Λίγο πριν την αναχώρησή μας από το 63ο Διεθνές Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης (3-13/3) παρακολουθήσαμε μία από τις πιο ξεχωριστές ταινίες του προγράμματος και σίγουρα την αγαπημένη μας εκ των ελληνικών συμμετοχών. Ο λόγος για το μεγάλου μήκους ντεμπούτο της Ασημίνας Προέδρου με τίτλο "Πίσω από τις Θημωνιές".
Σχεδόν από την αρχή της ιστορίας του, ο ελληνικός κινηματογράφος διατηρεί μια άρρηκτη σχέση με το σινεμά του ρεαλισμού, το οποίο ανατροφοδοτεί διαχρονικά προσθέτοντάς του υφές, ποιότητες και στιλ, εμπλουτίζοντας τις δυνατές εναλλακτικές εκφάνσεις του. Όποτε, μάλιστα, κάποιο φιλμ έπιανε ταυτόχρονα τον παλμό της εποχής του συνδυαστικά με μια φρέσκια κινηματογραφική ματιά, διόλου τυχαία, μιλάγαμε για ιστορική τομή. Χοντρικά, από τις δεκαετίες του ’50 και του ’60 (Μιχάλης Κακογιάννης, Νίκος Κούνδουρος, Τάκης Κανελλόπουλος), ύστερα το Νέο Ελληνικό Σινεμά (Θόδωρος Αγγελόπουλος, Παντελής Βούλγαρης), φυσικά τη σχολή του Γιάννη Οικονομίδη και πιο πρόσφατα το πολυσυζητημένο weird wave (Γιώργος Λάνθιμος, Αθηνά Ραχήλ Τσαγγάρη).
Τα τελευταία χρόνια ένα νέο δυναμικό ρεύμα σκηνοθετών που βρίσκεται στις πρώτες ταινίες του, διατυπώνει μια νέα προσωπική του εκδοχή ρεαλισμού ή μάλλον νεορεαλισμού, το οποίο οικειοποιείται έννοιες, πεδία και ανθρωπότυπους φορτίζοντάς τα με καινούριες σημασίες, αποδιώχνοντας σχεδόν τις προηγούμενες αναπαραστάσεις τους. Είτε μιλάμε για την επαρχία ("Digger"), την αστική αποξένωση ("Πρόστιμο"), τα ζητήματα ταυτότητας ("Broadway") είτε το κοινωνικό σχόλιο ("Παρί"), είναι εμφανές πως το σύγχρονο ελληνικό σινεμά ρίχνει ενδοσκοπικό βλέμμα στα σωθικά της μοντέρνας Ελλάδας. Πάνω σε αυτήν την τάση "πατά" και η Ασημίνα Προέδρου, η οποία με το φιλμ της προσθέτει οξυμένες πολιτικές διαστάσεις στη δικής της βερσιόν νεορεαλισμού, ενώ παράλληλα διαχειρίζεται άψογα τις περιπλοκότητες των ενδοοικογενειακών σχέσεων όταν στη μέση υπεισέρχεται η ενηλικίωση ενός κοριτσιού.
Με φόντο ένα χωριό στα σύνορα της βορείου Ελλάδος, μια τριμελής οικογένεια (Στάθης Σταμουλακάτος, Λένα Ουζουνίδου, Ευγενία Λάβδα) έρχεται αντιμέτωπη με ένα τραγικό συμβάν το οποίο φέρνει στο προσκήνιο τα προσωπικά αδιέξοδα του καθενός, αλλά και τα καλά κρυμμένα απωθημένα που οδηγούν τις σχέσεις τους στα άκρα. Τα δυσάρεστα γεγονότα που πληθαίνουν ραγδαία, φέρνουν τους τρεις ήρωες σε ένα σημείο χωρίς επιστροφή όπου είναι υποχρεωμένοι να πάρουν ορισμένες οδυνηρές αποφάσεις.
Μέσα από την ταινία της η Προέδρου θίγει θαρραλέα, άμεσα και χωρίς περιστροφές φαινόμενα που λίγοι επιλέγουν να ψηλαφήσουν, όπως το πώς το τωρινό προσφυγικό ζήτημα συνδέεται αναπόφευκτα με την καθημερινότητα των λαϊκών τάξεων, κερδίζοντας το στοίχημα. Χωρίς μεγαλοστομίες σμιλεύεται ένα εντυπωσιακά πειστικό πορτρέτο μιας οικογένειας σε κρίση, η οποία κατ’ επέκταση αντανακλά ένα έθνος σε κρίση – οικονομική, ηθική και πολιτική. Έπειτα, από την προσοχή της σκηνοθέτριας δε ξεφεύγει η πατριαρχικής φύσης καταπίεση που ενυπάρχει στο γενετικό κώδικα αυτής της ελληνικής φαμίλιας, την οποία αποδομεί πηγαία, αβίαστα και με χαρακτηριστική ευστοχία. Το τρίτο σκέλος του σεναρίου που αφορά τη νεαρή κόρη, ένα κεφάλαιο ολομέτωπης ρήξης όπου διεκδικείται με ρίσκο η χειραφέτηση της ηρωίδας, έρχεται να εντείνει τη δραματουργική δύναμη του φιλμ συνολικά και να υπογραμμίσει τη μεστή σκηνοθετική δεινότητα της δημιουργού.
Ακόμα και όταν η Προέδρου "απλώνεται" σε αφηγηματική διάρκεια, το "Πίσω από τις Θημωνιές" παραμένει ένα σπάνιο δείγμα ποιοτικού arthouse σινεμά, προσωπικό όσο και καθολικά προσβάσιμο, αναγκαίο στο σημερινό κινηματογραφικό τοπίο, το οποίο αφήνει πολλές υποσχέσεις για το μέλλον.
Σε πολύ διαφορετικό μήκος κύματος, αλλά έχοντας επίσης στο επίκεντρο τη σχέση γονέων – παιδιών, κινείται η "Αιώνια Κόρη" της Τζοάνα Χογκ ("Souvenir"). Η ιδιοσυγκρασιακή σκηνοθέτρια κινηματογραφεί τη σταθερή συνεργάτριά της Τίλντα Σουίντον σε ένα διπλό ρόλο, καθώς ενσαρκώνει μια γυναίκα που ετοιμάζει μια νέα ταινία και την ηλικιωμένη μητέρα της, που τη συνοδεύει σε ταξίδι αναψυχής. Οι δυο τους θα μείνουν σε μια εντυπωσιακή γοτθικής αύρας έπαυλη, όπου τη νύχτα κάνουν την εμφάνισή τους φαντάσματα (κυριολεκτικά και μεταφορικά).
Με όρους εγκεφαλικής ταινίας τρόμου και ατμοσφαιρικού ψυχολογικού θρίλερ, χωρίς βέβαια ποτέ το φιλμ να μετουσιώνεται σε καθαρόαιμη ταινία είδους, η Χογκ μελετά τις ασυνείδητές συναισθηματικές συνέπειες της απώλειας, δίνοντας έμφαση στο χειροπιαστό άγχος που κατατρώει την κεντρική ηρωίδα. Η έμπνευσή της έχει παραλύσει, ενώ η έννοια για τη μητέρα της αποτελεί μοναδική προτεραιότητα. Όπως συνηθίζει να κάνει μαεστρικά η Χογκ, συστήνει στην αφήγησή της το συσχετισμό βιώματος, τραύματος και καλλιτεχνικής δημιουργίας, ο οποίος συνοδεύεται από την αντίφαση του να επωφελείσαι από κάτι οδυνηρό. Η "Αιώνια Κόρη", όμως, κρύβει τα ατού της στο πώς υπαινίσσεται τι πραγματικά σημαίνει να είσαι ενήλικας. Σημειολογικά ο κεντρικός χαρακτήρας εναλλάσσεται μεταξύ μητέρας και κόρης, παρότι νιώθει πως είναι αδύνατο να ξεφορτωθεί την ιδιότητα του παιδιού. Και όταν η Χογκ πραγματοποιεί την τελειωτική ανατροπή απλώς αποδεικνύει διαπεραστικά πόσο στοιχειωτική μπορεί να γίνει μια απώλεια.
Διαβάστε όλα τα νεότερα για το 63ο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης εδώ.
Όλοι ξέρουμε ότι φεστιβάλ χωρίς τα πριν και τα μετά των προβολών είναι πάντα μισό φεστιβάλ. Δείτε τις επιλογές μας για να απολαύσετε την πόλη στα καλύτερά της.