντας την πολιτισμική καταγωγή της.
Κλείνοντας, νιώθω υποχρεωμένος να σας ρωτήσω σχετικά με την Τζι-μιν Παρκ. Αυτός είναι μόλις ο πρώτος ρόλος της, χωρίς να έχει πρότερη υποκριτική εμπειρία, ωστόσο ερμηνεύει σαρωτικά.
Ήμουν πολύ τυχερός! Αναζητούσα Γαλλίδες ηθοποιούς κορεατικής καταγωγής, αλλά υπήρχαν ελάχιστες διαθέσιμες. Ύστερα διεύρυνα την έρευνα και σε μη επαγγελματίες, αλλά ενώ έκανα πολύτιμες γνωριμίες με ανθρώπους που ταυτίζονταν με την ηρωίδα, όντας οι ίδιοι υιοθετημένοι, δεν ταίριαζαν ηλικιακά στο ρόλο. Εντέλει έμαθα για την Τζι-μιν με τον κλασικό τρόπο, δηλαδή μέσω κοινού γνωστού. Όταν γνωριστήκαμε, μοιράστηκε μερικές προσωπικές ιστορίες της, από τις οποίες κατάλαβα ότι θα "έδενε" άψογα με την ψυχοσύνθεση του ρόλου. Δέχτηκε να παίξει στην ταινία και μου έκανε εντύπωση πόσο φυσικά στεκόταν μπροστά από την κάμερα. Ακόμα και η έκφραση έντονων συναισθημάτων γινόταν εντελώς αβίαστα εκ μέρους της, πράγμα ιδιαίτερα δύσκολο. Από εκεί και έπειτα, όσο δουλεύαμε πάνω στην ερμηνεία της, η Τζι-μιν έλαβε μέρος και στη δημιουργική διαδικασία. Θυμάμαι ότι είχε έντονες ενστάσεις για κάποια στοιχεία του χαρακτήρα της και δεν σας κρύβω πως είχαμε ορισμένες διαφωνίες, αλλά πάντα τα βρίσκαμε. Ήταν ωφέλιμο, διότι έτσι έμαθα και εγώ να κάνω μερικά βήματα πίσω, να ακούω όσα έχει να πει και τελικά να αντιλαμβάνομαι πως μπορεί να έχει δίκιο. Το ενδιαφέρον είναι ότι εξαιτίας της λεπτομερούς και ενδελεχούς προετοιμασίας μας, στα γυρίσματα δεν χρειάστηκε να συζητήσουμε τίποτα· ήταν όλα στη θέση τους.
Περισσότερες πληροφορίες
Επιστροφή στη Σεούλ
Η 25χρονη Φρεντί ταξιδεύει για πρώτη φορά στη Νότια Κορέα, όπου γεννήθηκε προτού δοθεί για υιοθεσία στη Γαλλία. Γεμάτη ανάμεικτα κι αντιφατικά συναισθήματα, αποφασίζει να εντοπίσει τους βιολογικούς γονείς της.