Μία από τις καλύτερες ηθοποιούς της γενιάς της, η Γαλλίδα σταρ Λεά Σεϊντού χαρακτηρίζεται από την άρνησή της να ταυτιστεί με συγκεκριμένους ρόλους και ηρωίδες. Εξάλλου, στη φιλμογραφία της συνυπάρχουν, μεταξύ πολλών άλλων, το Bond girl Μαντλέν, η ερωτική Έμα ("Η Ζωή της Αντέλ") και η βλοσυρή αρχηγός των Μοναχικών ("Αστακός"). Αυτήν τη φορά ενώνει τις δυνάμεις της με τον Μπρουνό Ντιμόν, έναν από τους πλέον αταξινόμητους Γάλλους σκηνοθέτες, για τις ανάγκες του "Φρανς". Πρόκειται για ένα δράμα που σμίγει διαφορετικά στιλ, όπως το δημοσιογραφικό θρίλερ με τις ρομαντικές κομεντί, έτσι ώστε να καταθέσει ένα βιτριολικό σχόλιο για τη σχέση μας με τη δημόσια εικόνα. Όλα αυτά, μέσα από τις περιπέτειες της Φρανς ντε Μερ, την οποία ενσαρκώνει, μιας διάσημης μαχητικής δημοσιογράφου που βλέπει τη ζωή της να ανατρέπεται όταν γίνεται η ίδια έκτακτη είδηση. Γι’ αυτά και πολλά ακόμα, απαντά η ίδια η πρωταγωνίστρια.
Μοιράζεστε άραγε κοινά χαρακτηριστικά με τη Φρανς ντε Μερ;
Ομολογώ πως όχι, αν και ο Μπρουνό είμαι σίγουρη ότι δανείστηκε κάποια στοιχεία του χαρακτήρα μου για να τα ενσωματώσει σε αυτόν της Φρανς. Αλλά αυτό είναι ολότελα διαφορετικό με το να πω ότι μοιάζουμε στ’ αλήθεια. Διότι στο ρόλο μου συνυπάρχουν πολλές αντιφάσεις με τις οποίες όφειλα να συμφιλιωθώ. Από την άλλη, οι αμφισημίες αρέσουν στον Μπρουνό, κάτι που φαίνεται από το γεγονός πως ενώ η Φρανς δείχνει επιφανειακή, στην πραγματικότητα η αυτογνωσία της βρίσκεται σε άριστο επίπεδο.
Αν δεν κάνω λάθος, εσείς ήσασταν εκείνη που προσέγγισε τον Ντιμόν για συνεργασία. Ήταν κάποια συγκεκριμένη ταινία του που σας κινητοποίησε;
Έτσι συνέβη, όχι όμως εξαιτίας ενός μόνο φιλμ. Ο Μπρουνό διαθέτει μια μοναδική κινηματογραφική ματιά και οι κόσμοι που δημιουργεί δεν έχουν αντίστοιχο. Παλαιότερα μου είχε κάνει τρομερή εντύπωση σε μια συνέντευξή του η δήλωση πως ορισμένα πράγματα στη ζωή είναι ταυτόχρονα ιερά και βλάσφημα. Με συγκίνησε αυτή η προσέγγιση και, πράγματι, η συμβίωση αυτών των στοιχείων αποτελεί αναπόσπαστο κομμάτι του σινεμά του. Όπως όταν οι ταινίες του φέρονται ταυτόχρονα βίαια και τρυφερά. Ως προς αυτό, θυμάμαι χαρακτηριστικά μια σκηνή στο "Φρανς", όπου η κάμερα βρίσκεται κοντά στο πρόσωπό μου που σταδιακά αλλάζει μορφή και από αρμονικό γίνεται αποτρόπαιο. Μου φαίνεται, δηλαδή, τρομερά ενδιαφέρον πώς ο Μπρουνό καταφέρνει αβίαστα να διαστρεβλώνει την εικόνα της ηρωίδας που υποδύομαι.
Στο πλαίσιο της προετοιμασίας σας για το ρόλο, κάνατε καθόλου έρευνα γύρω από τη δημοσιογραφία;
Αυτό που έκανα ήταν να έρθω σε επαφή με μια πολύ γνωστή Γαλλίδα δημοσιογράφο και κατά τη διάρκεια ενός καφέ να μάθω όσα περισσότερα μπορώ για το επάγγελμά της. Δεν είμαι βέβαιη ότι κατάλαβε πραγματικά τι αφορά η ταινία, αφού την παρουσίασα ως ένα πορτρέτο μιας μελαγχολικής γυναίκας, αλλά εκείνη είχε μια πιο πραγματιστική ανάγνωση της υπόθεσης.
Για να της δώσουμε ένα δίκιο, πρόκειται για ένα έτσι κι αλλιώς ακατάτακτο φιλμ. Είναι δράμα και ταυτόχρονα μια μεταμοντέρνα σάτιρα που δανείζεται στοιχεία από τις κομεντί.
Όντως, είναι όλα αυτά μαζί! Αλλά εκτιμώ αυτό τον πλούτο της, το πώς σε βάζει στην αγκαλιά των ηρώων, αλλά την ίδια στιγμή σε κρατά σε απόσταση ώστε να ψηλαφίσεις τα κίνητρά τους. Ήταν ένας από τους στόχους του Μπρουνό αυτός. Να βάλει τους θεατές στη θέση του κριτή, αλλά όχι με αέρα υπεροψίας, αλλά σαν να ψυχαναλύει ο καθένας τον εαυτό του μέσα από τη δράση. Κάτι που μου αρέσει επίσης στο "Φρανς" είναι ότι απαιτεί από εμένα να είμαι ενεργή. Συνήθως, όταν παρακολουθώ μια ταινία, νιώθω αμέτοχη. Εδώ κάτι τέτοιο είναι αδύνατο, αφού οι πρωταγωνιστές αλλάζουν προθέσεις από τη μία στιγμή στην άλλη, αποκτούν τις ανθρώπινες διαστάσεις τους εξαιτίας του αμφιλεγόμενου ηθικού τους κώδικα και γι’ αυτό γίνονται απρόβλεπτοι.
Ένα κομβικό κομμάτι στην αφήγηση της ταινίας αφορά την έκθεση των διάσημων προσώπων. Πώς τη βιώνετε εσείς ως ένα από τα πιο γνωστά ονόματα του παγκόσμιου σινεμά;
Τα τελευταία χρόνια έχει αυξηθεί τόσο ο βαθμός της απαιτούμενης έκθεσης, κάτι που είναι από μόνο του ιδιαίτερα απαιτητικό. Προσωπικά, όμως, δεν έχω υπάρξει ποτέ θύμα της διασημότητάς μου. Έπειτα, σε κάθε περιοχή του κόσμου είναι διαφορετικά. Ευρώπη, ΗΠΑ, Ασία δεν συγκρίνονται σε αυτό το θέμα. Στη χώρα μου, τη Γαλλία, είναι ακόμα εφικτό να προστατέψεις την ιδιωτικότητά σου. Μπορώ να πάω οπουδήποτε, δεν υπάρχουν παπαράτσι να με ακολουθούν. Υπό αυτή την έννοια, δηλαδή, η ζωή μου δεν έχει αλλάξει ριζικά. Έναν κάποιο ρόλο παίζει και το πώς το διαχειρίζεσαι ο ίδιος. Ποτέ δεν με αντιλήφθηκα ως "δημόσιο πρόσωπο", δεν οργανώνω τη ζωή μου γύρω από αυτό. Ωστόσο, αναγνωρίζω ότι υπάρχουν άνθρωποι τρομακτικά διάσημοι, για τους οποίους οποιαδήποτε έννοια κανονικότητας είναι ανέφικτη.
Εκτίμησα το παιχνίδι που κάνει η ταινία ανάμεσα στη μυθοπλασία και την πραγματικότητα. Συγκεκριμένα, στο πώς μια κατάσταση μπορεί να αποδεικνύεται ψεύτικη, όπως όταν η ηρωίδα σας παγιδεύεται εν αγνοία της από ένα δημοσιογράφο, αλλά τα συναισθήματα που γεννιούνται εντός μας μπορεί να είναι αληθινά. Συμφωνείτε με αυτό;
Πολύ καλή ερώτηση… Πιστεύω πως είναι ένα υποκειμενικό ζήτημα, διότι ποτέ δεν μπορούμε να είμαστε απολύτως σίγουροι. Ακόμα και σε ένα καθημερινό πλαίσιο, όταν ερωτευόμαστε κάποιον, είναι αδύνατο να κρίνουμε την αλήθεια όσων νιώθει. Πώς θα μπορούσαμε να είμαστε αντικειμενικοί; Πάντως, μου αρέσει να σκέφτομαι ότι μπορείς να πιστεύεις τα συναισθήματα ανεξάρτητα από τη συνθήκη. Και η ταινία αυτό υπαινίσσεται…
Περισσότερες πληροφορίες
Φρανς
Ύστερα από ένα ασήμαντο αυτοκινητικό ατύχημα, η κορυφαία τηλεοπτική δημοσιογράφος της Γαλλίας παθαίνει κρίση συνείδησης κι αποφασίζει να επανεξετάσει τις προτεραιότητές της.