Ήδη από τις πρώτες μέρες του 63ου Διεθνούς Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης (3-13/11) φάνηκε πως η αγάπη, ο έρωτας, το σμίξιμο κι ο αποχωρισμός θα είναι ανάμεσα στα κεντρικά θέματα των ταινιών που συμμετέχουν στο ελληνικό πρόγραμμα του θεσμού. Ανεξαρτήτως είδους, φιλμ όπως το χειροποίητο "Άνθη στα Άνθη" και το sui generis sci-fi "Ησυχία 6-9", έχουν μια καρδιά που χτυπά δυνατά από τα συναισθήματα που εξερευνούν και ψηλαφούν.
Αυτή η διάθεση αποτελεί και το καύσιμο της πρώτης μεγάλου μήκους του Νίκου Πάστρα με τίτλο "Μπάσταρδα". Μια ταινία που κατά ένα μέρος της γυρίστηκε με τη συνδρομή του κοινού μέσω crowdfunding και αναδείχθηκε σε μία από τις πιο αναμενόμενες ταινίες του φεστιβάλ, καθώς οι προβολές της σημείωσαν sold out από την πρώτη μέρα προπώλησης των εισιτηρίων. Εξέλιξη δικαιολογημένη, αφού στα "Μπάσταρδα" πρωταγωνιστεί μια ολόφρεσκη και ταλαντούχα γενιά νέων ηθοποιών με αποδεδειγμένη φόρα, ενώ στο σάουντρακ βρίσκεται ένας από τους πλέον ξεχωριστούς μουσικούς των τελευταίων ετών, ο Τζίμι Πολιούδης (Mazoha, Vagina Lips), χάρη στον οποίο η ταινία αποκτά ενισχυμένη ενέργεια και ένταση. Στην πράξη, βέβαια, αυτή η ιλιγγιώδης φούρια που διαπνέει το φιλμ, όσο γοητευτικά κινηματογραφημένη και εάν είναι, φλερτάρει έντονα με τον εκτροχιασμό.
Χωρίς να αναφερθεί με σαφήνεια το πλαίσιο ή μια κάποια αφορμή, συστηνόμαστε σε μια ετερόκλητη παρέα νεαρών αγοριών και κοριτσιών, γύρω στα 20, που περνούν τις μέρες τους σε ένα απομονωμένο επαρχιακό σπίτι. Η ρουτίνα τους αφορά μια σειρά από αταξίες, κραιπάλες, σεξ, μικρές και μεγάλες προδοσίες, ανταλλαγές αγγιγμάτων και σωματικών υγρών, βλέμματα που άλλοτε λάμπουν από γκλίτερ και άλλοτε από δάκρυα. Κάπως έτσι, από τις αύρες και τις ενέργειές τους, το σπίτι όπου ζουν μετατρέπεται σε ένα μη-τόπο. Ένα μέρος όπου οι κανόνες παύουν και η πραγματικότητα ορίζεται από την αρχή. Μία όχι απαραίτητα ουτοπία, αλλά σίγουρα ένας χώρος απελευθερωμένος από ενήλικα "πρέπει", στον οποίο η ζωή είναι ακόμα ένα ατελείωτο παιχνίδι.
Το αφηγηματικό ύφος της ταινίας ακολουθεί τον ίδιο ρυθμό, με το σενάριο να είναι εύπλαστο και ρευστό, απηχώντας έτσι την απρόβλεπτη ορμή της νεανικότητας και την κάθε σκηνή να φέρει διακυβεύματα που κουβαλούν, φαινομενικά, όλο το βάρος του κόσμου. Όπως εξάλλου, έτσι μοιάζει να είναι τα πράγματα όταν έχεις μόλις περάσει τα 18· τα πάντα και τίποτα κρίνονται από μια άτσαλη κουβέντα, μια βεβιασμένη κίνηση η οποία, νιώθεις, πως έχει τη δύναμη να φέρει το τέλος του κόσμου. Κατ’ επέκταση, η καλώς εννοούμενη αυθάδεια του Πάστρα προς τις καθιερωμένες κινηματογραφικές επιταγές λειτουργεί όσο βρίσκεται σε συνάρτηση με τη νιχιλιστική θρασύτητα των ηρώων του. Η συμπεριφορά τους ορίζεται από μια μάταιη υπερβολή, μια ροπή προς τη χαοτική ασυναρτησία, αφού το αύριο δεν έχει νόημα. Στο ίδιο μήκος κύματος συντονίζεται η σκηνοθεσία, η οποία θρέφεται από το απρόβλεπτο με κάθε σεκάνς να οδηγεί σε κάτι ολότελα καινούριο.
Υπό αυτήν την έννοια, τα "Μπάσταρδα" συμπυκνώνουν έναν καμβά κινηματογραφικών αναφορών: την αλλοπρόσαλλη ελευθεριότητα του "Daisies" (Βέρα Χιτίλοβα, 1966), την τρυφερότητα ενός Τζον Χιούζ ("The Breakfast Club", "Sixteen Candles"), το βλέμμα ενός Λάρι Κλαρκ ("Kids", "The Smell of Us"), την προβοκατόρικη κοψιά ενός Γκασπάρ Νοέ ("Climax", "Love"), πασπαλισμένα με το μηδενισμό του τηλεοπτικού "Euphoria".
Όσο λοιπόν κι αν η ταινία αποκτά προστιθέμενη αξία από το σινεφιλικό φόντο και τον αισθητικοποιημένο ερωτισμό της, άλλο τόσο βρίσκεται εγκλωβισμένη στην αυτοαναφορικότητά της. Οι ωραίες στο μάτι προθέσεις δεν κρύβουν με επάρκεια το μονοδιάστατο γράψιμο των χαρακτήρων, μια ρηχότητα που αποτρέπει τη συναισθηματική επένδυση σε όσα διαδραματίζονται, ενώ οι βεβιασμένες σεναριακές κορυφώσεις με ενδεικτικό το – αδικαιολόγητα από αλλού – φινάλε, δημιουργούν άτσαλα, στην καλύτερη, αποτελέσματα. Η επιφανειακή διαχείριση όσων απεικονίζονται παραμένει σε όλη τη διάρκεια της ταινίας, καθιστώντας τα "Μπάσταρδα" μια αρχικά καλοπροαίρετη αλλά εν τέλει χυμώδη και χειμαρρώδη άσκηση ύφους, όπου τα στυλιζαρισμένα βίντεο κλιπ συναντούν το δωρεάν ερωτισμό και μια άστοχη εξέγερση.
Διαβάστε όλα τα νεότερα για το 63ο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης εδώ.
Όλοι ξέρουμε ότι φεστιβάλ χωρίς τα πριν και τα μετά των προβολών είναι πάντα μισό φεστιβάλ. Δείτε τις επιλογές μας για να απολαύσετε την πόλη στα καλύτερά της.