Αποτελούν τις δυο κορυφές του τριγώνου που μετέτρεψε την γκανγκστερική κωμωδία "Αποστολή στην Μπριζ" (2008), πρώτη μεγάλου μήκους ταινία του Μάρτιν ΜακΝτόνα, σε cult επιτυχία. Οι δυο τους, όμως, γνωρίζονται χρόνια νωρίτερα, όταν ο Μπρένταν Γκλίζον ανέλαβε το ρόλο του τεθλιμμένου ταξιδιώτη ενός τραίνου στο "Six Shooter" (2004), τη μικρού μήκους μαύρη – και γκανγκστερική – κωμωδία του ΜακΝτόνα η οποία βραβεύτηκε με Όσκαρ. Μοιράζονται τη μακρά θητεία τους στο θέατρο, απ’ όπου ξεκίνησαν την καριέρα τους, με τον Γκλίζον να είναι ένας εξίσου σπουδαίος σολίστας του βιολιού και του μαντολίνου, ειδικευμένος στη φολκλορική ιρλανδική μουσική. Αυτό έδωσε ιδέες στον ΜακΝτόνα για την καινούρια ταινία του και τον χαρακτήρα του Κολμ, ενός αγρότη με μουσικές ανησυχίες σ’ ένα απομονωμένο νησί της Ιρλανδίας του 1923, ο οποίος αποφασίζει ξαφνικά να σταματήσει να μιλάει στον καλύτερό του φίλο Παντράικ. Τον τελευταίο ερμηνεύει ο έτερος πρωταγωνιστής της "…Μπριζ" Κόλιν Φάρελ, ο οποίος απέσπασε το βραβείο ερμηνείας (και ο ΜακΝτόνα εκείνο του σεναρίου) στο φεστιβάλ Βενετίας όπου η δραματική – και μαύρη – κωμωδία "Τα Πνεύματα του Ινισέριν" έκανε την πρεμιέρα της. Η αποθεωτική υποδοχή της από κοινό και κριτικούς προεξόφλησε γι’ αυτήν μια καριέρα γεμάτη διακρίσεις, φτάνοντας έως τις τρεις Χρυσές Σφαίρες και τις εννιά οσκαρικές υποψηφιότητες. Ξεκινήσαμε λοιπόν τη βενετσιάνικη συνέντευξή μας με το cool κι ετοιμόλογο δίδυμο από το χρονικό ενός προαναγγελθέντος θριάμβου.
Τα θερμά χειροκροτήματα στο τέλος τόσο της επίσημης όσο και της δημοσιογραφικής προβολής της ταινίας σας την καθιστούν ένα από τα μεγάλα φαβορί για το Χρυσό Λιοντάρι. Νιώθατε ανάγκη γι’ αυτή την επιβεβαίωση ή αισθάνεστε πως ήδη ξέρατε πόσο καλή ήταν ανεξάρτητα της υποδοχής της;
Μάρτιν ΜακΝτόνα: Πάντα χρειάζεσαι την αποδοχή. Γι’ αυτό δεν κάνουμε τις ταινίες άλλωστε; Ειδικά σε ένα φεστιβάλ κύρους σαν αυτό, όπως ακριβώς συνέβη με τις "Τρεις Πινακίδες…" εδώ πάλι πριν από πέντε χρόνια, αν πάρεις το πράσινο φως σιγουρεύεσαι πως τα πράγματα που αισθάνεσαι και σκέφτεσαι επιβεβαιώνονται. Δεν είναι αυθαίρετα, αλλά έχουν επαφή με την πραγματικότητα και περνούν από την οθόνη στην αίθουσα.
Μπρένταν Γκλίζον: Ένας καλλιτέχνης ο οποίος έχει ως σημείο αναφοράς μόνον τον εαυτό του; Δεν ξέρω αν αυτό λέει κάτι για το έργο του, λέει όμως πολλά για τον χαρακτήρα του.
Οι άνθρωποι έχουν λοιπόν ανάγκη ο ένας τον άλλον κι όμως ο Κολμ νιώθει ξαφνικά πως θέλει να αποκόψει από τον καλύτερό του φίλο για να αφοσιωθεί στη μουσική, στον εαυτό του…
Μ.Μ.: Πρόκειται για την ιστορία ενός διαζυγίου και θέλαμε να την κρατήσουμε όσο πιο απλή γίνεται. Στην αρχική εκδοχή του σεναρίου δεν υπήρχε καν εξήγηση για τα κίνητρα του Κολμ, αλλά σταδιακά εμβαθύναμε στο χαρακτήρα του και αρχίσαμε να αποκαλύπτουμε τις αιτίες. Το βασικό όμως ζητούμενο ήταν να αποδώσαμε όλη τη θλίψη κι όλο τον πόνο ενός χωρισμού χωρίς να περιπλέξουμε την ιστορία του. Κάθε διαζύγιο, έτσι κι αλλιώς, δεν είναι ευχάριστη εξέλιξη.
Μπ.Γκ.: Στην αρχή μου φάνηκε πολύ απότομος και μάλλον αδικαιολόγητος ο τρόπος με τον οποίο φέρεται ο Κολμ στο φίλο του. Αυτό το "μίλα στον τοίχο" δεν μου άρεσε και άρχισα να δένομαι ουσιαστικότερα με το χαρακτήρα μου στις κατοπινές εκδοχές του σεναρίου όταν και η μουσική έπαιξε πια το δικό της ρόλο. Τελικά ο τρόπος με τον οποίο ο Μάρτιν εκφράζει αυτό το υπαρξιακό αδιέξοδο ενός ανθρώπου είναι ιδιοφυής, καθώς το συνδέει έξοχα τόσο με την εποχή όσο και με το τοπίο.
Αναφερόμαστε σε χαρακτήρες οι οποίοι είναι έτσι κι αλλιώς λιγομίλητοι, μοναχικοί και ανύπαντροι. Αυτό το τελευταίο ήταν εσκεμμένο;
Μ.Μ.: Δεν ήταν αυστηρά προσχεδιασμένο, αλλά δεν ήθελα να μπει τίποτα άλλο ανάμεσα στη σχέση τους και θολώσει την αντρική φιλία. Ήθελα ο πυρήνας της ταινίας να είναι το πένθος και η μοναξιά.
Μπ.Γκ.: Ο χαρακτήρας μου νιώθει παγιδευμένος σ’ αυτό το νησί, σ’ αυτό το μικρόκοσμο, γι’ αυτό είναι μοναχικός. Θέλει να ξεφύγει και γι’ αυτόν ένας τρόπος είναι η μουσική. Για την αδελφή του Παντράικ είναι να δουλέψει πέρα στη στεριά. Ο Παντράικ, από την άλλη, δεν θέλει να εγκαταλείψει το νησί και γι’ αυτό είναι στην ουσία ο πιο μοναχικός απ’ όλους τους ήρωες.
Συναντηθήκατε ξανά με τον Κόλιν Φάρελ 14 χρόνια μετά την "…Μπριζ". Πως ήταν η συνεργασία σας στα γυρίσματα;
Μπ.Γκ.: Είμαστε φίλοι από τότε και μόλις βρεθήκαμε στο πλατό αρχίσαμε να συζητάμε για το πως θα χειριστούμε τους χαρακτήρες μας. "Θες να γίνουμε εχθροί όσο κρατάνε τα γυρίσματα;" με ρώτησε. "Όχι" του είπα, αλλά πήραμε τις αποστάσεις μας. Υπήρξαν πολλές σιωπηλές μέρες στο πλατό γιατί πρέπει κάθε φορά να βρίσκεις την κατάλληλη διάθεση με την οποία θα πλησιάσεις το ρόλο σου. Εδώ μας βοήθησε να μείνουμε για λίγες βδομάδες ψυχραμένοι.
Το χιούμορ το οποίο διαθέτει η ταινία δεν ελαφρώνει την ατμόσφαιρα ακόμα και στα γυρίσματα;
Μ.Μ.: Για δυο τρεις βδομάδες κάναμε πρόβες και πράγματι τις πρώτες δυο μέρες υπήρχε μεγάλη ευθυμία. Σταδιακά, όμως, οι ηθοποιοί μπαίνουν πιο βαθιά στο ρόλο τους και αυτό το οποίο φαίνεται αστείο στους θεατές γι’ αυτούς, για τους κινηματογραφικούς χαρακτήρες, είναι αντιθέτως δραματικό. Οδυνηρό. Το ότι είναι σπουδαίοι ηθοποιοί όλοι τους αποδεικνύεται από το πόσο σωστά ισορρόπησαν αυτή την αίσθηση. Του βαθιά τραγικού, το οποίο προσπαθεί να κρυφτεί πίσω από το μαύρο χιούμορ.
Μπ.Γκ.: Πράγματι, υπάρχουν λεπτές διαφορές στο πως ερμηνεύεις τον ίδιο χαρακτήρα σε ένα τυπικό δράμα, σε μια καθαρή κωμωδία και σε ένα μείγμα αλά… Μάρτιν ΜακΝτόνα.
Οι δυο σας είχατε πρωτοσυνεργαστεί πριν μια εικοσαετία στο "Six Shooter". Πόσα πράγματα έχουν αλλάξει για εσάς μέχρι τώρα;
Μ.Γ.: Η κοιλιά μου… Ο φόβος και η νευρικότητα παραμένουν, αλλά σίγουρα ένιωθα πιο ανασφαλής τότε. Τώρα αισθάνομαι πως έχω περισσότερο τον έλεγχο, πως τις περισσότερες φορές ξέρω πλέον πως να το κάνω.
Μ.Μ.: Το ίδιο ακριβώς νιώθουμε όλοι στο πέρασμα του χρόνου. Αυτό το οποίο εγώ φροντίζω να μην αλλάζει, πάντως, είναι ο έλεγχος τον οποίο διατηρώ πάνω στις ταινίες μου. Μετά την "…Μπριζ" και κυρίως τις "Τρεις Πινακίδες…" υπήρξαν προτάσεις από το Χόλιγουντ με φιλόδοξα σχέδια, με σταρ, με υψηλούς προϋπολογισμούς. Προτιμώ χίλιες φορές όμως τα μισά χρήματα και το final cut, παρά τις υποσχέσεις μεγαλείου που θα σε οδηγήσουν σε μια βίλα στο Μαλιμπού και στη βαρετή τυποποίηση.