Εξίσου εντυπωσιακή από κοντά όσο και στην οθόνη, η Βίκι Κριπς ("Αόρατη Κλωστή", "Old"), η "μεγαλύτερη σταρ του Λουξεμβούργου" όπως αποκαλεί με χιούμορ τον εαυτό της, κάνει ένα ταιριαστά αταίριαστο ζευγάρι με τον Βρετανό Τιμ Ροθ. Στο "Νησί του Μπέργκμαν" της Μία Χάνσεν – Λοβ υποδύονται δυο σκηνοθέτες οι οποίοι αποσύρονται στο Φάρο, το νησί του Ίνγκμαρ Μπέργκμαν, δουλεύοντας πάνω στο επόμενο σενάριό τους. Η σχέση τους, όμως, δοκιμάζεται από ανησυχίες πάνω στην τέχνη και την προσωπική τους ζωή.
Το "Νησί του Μπέργκμαν" συμμετείχε στο περσινό φεστιβάλ των Κανών, όπου οι δυο πρωταγωνιστές έδωσαν από κοινού συνεντεύξεις. Χαλαροί και χωρίς ίχνος σοβαροφάνειας μίλησαν για τις ιδιαίτερες συνθήκες κάτω από τις οποίες γυρίστηκε το φιλμ, το οποίο άλλαξε πολλούς πρωταγωνιστές (Γκρέτα Γκέργουικ, Τζον Τορτούρο, Όουεν Γουίλσον). Η Χάνσεν – Λοβ προχώρησε με τις σκηνές της Κριπς και του άλλου ζευγαριού της ταινίας (Μία Γουασικόφσκα και Άντερς Ντάνιελσεν Λίε), διέκοψε για έναν ολόκληρο χρόνο και τελικά την ολοκλήρωσε το καλοκαίρι του 2019 με τον Τιμ Ροθ ως παρτενέρ της Κριπς. "Πως νιώθετε που δεν ήσασταν η πρώτη επιλογή της σκηνοθέτιδας;" τον ρωτάω λοιπόν, για να απαντήσει χαμογελώντας "ποτέ δεν είμαι". Μιλώντας χαμηλόφωνα, εξηγεί πως "γνωρίζοντας ποια είναι η Μία Χάνσεν-Λοβ, διάβασα αμέσως το σενάριο και μου φάνηκε εξαιρετικά ενδιαφέρον. Ήταν γραμμένο με καθαρότητα και ακρίβεια, κάτι που αποδείχτηκε και από τον τρόπο με τον οποίο δουλεύει η Μία στο γύρισμα. Πολύ προσεκτικά και μεθοδικά. Με ιντρίγκαρε το γεγονός πως υποδύομαι για πρώτη φορά σκηνοθέτη και το μπεργκμανικό στοιχείο ήταν κάτι πολύ ιδιαίτερο, πείθοντάς με να δεχτώ με ενθουσιασμό".
Η Κριπς μοιάζει πιο εξωστρεφής. Χαμογελαστή, αναφέρεται στην Χάνσεν – Λοβ, η οποία "είναι σοβαρή και προσηλωμένη, δουλεύοντας με αυστηρή μέθοδο. Οι ταινίες της έχουν να κάνουν με υποδόρια συναισθήματα και κρυφές εντάσεις, κάτι το οποίο πρέπει να είσαι ακριβής, όσο και εκλεπτυσμένος ως σκηνοθέτης για να το περάσεις στην οθόνη. Ο χαρακτήρας μου, ο οποίος σε μεγάλο μέρος βασίζεται στην ίδια την Μία, είναι λοιπόν πιο σοβαρός απ’ αυτόν που υποδύεται ο Τιμ και πατάει με τα δυο πόδια στη γη. Εγώ δεν της μοιάζω τόσο πολύ, αλλά είμαι σίγουρα πιο σοβαρή από εκείνον" και δείχνει γελώντας τον Ροθ, που επιβεβαιώνει πως "είμαστε διαφορετικοί ως χαρακτήρες, αλλά βρεθήκαμε κι οι δυο γρήγορα στον "κοινό μας χώρο". Όντας πιο αυτοσχεδιαστικός, βρήκα ισορροπία απέναντι στη σταθερότητα της Βίκι. Όπως και της Μία βέβαια…"
Η Μία Χάνσεν – Λοβ ξεκίνησε την καριέρα της ως ηθοποιός στο "Fin Août, Début Septembre" (1998) του Ολιβιέ Ασαγιάς, με τον οποίο ήταν ζευγάρι έως και το 2016. Συνεργάστηκε με τα Cahiers du Cinema και κατόπιν δοκίμασε τις δυνάμεις της στη σκηνοθεσία, εντυπωσιάζοντας τους κριτικούς με τα "Le Pere de mes Enfants" (2009) και "Το Μέλλον" (2016). Το "Νησί του Μπέργκμαν" βασίζεται εν πολλοίς στη σχέση της με τον Ασαγιάς, αλλά η Κριπς δηλώνει πως "προσπάθησα να μην έχω την Μία στο μυαλό μου κι αυτό είναι κάτι με το οποίο συμφώνησα μαζί της από την πρώτη στιγμή. Άφησα το ένστικτό μου να με οδηγήσει στον τρόπο με τον οποίο θα προσέγγιζα το χαρακτήρα. Γιατί το στοίχημα ήταν αυτός να ζωντανέψει στο πανί με ενδιαφέροντα τρόπο κι όχι το να είναι πιστός στη Μία". Κι ο συμπρωταγωνιστής της, δεν είχε κάποιο συγκεκριμένο σκηνοθέτη στο μυαλό του. "Νομίζω πως ένας συγκεκριμένος χαρακτήρας θα με περιόριζε στο να τον μιμηθώ και θα έβαζε και κάποιους θεατές σε αχρείαστες συγκρίσεις. Αντίθετα, προσπάθησα να ενσαρκώσω έναν άνθρωπο τον οποίο έφερε μπροστά μου το σενάριο, να μείνω πιστός στις δικές του αλήθειες και όχι στο πως θα προσαρμοζόταν αυτές αν προσπαθούσα να γίνω ο τάδε ή ο δείνα σκηνοθέτης". Κι η Βίκι Κριπς όμως προσεγγίζει με ανάλογο τρόπο την καταλυτική σχέση του Ίνγκμαρ Μπέργκμαν με την ταινία: "μιλήσαμε πολύ με την Μία για τις ταινίες του από την πρώτη κιόλας επαφή μας. Με βοήθησε πολύ στο να συντονιστώ με όλη αυτή την ατμόσφαιρα, την πνευματικότητα και την ενέργεια που υπάρχει στο νησί. Να νιώσω όπως και η Κρις στην ταινία, όπου το ταξίδι της στο Φάρο την κάνει να δει την πραγματικότητα και τον εαυτό της με διαφορετικό τρόπο. Δεν είδα ταινίες του Μπέργκμαν και έμεινα με την ανάμνηση όσων είχα δει παλιότερα, προσπαθώντας να καταλάβω όχι τόσο τον ίδιο ως δημιουργό, αλλά τη σχέση ενός σπουδαίου καλλιτέχνη με έναν τόπο. Πλησίασα πιο πολύ το Φάρο δηλαδή, το Φάρο του Μπέργκμαν, παρά τον ίδιο τον Μπέργκμαν".