Ένα μικρό χωριό στα βόρεια ελληνικά σύνορα και μια οικογένεια εγκλωβισμένη σε ένα σπιράλ ηθικών αδιεξόδων. Στο φόντο μια κοινωνία σε παρακμή και στο επίκεντρο οι καθημερινοί άνθρωποι που καλούνται να αντεπεξέλθουν. Με κάθε τρόπο και όποιο κόστος. Αυτά είναι, συνοπτικά, τα συστατικά του υποβλητικού δράματος "Πίσω από τις Θημωνιές". Ενός από τα καλύτερα ελληνικά ντεμπούτα των τελευταίων ετών, για το οποίο μας μιλά η σκηνοθέτρια Ασημίνα Προέδρου, η οποία συνεχίζει το σερί της μικρού μήκους "Red Hulk" (Χρυσός Διόνυσος, Φεστιβάλ Δράμας 2013) συνδυάζοντας τον υγιή πολιτικό προβληματισμό με μια φρέσκια κινηματογραφική πρόταση.
Παρότι πρόκειται για μια πρώτη μεγάλου μήκους ταινία, το επίπεδο και η ποιότητα της παραγωγής αποπνέει μεγάλη αυτοπεποίθηση. Ανατρέχοντας στην περίοδο των γυρισμάτων, τι θυμάσαι εντονότερα;
Σε σχέση με αυτό, να πω ότι αφενός έγινε μια τεράστια προσπάθεια να μην υπερκαλυφθεί ο προϋπολογισμός της ταινίας, κάτι που τελικά επιτεύχθηκε. Ταυτόχρονα, μαζί με τους καλλιτεχνικούς συντελεστές, οι οποίοι έδειξαν υπερπροσφορά και τεράστια αυτοθυσία, κάναμε ό,τι περνούσε από το χέρι μας ώστε να έχουμε ένα αποτέλεσμα όσο το δυνατόν πιο κοντά στους καλλιτεχνικούς στόχους που είχαμε θέσει. Από την άλλη, επειδή η ταινία γυρίστηκε στην κορύφωση της πανδημίας, προέκυψαν επιπλέον δυσκολίες πρακτικής φύσης. Όπως το να μην παραχωρούνται χώροι σε δημόσιες υπηρεσίες για γύρισμα –εφορία, νοσοκομεία, αστυνομικά τμήματα κ.λπ.– αλλά ακόμα και ιδιωτικοί, το να μην είναι εφικτό να έχουμε αρκετούς κομπάρσους κ.ο.κ. Χαρακτηριστικό παράδειγμα ότι από τα σπίτια που πληρούσαν τις προδιαγραφές, μόνο ένα ήταν διαθέσιμο για την ταινία, αυτό που εντέλει χρησιμοποιήθηκε.
Έπρεπε λοιπόν να προσαρμοστούμε σε αυτό το δεδομένο και να σκεφτούμε δημιουργικούς τρόπους για να κινηματογραφηθούν οι χώροι, ώστε να κρύβονται οι ελλείψεις που αντικειμενικά υπήρχαν ή να μη γίνονται βαρετές επαναλήψεις σε σχέση με τις γωνίες λήψης. Παράλληλα, να τηρηθεί με συνέπεια μια υφολογική ομοιομορφία σε όλη την ταινία. Αυτή ήταν και μία από τις σημαντικότερες προτεραιότητές μου όσον αφορά την αισθητική.
Είναι σαφές πως ο διαχωρισμός της πλοκής σε κεφάλαια υπήρχε ως ιδέα στο σενάριο. Ωστόσο, είναι εμφανής και η δουλειά που έχει γίνει σε επίπεδο μοντάζ. Πόσο καθοριστικό υπήρξε στο σμίλευμα της ταινίας;
Πολύ, διότι μαζί με τη μοντέζ Ηλέκτρα Βενάκη έπρεπε να αντιμετωπίσουμε μια σειρά ζητημάτων αφήγησης και ρυθμού, τα οποία είχαν να κάνουν με την επιλογή της συγκεκριμένης σεναριακής δομής, ενώ ταυτόχρονα "κεντήσαμε" όλους τους χαρακτήρες, τη γραμμή εξέλιξής τους και τις διαφορετικές ποιότητές τους, εξαντλώντας κάθε πιθανή δυνατότητα του υλικού. Κατά τη διάρκεια του μοντάζ, όπως ακριβώς κάναμε και στη φάση του γυρίσματος με τους υπόλοιπους καλλιτεχνικούς συντελεστές, ήμασταν, επίσης, ιδιαίτερα προσεκτικές στο να μείνουμε στην ουσία της ταινίας. Δεν ήθελα να έχω σκηνοθετικά "πυροτεχνήματα", δηλαδή στιγμές εντυπωσιασμού του θεατή, οι οποίες να αποσπούν την προσοχή από όσα διακυβεύονται. Ήταν σημαντικότερο να πλησιάσουμε τους χαρακτήρες και να μας παρασύρουν με όσα τους συμβαίνουν.
Στο φόντο της πλοκής βρίσκεται μια ιδιαίτερα κρίσιμη πολιτικά περίοδος γύρω από το μεταναστευτικό, η οποία σήμερα τείνουμε να ξεχάσουμε πόσο τεταμένη ήταν. Πώς αποφάσισες να τοποθετήσεις το σενάριό σου σ’ εκείνη την εποχή;
Ομολογώ ότι το μεταναστευτικό ζήτημα δεν ήταν η αφετηρία μου. Περισσότερο με απασχολούσε το πώς ένα διεφθαρμένο σύστημα αναπαράγει τον εαυτό του και ταυτόχρονα βρίσκει τρόπους να μας εγκλωβίζει σε αδιέξοδα. Γι’ αυτό στην ταινία παρακολουθούμε τρεις ιστορίες που η καθεμιά απεικονίζει και έναν διαφορετικό τρόπο αναπαραγωγής, αλλάζοντας κάθε φορά κέντρο βάρους. Ειδικότερα, στο μυαλό μου είχα την οικογένεια, τη μικρή κοινωνία, η οποία αντανακλά το πνεύμα μιας ολόκληρης χώρας και κατ’ επέκταση το πώς οι διεθνείς εξελίξεις επηρεάζουν αδιόρατα τη ζωή ενός υποκειμένου.
Πάντως, καταφέρνεις να διατηρήσεις μια πολύ δύσκολη ισορροπία. Είσαι ταυτόχρονα καταγγελτική αλλά όχι διδακτική, όπως επίσης αβίαστα ανθρώπινη έως και κατανοητική απέναντι στους χαρακτήρες σου, στους οποίους όμως δεν χαρίζεσαι.
Η ισορροπία που περιγράφεις ήταν πάρα πολύ δύσκολο να επιτευχθεί. Διότι ήθελα οι χαρακτήρες μου να είναι υπόλογοι για τις πράξεις τους, αλλά όχι να εμφανίζονται ως κακομοίρηδες. Να σε ωθούν μεν οι σκληρές συνθήκες που βιώνεις σε κάποιες οδυνηρές επιλογές, να μην είσαι όμως άμοιρος ευθυνών, να έχεις πλήρη επίγνωση του τι κάνεις.
Εν τω μεταξύ η ταινία έχει ταξιδέψει με επιτυχία σε πολλά διεθνή φεστιβάλ. Πώς ήταν αυτή η εμπειρία;
Τρομερά ευχάριστη, παρόλο που δεν είχα ιδέα τι να περιμένω. Όταν γράφω ένα σενάριο, έχω πάντα το κοινό στο πίσω μέρος του μυαλό μου, με ενδιαφέρει το τι θα αισθανθεί βλέποντας την ταινία. Αλλά, ας πούμε, στην πρεμιέρα στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης ειλικρινά δεν ήξερα ποια θα μπορούσε να είναι η ανταπόκριση του κόσμου. Η ζεστασιά και ο ενθουσιασμός που δέχθηκα τελικά μου φάνηκαν απίστευτα και με έκαναν πολύ χαρούμενη.
Περισσότερες πληροφορίες
Πίσω από τις Θημωνιές
Σε ένα χωριό κοντά στα βόρεια σύνορα της χώρας, μια τριμελής λαϊκή οικογένεια βιώνει τη σύγκρουση, όταν διαδοχικά τραυματικά συμβάντα πληγώνουν τις σχέσεις τους, φτάνοντάς τις στα όριά τους.