Ενόψει της απονομής των 13ων βραβείων Ίρις (8/6) από την Ελληνική Ακαδημία Κινηματογράφου, το "α" φιλοξενεί μία σειρά κειμένων που αφιερώνονται στα φιλμ που διεκδικούν το βραβείο καλύτερης ταινίας. Δείτε αναλυτικά τις φετινές υποψηφιότητες εδώ.
Ο γνωστός συγγραφέας Χρήστος Χωμενίδης γράφει για το δράμα εποχής "Σμύρνη μου Αγαπημένη" (Γρηγόρης Καραντινάκης), το οποίο διεκδικεί συνολικά 12 χρυσά αγαλματίδια. Η ταινία αποτελεί διασκευή του ομώνυμου επιτυχημένου θεατρικού έργου της Μιμής Ντενίση, η οποία έχει κόψει έως τώρα περισσότερα από 230 χιλιάδες εισιτήρια. Θυμίζουμε πως η υπόθεση της ταινίας αφορά τις εμπειρίες της εύπορης Φιλιώς Μπαλτατζή και της οικογένειάς της λίγο πριν η Σμύρνη καταστραφεί ολοσχερώς.
Το "Σμύρνη μου Αγαπημένη" απέκτησε πρόσφατα νέο μοντάζ και κυκλοφόρησε εκ νέου στα θερινά σινεμά, ενώ πρόκειται να παρουσιαστεί και την 1η Ιουνίου στον κινηματογράφο Άνεσις, στο πλαίσιο των προβολών που διοργανώνει η Ελληνική Ακαδημία Κινηματογράφου με όλες τις υποψήφιες ταινίες. Δείτε το αναλυτικό πρόγραμμα εδώ.
Ο λόγος στο Χρήστο Χωμενίδη:
"Το πιθανότερο ήταν το παρόν σημείωμα να μη γραφτεί ποτέ. Διότι το πιθανότερο ήταν να μην έχω εγώ δει τη 'Σμύρνη μου Αγαπημένη'.
Η πανδημία αφενός, που βρισκόταν σε μία ακόμα φάση έξαρσης όταν η ταινία βγήκε στις αίθουσες. Οι επιφυλακτικές έως χλιαρές, αφετέρου, κριτικές των ειδημόνων. Λειτουργούσαν αποθαρρυντικά. Το σινεφίλ κοινό -κακά τα ψέμματα- έχει απεξαρτηθεί λόγω των συνθηκών και της τεχνολογίας από τη γλυκιά συνήθεια να πηγαίνει στον κινηματογράφο. Προτιμά, κουρνιασμένο στον καναπέ του σπιτιού του, να παρακολουθεί ό,τι τού προσφέρουν οι διαδυκτιακές πλατφόρμες.
Ήταν ωστόσο μέρες Χριστουγέννων και εγώ βρισκόμουν στη Θεσσαλονίκη και το δωμάτιο του ξενοδοχείου με στένευε. Πήρα λοιπόν τα πόδια μου και διέσχισα την πλατεία Αριστοτέλους και πέρασα το κατώφλι του 'Ολύμπιον'. Δίχως μεγάλες προσδοκίες. Προετοιμασμένος ακόμα και για να σαρκάσω τη 'Σμύρνη μου Αγαπημένη' - 'άλλο ένα κλασσικό εικονογραφημένο που περνιέται για ταινία' να σχολιάσω 'στην ευτράπελη παράδοση των 'ηρωικών και πένθιμων εποποιιών', που είχε κορυφωθεί επί Χούντας με τις υπερπαραγωγές του Τζέιμς Πάρις, όπου δεν ήξερες τι ήταν πιο ψεύτικο, οι εκρήξεις στις μάχες ή οι γκριμάτσες στα πρόσωπα των ηθοποιών…'
Με εκείνη τη διάθεση -δεν το κρύβω- μπήκα στο 'Ολύμπιον'. Εξ ου και η έκπληξή μου καθώς διαπίστωνα πως οι δημιουργοί της ταινίας δεν είχαν καταδεχθεί ευκολίες και 'κλεψίματα'. Ουδόλως είχαν ποντάρει στην επιείκεια του θεατή.
Ανάπλαση μιας εποχής; Ζωντάνεμα μπροστά στην κάμερα μιάς πόλης, η οποία δεν υπάρχει πιά; Για αυτό μιλάμε.
Ορισμένοι σχολαστικοί θα επεσήμαιναν ενδεχομένως ανακρίβειες. Πως οι Σμυρνιοί στις αρχές του 20ου αιώνα δεν μιλούσαν ακριβώς έτσι. Ότι οι χαρακτήρες έχουν στοιχεία σχηματικότητας. Ενδεχομένως και να ισχύει. Η μεγάλη πρόκληση εντούτοις για τους δημιουργούς ενός τέτοιου έργου είναι να δημιουργήσουν ατμόσφαιρα. Να βάλουν τον θεατή σε ένα κλίμα που να τον γοητεύει, να τον παρασέρνει, να μην τον κάνει να κλωτσάει όσο βρίσκεται στην αίθουσα. Η 'Σμύρνη μου Αγαπημένη' το πέτυχε στο ακέραιο.
Η μία σκηνή έφερνε την άλλη. Τα πλάνα σε υπέβαλλαν. Οι ήρωες σε γοήτευαν. Έτσι ήταν πράγματι η μπελ-επόκ στην αντίπερα όχθη του Αιγαίου; Κανένας, στ’αλήθεια, δεν ξέρει έναν και πλέον αιώνα μετά. Σε πείθει όμως ο Καραντινάκης και οι συνεργάτες του πως θα μπορούσε να ήταν κι έτσι. Όπως, τηρουμένων των αναλογιών, κάνει ο Τολστόι με τους Ναπολεόντιους Πολέμους. Και ο Καραγάτσης, στην τριλογία του 'Αίμα Χαμένο και Κερδισμένο', με το '21.
Δεν θα αρνηθώ πως οι σκηνές της εθνικής έξαρσης, η αποβίβαση του ελληνικού στρατού στη Σμύρνη, και οι σκηνές της εθνικής ταπείνωσης, το μαρτύριο του Χρυσόστομου, διέγειραν το πατριωτικό μου αίσθημα. Τις είδα ως Έλληνας. Ως Έλληνας αναπόλησα και πένθησα το όνειρο που εχάθη…
Η ύστατη όμως πράξη της ταινίας, το κύμα των άτακτων εισβολέων που σαρώνει τα πάντα, οι ψευδαισθήσεις που διαλύονται μέσα σε μια στιγμή, η φρίκη που φέρνει κι άλλη φρίκη άφατη, το να μην έχεις πλέον πού να σταθείς και πού να πας, δεν έχουν όλα αυτά τα φοβερά να κάνουν με την εθνική ταυτότητα. Ο τρόμος είναι πανανθρώπινος, προαιώνιος. Είναι ακριβώς ό,τι λέει ο Ιωάννης Δαμασκηνός στη Νεκρώσιμη Ακολουθία: 'Πάντα σκιάς ασθενέστερα, πάντα ονείρων απατηλότερα. Μία ροπή και ταύτα πάντα θάνατος διαδέχεται…'
Βγήκα από το 'Ολύμπιον' με το στομάχι κολλημένο στην πλάτη. Περπάτησα επί ώρα πλάι στον Θερμαϊκό. Σκεφτόμουν τις δικές μου ρίζες. Σμυρνιά η γιαγιά μου, Μουδανιώτης ο παππούς μου, είχαν ζήσει την Καταστροφή. Για αυτό μάλλον έπιαναν τη ζωή από τα μαλλιά. Για αυτό διατηρούσαν σε όλη τη ζωή τους μια αίσθηση προσωρινότητας. Το 'ανά πάσα ώρα πιθανόν να διωχθούμε κι από εδώ' καθόρισε ψυχικά δύο τουλάχιστον γενιές με μικρασιατική προέλευση. Μπορεί να έχτιζαν σπίτια να έφτιαχναν μαγαζιά, οι πιο σημαντικές τους όμως επενδύσεις ήταν σε οτιδήποτε μπορείς να πάρεις μαζί σου φεύγοντας. Στη μόρφωση κυρίως. Σε κινητές αξίες δευτερευόντως. Χρυσές λίρες, κοσμήματα, τζοβαϊρια… Ό,τι έχει ελπίδα να κρυφτεί κάτω απ' τα ρούχα.
Κλείνει το μάτι εξαρχής η 'Σμύρνη μου Αγαπημένη' στους σημερινούς πρόσφυγες, που φτάνουν από την Τουρκία στα ελληνικά νησιά. Πώς να προβλέψουν οι δημιουργοί της ότι στο γύρισμα του χρόνου θα διαταζόταν μία άλλη εισβολή, θα ξεσπούσε ένας άλλος πόλεμος που οι εικόνες του θυμίζουν ακόμα πιο έντονα ό,τι τότε συνέβη;
Μετά από εκατό χρόνια ίσως να γυριστεί κάποια ταινία, δισέγγονο της 'Σμύρνης', που θα τιτλοφορείται 'Κίεβο' ή 'Μαριούπολή μου Αγαπημένη'…".
Η απονομή των 13ων βραβείων Ίρις θα γίνει την Τετάρτη 8 Ιουνίου στο Θέατρο Άλσος, σε σκηνοθεσία του Στέργιου Πάσχου ("Άφτερλωβ"), και θα μεταδίδεται ζωντανά μέσω του καναλιού της Στέγης του Ιδρύματος Ωνάση στο YouTube.
Περισσότερες πληροφορίες
Σμύρνη μου Αγαπημένη
Στη Μυτιλήνη του 2015, η νεαρή Έλεν Γουίλιαμς διαβάζει τα απομνημονεύματα της προ-προγιαγιάς της Φιλιώς Μπαλτατζή και μεταφέρεται νοερά στην κοσμοπολίτικη Σμύρνη έναν αιώνα πριν.