Ξύλινη, άνευρη, άχρωμη, άβολη και κενή. Αυτοί είναι μονάχα μερικοί από τους χαρακτηρισμούς που συνόδευαν την Κρίστεν Στιούαρτ για το μεγαλύτερο μέρος της καριέρας της. Η Αμερικανίδα βρέθηκε στο επίκεντρο της δημοσιότητας από πολύ νωρίς, κάνοντας από παιδί ακόμα τα πρώτα της βήματα στην υποκριτική, ωστόσο ουδέποτε ένιωσε οικεία με την (υπερ)έκθεση στα μέσα. Το ομολόγησε, μάλιστα, σε μία από τις συνεντεύξεις της: "Ποτέ μου δεν ήθελα να γίνομαι αντικείμενο προσοχής, ούτε ήμουν από εκείνα τα παιδιά που ήξεραν πως από πάντα ήθελαν να γίνουν διάσημα". Κι όμως, το 2012, λίγο πριν την ολοκλήρωση του franchise που την έκανε σταρ διεθνούς εμβέλειας ("Λυκόφως"), έστω "άθελά" της, η Στιούαρτ ήταν η πιο ακριβοπληρωμένη ηθοποιός του κόσμου σε ηλικία μόλις 22 ετών. Μαζί με την επιτυχία, βέβαια, συνεχίστηκαν οι υποτιμητικοί χαρακτηρισμοί για την εξωτερική της εμφάνιση και η αμφισβήτηση των ερμηνευτικών δυνατοτήτων της. Έτσι, μοιάζει ειρωνικό πως δέκα χρόνια μετά, την περασμένη άνοιξη, το όνομά της βρισκόταν μαζί με εκείνο των Τζέσικα Τσαστέιν, Ολίβια Κόλμαν, Πενέλοπε Κρουζ και Νικόλ Κίντμαν, στις υποψηφιότητες των βραβείων Όσκαρ για τον α’ γυναικείο ρόλο. Όχι κι άσχημα για μια ατάλαντη ε;
Σε μια κινηματογραφική πορεία που υπέφερε συχνά από συναισθηματικά σκαμπανεβάσματα, όπως επίσης συζητήσιμες καλλιτεχνικές επιλογές, μοιάζει δίκαιο που τώρα χάρη στο "Spencer" (Πάμπλο Λαραΐν) η Στιούαρτ απολαμβάνει μια αρκετά αργοπορημένη αναγνώριση του ταλέντου της. Αλλά για να φτάσει στο σημείο να τιμάται με μια υποψηφιότητα από την Αμερικανική Ακαδημία, χρειάστηκε να περάσει από πολλές μεταλλάξεις και κυρίως να ξεπεράσει τη διάχυτη δυσπιστία προς τις ικανότητές της.
Πόνοι ενηλικίωσης
Εύλογα, μάλλον λίγοι θα θυμούνται τη Στιούαρτ ως το μικρό αγοροκόριτσο του τρυφερού "The Safety of Objects" (2001) της Ρόουζ Τρος, όπου καταφέρνει αβίαστα να ξεχωρίσει. Στον κόσμο, όμως, η ηθοποιός έγινε ευρέως γνωστή χάρη στο αγχώδες θρίλερ "Δωμάτιο Πανικού" (2002) του Ντέιβιντ Φίντσερ, όπου συμπρωταγωνιστεί με την κορυφαία Τζόντι Φόστερ, κρατώντας το ρόλο της κόρης της. Σε μια απαιτητική δουλειά, καθώς το φιλμ εξαρτάται σε σχεδόν απόλυτο βαθμό από το παίξιμο ενός παιδιού και μιας πολύπειρης ηθοποιού, η νεαρή τότε ερμηνεύτρια τα πήγε εξαιρετικά, για να ακολουθήσει ένα σερί κινηματογραφικών συνεργασιών. Αν και ελάχιστες από αυτές είναι στ’ αλήθεια αξιομνημόνευτες ("Speak", "Κύμα Οργής", "Ταξίδι στην Άγρια Φύση"), η Στιούαρτ είχε καταφέρει να καθιερωθεί και ήταν θέμα χρόνου να της δοθεί μια μεγάλη ευκαιρία.
Αυτή ήρθε λίγο πριν κλείσει τα δεκαοκτώ, όταν επιλέχθηκε για το ρόλο της Μπέλα, της κοπέλας που ερωτεύεται ένα βρικόλακα (Ρόμπερτ Πάτινσον) στο "Λυκόφως" (Κάθριν Χάρντγουικ, 2008), την κινηματογραφική μεταφορά της σειράς βιβλίων της Στέφανι Μέγιερ. Σε μια εποχή έκρηξης των μπλοκμπάστερ που απευθύνονταν στο εφηβικό κοινό, ήτοι στο απόγειο της δημοφιλίας του "Χάρι Πότερ", η ταινία της Χάρντγουιγκ έγινε εν ριπή οφθαλμού σουξέ, σημαδεύοντας την ποπ κουλτούρα των 00s. Μαζί, αναπόφευκτα εκτινάχθηκε η αναγνωρισιμότητα των πρωταγωνιστών της, κάτι που αποδείχθηκε δίκοπο μαχαίρι για τους ίδιους. Το "Λυκόφως" έσπαγε τα ταμεία, αλλά ήταν εξίσου αντικείμενο χλεύης. Οι επικριτές, από τα πρώιμα διαδικτυακά φόρουμ μέχρι τους επαγγελματίες δημοσιογράφους, στέκονταν από τη μία στην αδύναμη σκηνοθεσία και από την άλλη στις ερμηνείες, με μεγαλύτερο "θύμα" τη Στιούαρτ.
Γεννημένη αντιστάρ
Αυτό που εξελίχθηκε σε σήμα κατατεθέν της ηθοποιού είναι ο τρόπος με τον οποίο αναδεικνύει την αμηχανία των χαρακτήρων της. Ένα παγωμένο βλέμμα, ένα δύσκαμπτο σώμα αρκούν ώστε να φέρει εις πέρας μια σκηνή, μια σεκάνς που αφορά αισθήματα άρρητα. Υπό συνθήκες, η παραπάνω στάση μπορεί να παρεξηγηθεί ως πρόχειρο παίξιμο ή ως αδυναμία. Χωρίς να ισχύει στην περίπτωση της Στιούαρτ –εξάλλου "κουβάλησε" μόνη της όλο το franchise για πέντε σερί ταινίες– η εικόνα της στη μεγάλη οθόνη ταυτίστηκε με τη δημόσια. Στις πρεμιέρες, στις συνεντεύξεις, στις φωτογραφήσεις της, εξέπεμπε την ίδια νευρικότητα, έλλειψη αυτοπεποίθησης και υποτονικότητα με τους ρόλους της. Σε συνδυασμό με το συνολικό ύφος της, συνηθέστερα επιμελώς ατημέλητη και φαινομενικά αδιάφορη, παρά επιτηδευμένα λαμπερή και πρόσχαρη, έγινε γρήγορα αγαπημένο θέμα στα μέσα του Χόλιγουντ, που της έδειξαν τα δόντια τους. Απλούστατα, η Στιούαρτ δεν έγινε άμεσα αποδεκτή διότι ποτέ δεν ταίριαξε στη διαδεδομένη, τυπικά στρέιτ και αντρική, ιδέα για τη θηλυκότητα αλλά και την πρέπουσα συμπεριφορά μιας κινηματογραφικής σταρ. Χαρακτηριστικό αντι-παράδειγμα εκείνης της εποχής η Τζένιφερ Λόρενς, η οποία δεν αντιμετώπισε την ίδια εξονυχιστική κριτική της εμφάνισής της όταν, με τη σειρά της, βρέθηκε στο προσκήνιο με το "Hunger Games" (Γκάρι Ρος, 2012). Το τοξικό σούσουρο, βέβαια, δεν αποθάρρυνε τη Στιούαρτ, η οποία φρόντισε να πάρει "εκδίκηση" μέσα από τη δουλειά της.
Η arthouse εποχή
Μετά το "Λυκόφως", έμοιαζε ταιριαστό η Αμερικανίδα να επικεντρωθεί σε μικρότερου βεληνεκούς, ανεξάρτητες και εν πολλοίς arthouse παραγωγές. Ύστερα από μερικές "αναγνωριστικές" δουλειές ("Στο Δρόμο", "Camp X-Ray" "Still Alice: Κάθε Στιγμή Μετράει"), βρήκε τον άνθρωπό της στο Γάλλο auteur Ολιβιέ Ασαγιάς. Ο σκηνοθέτης που πίστευε ακράδαντα πως η Στιούαρτ είναι η καλύτερη ηθοποιός της γενιάς της, κάτι που έχει υποστηρίξει συχνά σε συνεντεύξεις του, της πρόσφερε τους ρόλους που αναδιατύπωσαν το υποκριτικό ποιόν της. Φιλμ σαν τα "Σύννεφα του Σιλς Μαρία" (2014) και "Personal Shopper: Η Βοηθός" (2016), παρότι έρχονται με τις δικές τους τρανταχτές σκηνοθετικές αδυναμίες, έδωσαν την ευκαιρία στη Στιούαρτ να αποδείξει πως δεν είναι μια άοσμη παρουσία μπροστά από την κάμερα. Μάλιστα, για τα "Σύννεφα…" απέσπασε βραβείο Σεζάρ. Με εξαίρεση την απογοητευτική κατασκοπική περιπέτεια "Οι Άγγελοι του Τσάρλι" (Ελίζαμπεθ Μπανκς, 2019), η σταρ συμμετέχει σε αξιοπρόσεκτες δουλειές σημαντικών δημιουργών, όπως τα "Café Society" (Γούντι Άλεν, 2016) και "Certain Women" (Κέλι Ρέιχαρντ, 2016), ενώ πρόσφατα συνεργάστηκε με τον Ντέιβιντ Κρόνενμπεργκ στο γυρισμένο στην Ελλάδα "Crimes of the Future".
Βασιλικές μεταχειρίσεις
Οι σινε-βιογραφίες δεν αποτελούν άγνωστη περιοχή για την Αμερικανίδα. Στο παρελθόν έχει υποδυθεί τη θρυλική Τζόαν Τζετ ("The Runaways", 2010) και την εξίσου εμβληματική ηθοποιό Τζιν Σέμπεργκ ("Seberg", 2019). Τώρα, στο "Spencer", σειρά έχει η αδικοχαμένη πριγκίπισσα Νταϊάνα, στην οποία δίνει σάρκα και οστά, προσδίδοντας απροσδόκητο βάθος στην περσόνα της. Πολύτιμη βοήθεια σε αυτό προσφέρει ο μαέστρος του είδους Λαραΐν, ο οποίος έχει ήδη δύο εξαίσιες βιογραφίες στο ενεργητικό του ("Νερούδα", "Jackie"). Εν προκειμένω, ο Χιλιανός δημιουργός δεν επιλέγει να αναπαραστήσει τη ζωή της Νταϊάνα Σπένσερ, όπως είναι το πλήρες όνομα της πριγκίπισσας, με τον συνηθισμένο τρόπο, αλλά να θολώσει τα όρια ανάμεσα στο γεγονός και τη μυθοπλασία. Ενδιαφέρεται πρωτίστως για την ψυχοσύνθεση της ηρωίδας και πώς αυτή συνθλίβεται από τις βασιλικές επιταγές, τα ΜΜΕ, τη σχέση της με τον Κάρολο, στο πέρας των Χριστουγέννων του 1991. Έξι χρόνια δηλαδή, προτού βρει τραγικό θάνατο η Νταϊάνα.
Έτσι, δίνεται το περιθώριο στον Λαραΐν να εμβαθύνει στον ψυχισμό μιας παρεξηγημένης γυναίκας, αλλά επίσης να μπορέσει η Στιούαρτ να σμιλέψει με πλήρη ελευθερία το χαρακτήρα της. Το αποτέλεσμα είναι εντυπωσιακό, ενδεχομένως προδίδει κάτι και από την ιδιοσυγκρασία της Αμερικανίδας. Ακόμα κι αν είναι συγκυριακό, η ερμηνεύτρια έχει πλέον τρεις βιογραφίες στην καριέρα της, και η ροπή της προς αυτές προδίδει μια εγγύτητα προς τις συγκεκριμένες γυναίκες. Θα μπορούσε, για παράδειγμα, να αντιλαμβάνεται ουσιαστικά τι σημαίνει να κατασπαράζεται η προσωπικότητά σου δημοσίως και, ταυτόχρονα, πόσο δύσκολο είναι να προστατεύεις την ιδιωτικότητά σου. Είναι τέτοιου είδους λεπτομέρειες που αυξάνουν το βάρος του παιξίματος της Στιούαρτ, όσο καλά κι αν έχει μελετήσει τους μορφασμούς ή τις διαφορετικές στάσεις σώματος της πριγκίπισσας. Διότι η τέχνη της υποκριτικής έχει λιγότερο να κάνει με τη μίμηση και πολύ περισσότερο με τα άγνωστα στοιχεία που ξυπνά σε έναν ηθοποιό εν δράσει.
Περισσότερες πληροφορίες
Spencer
Κατά τη διάρκεια των χριστουγεννιάτικων διακοπών, η πριγκίπισσα Νταϊάνα νιώθει να καταρρακώνεται ψυχικά και αποφασίζει να βάλει τέλος στη σχέση της με τον πρίγκιπα Κάρολο, αγνοώντας τις συνέπειες μιας τέτοιας πράξης.