Μετά την "Κόκκινη Έρημο" (1964) ο Μικελάντζελο Αντονιόνι αποφασίζει να φύγει από την Ιταλία για το Λονδίνο, αποδεχόμενος μια πρόταση του παραγωγού Κάρλο Πόντι για τρεις αγγλόφωνες ταινίες με την MGM. Επιθυμεί να εξελίξει τόσο τη θεματική όσο και την αισθητική της "τριλογίας της αποξένωσης" ("Η Περιπέτεια", "Η Νύχτα", "Η Έκλειψη"), κάτι το οποίο επιχείρησε πειραματιζόμενος με το χρώμα στην "Κόκκινη Έρημο", χωρίς όμως να απομακρυνθεί από τα κινηματογραφικά ερωτήματα που τον απασχολούν. Κι ένα απ’ αυτά, δεμένα απόλυτα με το μοντέρνο σινεμά και τη δική του, φαινομενολογική οπτική, είναι η σχέση αλήθειας και ψέματος, όπως και γεγονότος και αναπαράστασής του, στον σύγχρονο χαοτικό κόσμο της παντοδυναμίας της εικόνας.
Πιστός στις ιδέες του μοντερνισμού, ο οποίος αντέδρασε στις συντηρητικές αξίες του ρεαλισμού, ο Αντονιόνι αμφισβητεί πως μια καθολικά αποδεκτή ερμηνεία της φυσικής και κοινωνικής πραγματικότητας είναι δυνατόν να προσεγγιστεί χάρη στον ορθολογισμό: "Γνωρίζουμε ότι κάτω από την εικόνα που αποκαλύπτουμε υπάρχει μια άλλη, πιο πιστή στην πραγματικότητα, και κάτω απ’ αυτήν υπάρχει ακόμα μια άλλη, και ξανά μια άλλη κάτω από την τελευταία. Ως την αληθινή εικόνα εκείνης της απόλυτης, μυστηριώδους πραγματικότητας που κανένας δεν θα δει ποτέ", δηλώνει ο ίδιος. Ξεκινά λοιπόν από το διήγημα του Χούλιο Κορτάσαρ "Τα σάλια του διαβόλου" και από τη ζωή του φωτογράφου Ντέιβιντ Μπέιλι, ακολουθώντας την περιπλάνηση του Τόμας στο Swinging London των 60s. Ενός επιτυχημένου φωτογράφου μόδας με πληκτικά φανταχτερή καθημερινότητα, η οποία μοιάζει να φορτίζεται με νόημα όταν ένα πρωί φωτογραφίζει τυχαία μια γυναίκα στο πάρκο. Μεγεθύνοντας τη φωτογραφία ανακαλύπτει πως έχει μπλεχτεί σε μια πιθανή υπόθεση φόνου, με τον Αντονιόνι να παρακολουθεί τη μάταιη προσπάθεια διαλεύκανσής της όπως ένα φιλμ νουάρ ακολουθεί τον ιδιωτικό ντετέκτιβ του, καθώς χάνεται όλο και βαθύτερα σε ένα δαίδαλο θολών κινήτρων και ανεξιχνίαστων διαπλοκών.
Με ένα λαμπερό, μα ψυχρό στιλιζάρισμα, το "Blow-up", το οποίο απέσπασε τον Χρυσό Φοίνικα των Καννών και χάρισε στον Αντονιόνι τις δύο μοναδικές οσκαρικές υποψηφιότητές του (σκηνοθεσίας και σεναρίου), περιγράφει μια απατηλή, αβέβαιη πραγματικότητα, που παραμονεύει "κάτω" από ένα παραισθησιακό lifestyle. Η σκηνή στο ροκ κονσέρτο των Yardbirds, όπου η μάχη μέχρις εσχάτων για μια σπασμένη κιθάρα χάνει κάθε νόημα μόλις ο Τόμας εγκαταλείπει το κλαμπ, αποτυπώνει αριστουργηματικά έναν σύγχρονο άνθρωπο παγιδευμένο ανάμεσα σε έναν αποκλεισμένο, αυτοαναφορικό μικρόκοσμο (την ιδιωτική ζωή) κι έναν ακατανόητο, αλλοπρόσαλλο μακρόκοσμο (τις κοινωνικές αναφορές). Η δε εκείνη του φινάλε, με το αόρατο μπαλάκι του τένις, την πλήρη παραίτησή του από την εύρεση της αλήθειας, όπου η τέχνη (η περφόρμανς των κλόουν) είναι η μόνη "πλαστή" παρηγοριά.
Μ. Βρετανία, Ιταλία. 1966. Διάρκεια: 111΄. Διανομή: SUMMER CLASSICS
Περισσότερες πληροφορίες
Blow-Up
Στο Swinging London των 60s ένας επιτυχημένος φωτογράφος μόδας φωτογραφίζει τυχαία μια γυναίκα στο πάρκο και ανακαλύπτει πως έχει μπλεχτεί σε μια πιθανή υπόθεση φόνου.