Η ανανεωμένη δημοφιλία των ταινιών χρόνου τα τελευταία χρόνια, μαζί με το θετικό σούσουρο και μερικές αξέχαστες ανατριχίλες, συνοδεύεται από την ανάδειξη στο προσκήνιο των μοντέρνων υπερηχητικών scream queens της μεγάλης οθόνης. Μεταξύ εκείνων που έχουν ξεχωρίσει κατά πολύ είναι η Αγγλίδα Μία Γκοθ, η οποία έχει δει την καριέρα της να απογειώνεται από τη στιγμή που σάρωσε με την ερμηνεία της στο εξαιρετικό "X" (Τάι Γουέστ). Όπως επίσης η Γκοθ, σίγουρα, θα έχει υπόψη το πόσο μεγάλη απήχηση έχει στο διαδίκτυο, με κάθε δημόσια εμφάνισή της ή κινηματογραφικό ρόλο (σαν το "Pearl") να γίνεται εν ριπή οφθαλμού viral. Κάπως έτσι είχαν τα πράγματα και για το "Infinity Pool", το πειραγμένο horror του Μπράντον Κρόνενμπεργκ (ναι, γιού του γνωστού Ντέιβιντ) το οποίο πραγματοποίησε ευρωπαϊκή πρεμιέρα στο 73ο Φεστιβάλ Βερολίνου.
Η ταινία δανείζεται τον τίτλο της από το είδος των πισίνων που συνήθως υπάρχουν στα πολυτελή ξενοδοχεία, τα οποία είναι κατασκευασμένα με τέτοιο τρόπο ώστε να δίνεται η αίσθηση πως δεν έχουν γωνίες και το νερό πέφτει στο κενό. Σε ένα κλασάτο κατάλυμα συναντούμε στην αρχή ένα συγγραφέα (Αλεξάντερ Σκάρσγκαρντ) και την εύπορη σύζυγό του (Κλεοπάτρα Κόλμαν), οι οποίοι βρίσκονται διακοπές σε μια αδιευκρίνιστη τοποθεσία που κρύβει κινδύνους πέρα από τα όρια του ξενοδοχείου. Εκεί τους οδηγεί ένα άλλο ζευγάρι τουριστών (Μία Γκοθ & Ζαλίλ Λεσπέρ), το οποίο τους προσεγγίζει με κρυμμένο σκοπό να τους παγιδεύσει, ώστε να βάλει μπρος ένα αληθινά διεστραμμένο σχέδιο.
Όπως και στο "Possessor", ο υιός Κρόνενμπεργκ στήνει άψογα μια βαθιά ανησυχητική ατμόσφαιρα, στην οποία συνδυάζονται η αγωνία ενός εφιάλτη, ο αληθινός φόβος και ένας αδιευκρίνιστα σκοτεινός ερωτισμός. Έπειτα, όσο η ταινία βαδίζει ενδότερα στα horror μονοπάτια της, τόσο περισσότερο οι εικόνες τις γίνονται εφάμιλλες ενός παραληρηματικού bad trip, ενός ψυχεδελικού σοκ που "καίει" τις νευρικές συνάψεις, θυμίζοντας νοερά το ύφος του Πάνου Κοσμάτου ("Mandy", "Beyond the Black Rainbow"). Αισθητικά, λοιπόν, μπορεί το "Infinity Pool" να γοητεύει το μάτι, αφηγηματικά ωστόσο κλειδώνει την κινηματογραφική λογική έξω από το δωμάτιο.
Διότι ενώ θίγει πολυσήμαντα θέματα όπως εκείνο της διασχιστικής διαταραχής ταυτότητας, της σχέσης πραγματικότητας – μύθου και των άκρων που μπορεί να φτάσει ένας καλλιτέχνης για την έμπνευση, όλα χάνονται στο βωμό του εντυπωσιασμού. Από ένα σημείο και έπειτα δεν έχει καν σημασία τι ακριβώς συμβαίνει, όπως για παράδειγμα γιατί συγκεκριμένα ο χαρακτήρας του Σκάρσγκαρντ ταπεινώνεται με τόση βία ξανά και ξανά, με την ταινία σταδιακά να μοιάζει με ένα ποτ πουρί άκυρων ονείρων που είδε κάποτε ο Κρόνενμπεργκ. Ο ίδιος αντιμετωπίζει το φιλμ σα να είναι ένα δωμάτιο παιχνιδιού, ενδιαφερόμενος περισσότερο στο να φτιάξει γοητευτικές σεκάνς ηδονισμού και αυτοπροβολής, παρά μια στοιχειωδώς συμπαγή αφήγηση.
Τουλάχιστον από όλη αυτήν την κατάσταση απουσιάζει η σοβαροφάνεια, έτσι το "Infinity Pool" αποκτά επιπλέον camp διαστάσεις κυρίως μέσα από τη διαπεραστική ερμηνεία της Γκοθ. Είναι εντυπωσιακό πώς η ηθοποιός, παρά το εμφανώς αδύναμο υλικό που της δίνεται, παίρνει τρομακτικά σοβαρά τη δουλειά της και διαθέτει χαρακτηριστική ευκολία στο να συμβαδίζει με τις συναισθηματικές διακυμάνσεις της ηρωίδας της. Έτσι, παρότι αρχικά συστήνεται ως ένα μεθυστικά σεξουαλικό ον, μέχρι το τέλος έχει μεταμορφωθεί σε μια ανίερη δολοφόνο που, εντελώς απροσδόκητα, διαθέτει εξαίσιο κωμικό τακτ.
Κατά τα άλλα και ενώ η Μπερλινάλε βρίσκεται στη μέση, όλοι ακόμα παραμιλούμε για το "Past Lives", αφού οι πρεμιέρες που το διαδέχθηκαν δεν το ξεπέρασαν. Βασικά, ούτε καν το ακούμπησαν αν θέλουμε να είμαστε ειλικρινείς. Χωρίς να είναι κάτι σπουδαίο, το "Afire" του αγαπημένου του φεστιβάλ Κρίστιαν Πέτζολντ αποδείχθηκε η πιο ανάλαφρη ταινία του σκηνοθέτη, συμπεριφερόμενη ως μια απολαυστικότατη και αστεία καλλιτεχνική ρομαντική κομεντί. Βέβαια, επειδή για έργο αυτού του δημιουργού μιλάμε, ο Πέτζολντ δεν αντιστάθηκε να μη βάλει ξανά μια ελάχιστα διακριτική και φυσικά πομπώδη *πάρα* *πολύ *σημαντική* μεταφορά στο φόντο του δράματος, η οποία δεν προσθέτει ιδιαίτερο νόημα αλλά αισθητή διάρκεια σε ένα, συνολικά, καλόκαρδο φιλμ. Θυελλώδεις έρωτες είχαμε και στο "Passages", από το τμήμα Πανόραμα, όπου ο Άιρα Σακς κινηματογραφεί τους Φραντς Ρογκόφσκι, Μπεν Γουίσο και Αντέλ Εξαρχόπουλος σε ένα τεταμένα απρόβλεπτο ερωτικό τρίγωνο. Το τελικό αποτέλεσμα δε φτάνει τα δραματικά ύψη που φαίνεται να επιδιώκει, αλλά αποτελεί ένα ξεχωριστό δείγμα ψυχογραφήματος του τοξικού εγωισμού σε μια σχέση και ταυτόχρονα, παραδίδει ένα από τα πιο γλυκά ερμηνευτικά ταιριάσματα που έχουμε δει εδώ και καιρό, ανάμεσα στους Ρογκόφσκι και Γουίσο.
Τέλος, δεν προσπερνάμε την κίνηση διαμαρτυρίας του Αργύρη Ξάφη στο κόκκινο χαλί για την πρεμιέρα της ταινίας "Music" της Άντζελα Σάνελεκ. Ο ηθοποιός, ο οποίος πρωταγωνιστεί στο γυρισμένο στην Ελλάδα φιλμ, ξεδίπλωσε ενώπιον των φωτογράφων μαζί με την Αγγελική Παπούλια (ως μέλος της επιτροπής του τμήματος Encounters) ένα πανό που έγραφε στα αγγλικά: "Σταματήστε να σκοτώνετε τον πολιτισμό στην Ελλάδα". Πρόκειται, σαφώς, για μια πράξη αντίδρασης κατά του Προεδρικού Διατάγματος 85, σε μια προσπάθεια να ακουστεί όσο το δυνατόν περισσότερο μια αδικία που συντελείται ακόμα, έχοντας ξεσηκώσει όλο τον καλλιτεχνικό κόσμο εδώ και σχεδόν δύο μήνες.
Διαβάστε όλα τα νεότερα και τις ανταποκρίσεις για το 73ο Φεστιβάλ Βερολίνου εδώ.
Ευχαριστούμε την Aegean Airlines για τη συνδρομή της στην πραγματοποίηση του ταξιδιού.